του Atom Egoyan. Με τους Reese Witherspoon, Mireille Enos, Colin Firth, Dane DeHaan, Kevin Durand, Bruce Greenwood, Stephen Moyer, Elias Koteas, Amy Ryan, Alessandro Nivola, Jonathan Spencer
Πνιγμένη φιλοδοξία
του zerVo (@moviesltd)
Δύσκολο να βρεις πιο δυνατό θέμα από αυτό που συντάραξε ολάκερη την αμερικάνικη κοινή γνώμη, εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 90. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που τόσο ο κινηματογράφος, όσο και η μικρή οθόνη ασχολήθηκαν με την ακόμη ανεξιχνίαστη υπόθεση των West Memphis Three, μέσα από σοβαρότατες παραγωγές, όπως το συγκλονιστικού ρεαλισμού και αφοπλιστικού ρεπορτάζ ντοκιμαντέρ West Of Memphis της Amy Berg ή το δραματοποιημένης αναπαράστασης, ανατριχιαστικό τηλεοπτικό τρίπτυχο του Paradise Lost. Προκαλεί εντύπωση λοιπόν, πως με μια τόσο πανίσχυρη θεματική βάση, που έχει προηγουμένως εξαντλήσει κάθε πιθανή κι απίθανη μορφή χρονικού, ένας διάσημος και ικανός, κατά τας γραφάς, σκηνοθέτης, καταφέρνει να προσφέρει μια τόσο επίπεδη και ανούσια βερσιόν της μοιραίας ιστορίας.
5 Μαΐου 1993, Δυτικό Μέμφις της πολιτείας του Άρκανσο. Τρεις οκτάχρονοι πιτσιρίκοι, κατά την διάρκεια του απογευματινού τους παιχνιδιού στο πλάι του ρέματος που διατρέχει την φτωχική κωμόπολη, θα εξαφανιστούν, σημαίνοντας συναγερμό στις τοπικές αστυνομικές αρχές, που άμεσα θα κινηθούν για τον εντοπισμό τους. Ατυχώς, λίγες ώρες μετά, τα παιδιά θα βρεθούν νεκρά στον βυθό του ποταμιού, δεμένα πισθάγκωνα και με εμφανή τα σημάδια κακοποίησης τους. Το μαντάτο θα πέσει σαν κεραυνός και θα βυθίσει στο πένθος την μικρή κοινωνία, που πλέον θα ξεκινήσει μανιώδη καταδίωξη για τον εντοπισμό των δραστών, που προκάλεσαν το μακελειό.
Μόλις λίγες ημέρες κατοπινά κι ενώ άπαντες παρακολουθούν σοκαρισμένοι τις εξελίξεις, η αστυνομία θα συλλάβει και θα οδηγήσει σε ανάκριση, τρεις εφήβους, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας των μικρών, έχοντας στα χέρια της, όπως υποστηρίζει, ακράδαντα στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή τους. Με το σύνολο των πολιτών να ζητά εξαγριωμένο την παραδειγματική τιμωρία των ανήλικων φονιάδων, που αφαίρεσαν αθώες ψυχές κατά την διάρκεια των σατανιστικών τους τελετών, ο διακεκριμένος ερευνητής Ρον Λαξ, θα ξεκινήσει την δική του μελέτη των συμβάντων, προκειμένου να αποδείξει πως οι κατηγορούμενοι έχουν πέσει θύματα της βιασύνης των αρχών, να εντοπίσουν ενόχους, ώστε να εξημερώσουν τους οργισμένους συγγενείς των θυμάτων.
Και κάπως έτσι, ο Atom Egoyan, δημιουργός αποκάλυψη των 90s, τοποθετώντας τα στοιχεία που έχει στα χέρια του, σε μια γραμμή, παρουσιάζοντας τα πόντο με τον πόντο, με φαινομενική ουδετερότητα και δείχνοντας σαν να μην πιστεύει ούτε ο ίδιος τα εναλλακτικά σενάρια της αιματοχυσίας, φτιάχνει πάνω στην πασίγνωστη ιστορία, ένα τηλεοπτικό παραμύθι, άνευρο, άγευστο και πολύ μακρινό από τις υψηλές αρχικές απαιτήσεις του κοινού, που γνωρίζει σχεδόν τα πάντα γύρω από το έγκλημα. Με απειρία πρωτάρη στην κίνηση της κάμερας του, παλεύει με εμφανή αγωνία να επικεντρωθεί πάνω σε έναν άξονα, ώστε να ξετυλίξει τις ενδείξεις που έχει στα χέρια του, περί κακοδικίας ή κατευθυνόμενης αστυνομικής έρευνας, ώστε τελικά να χάνει τον όποιο στόχο είχε αρχικώς και να πέφτει κι ο ίδιος στην παγίδα του αδιεξόδου, που μόνος του έκτισε.
Σαν να μιλάμε για μια πάμφτωχη και παρακατιανή παραγωγή - που επ ουδενί δεν είναι - το φιλμ κτίζεται σε μόλις τρία, τέσσερα σκηνικά, με πιο μακροσκελές εκείνο του δικαστηρίου, εκεί που παρεμβάλλονται τα απότομα φλασμπάκ, για να αφηγηθούν λεπτομέρειες της μοιραίας νύχτας, δίχως τον παραμικρό λογικό ειρμό όμως και μακριά από την απαιτούμενη συγκινησιακή φόρτιση, επαναλαμβάνοντας απλώς την φρενίτιδα των ντόπιων κατά των ανεύθυνων παγανιστών. Στοιχείο που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως πάνω σε μια πανομοιότυπης δραματικής χροιάς διήγηση, στο πραγματικό διαμάντι The Sweet Hereafter, ο Καναδέζος έχει καταγράψει την καλύτερη στιγμή της καριέρας του, που αν μη τι άλλο τόσο συναισθηματικά όσο και καλλιτεχνικά, απέχει παρασάγγες από αυτό το πενιχρής έμπνευσης και έκδηλης σύγχυσης έργο.
Για πες: Τραγωδία για την εμφανώς υπέρβαρη Reese Witherspoon η ερμηνεία - κλειδί της μητέρας του άμοιρου Τζίμι, άψυχη, αφελής, ανεπαρκέστατη για να σηκώσει στις πλάτες της το ανείπωτο δράμα, περιορίζεται απλώς σε μια σπαραχτική κραυγή την στιγμή της ανακοίνωσης του κακού μαντάτου και πέρα τούτου το απόλυτο μηδέν. Σαν να μην συνέβη τίποτα, μπλοκάρεται κι εκείνη στο παιχνιδάκι του φλεγματικού ντετέκτιβ. Έναν μη αποτελεσματικό χαρακτήρα που ερμηνεύει ο για τέταρτη συνεχόμενη φορά (κι αυτό είναι ανησυχητικό) μακριά από τον πολύ καλό εαυτό του Colin Firth, που δείχνει να κάνει απρόσεκτες επιλογές, κατόπιν της δίκαιης Οσκαρικής του βράβευσης για τον Λόγο του Βασιλιά.
Μόλις λίγες ημέρες κατοπινά κι ενώ άπαντες παρακολουθούν σοκαρισμένοι τις εξελίξεις, η αστυνομία θα συλλάβει και θα οδηγήσει σε ανάκριση, τρεις εφήβους, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας των μικρών, έχοντας στα χέρια της, όπως υποστηρίζει, ακράδαντα στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή τους. Με το σύνολο των πολιτών να ζητά εξαγριωμένο την παραδειγματική τιμωρία των ανήλικων φονιάδων, που αφαίρεσαν αθώες ψυχές κατά την διάρκεια των σατανιστικών τους τελετών, ο διακεκριμένος ερευνητής Ρον Λαξ, θα ξεκινήσει την δική του μελέτη των συμβάντων, προκειμένου να αποδείξει πως οι κατηγορούμενοι έχουν πέσει θύματα της βιασύνης των αρχών, να εντοπίσουν ενόχους, ώστε να εξημερώσουν τους οργισμένους συγγενείς των θυμάτων.
Και κάπως έτσι, ο Atom Egoyan, δημιουργός αποκάλυψη των 90s, τοποθετώντας τα στοιχεία που έχει στα χέρια του, σε μια γραμμή, παρουσιάζοντας τα πόντο με τον πόντο, με φαινομενική ουδετερότητα και δείχνοντας σαν να μην πιστεύει ούτε ο ίδιος τα εναλλακτικά σενάρια της αιματοχυσίας, φτιάχνει πάνω στην πασίγνωστη ιστορία, ένα τηλεοπτικό παραμύθι, άνευρο, άγευστο και πολύ μακρινό από τις υψηλές αρχικές απαιτήσεις του κοινού, που γνωρίζει σχεδόν τα πάντα γύρω από το έγκλημα. Με απειρία πρωτάρη στην κίνηση της κάμερας του, παλεύει με εμφανή αγωνία να επικεντρωθεί πάνω σε έναν άξονα, ώστε να ξετυλίξει τις ενδείξεις που έχει στα χέρια του, περί κακοδικίας ή κατευθυνόμενης αστυνομικής έρευνας, ώστε τελικά να χάνει τον όποιο στόχο είχε αρχικώς και να πέφτει κι ο ίδιος στην παγίδα του αδιεξόδου, που μόνος του έκτισε.
Σαν να μιλάμε για μια πάμφτωχη και παρακατιανή παραγωγή - που επ ουδενί δεν είναι - το φιλμ κτίζεται σε μόλις τρία, τέσσερα σκηνικά, με πιο μακροσκελές εκείνο του δικαστηρίου, εκεί που παρεμβάλλονται τα απότομα φλασμπάκ, για να αφηγηθούν λεπτομέρειες της μοιραίας νύχτας, δίχως τον παραμικρό λογικό ειρμό όμως και μακριά από την απαιτούμενη συγκινησιακή φόρτιση, επαναλαμβάνοντας απλώς την φρενίτιδα των ντόπιων κατά των ανεύθυνων παγανιστών. Στοιχείο που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως πάνω σε μια πανομοιότυπης δραματικής χροιάς διήγηση, στο πραγματικό διαμάντι The Sweet Hereafter, ο Καναδέζος έχει καταγράψει την καλύτερη στιγμή της καριέρας του, που αν μη τι άλλο τόσο συναισθηματικά όσο και καλλιτεχνικά, απέχει παρασάγγες από αυτό το πενιχρής έμπνευσης και έκδηλης σύγχυσης έργο.
Για πες: Τραγωδία για την εμφανώς υπέρβαρη Reese Witherspoon η ερμηνεία - κλειδί της μητέρας του άμοιρου Τζίμι, άψυχη, αφελής, ανεπαρκέστατη για να σηκώσει στις πλάτες της το ανείπωτο δράμα, περιορίζεται απλώς σε μια σπαραχτική κραυγή την στιγμή της ανακοίνωσης του κακού μαντάτου και πέρα τούτου το απόλυτο μηδέν. Σαν να μην συνέβη τίποτα, μπλοκάρεται κι εκείνη στο παιχνιδάκι του φλεγματικού ντετέκτιβ. Έναν μη αποτελεσματικό χαρακτήρα που ερμηνεύει ο για τέταρτη συνεχόμενη φορά (κι αυτό είναι ανησυχητικό) μακριά από τον πολύ καλό εαυτό του Colin Firth, που δείχνει να κάνει απρόσεκτες επιλογές, κατόπιν της δίκαιης Οσκαρικής του βράβευσης για τον Λόγο του Βασιλιά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Ιουνίου 2014 από την Village
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική