του Γιώργου Σερβετά. Με τους Μαρίνα Συμεού, Γιώργο Καφετζόπουλο, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Νίκο Γεωργάκη, Κωστή Σειραδάκη, Γιώργο Ζιόβα
Ή στα βουνά ή στα κάγκελα?
του zerVo (@moviesltd)
Στάσου Σύντροφε γιατί μάλλον δεν μας τα λες καλά. Κι εγώ συμφωνώ κι επαυξάνω μάλιστα, πως ο χειρότερος τρόπος επιβεβαίωσης της τυραννίας από τον ίδιο τον πολίτη, είναι να το παίζει παρατηρητής, αδιάφορος, με μηδενική αντίδραση στην κοινωνική ανέχεια που τον υποχρεώνει η Αρχή. Από τούδε μέχρι το να τον οδηγείς να πάρει το κουμπούρι και όποιον - ο ίδιος θεωρεί πως τον αδικεί και τον μηδενίζει - πάρει ο Χάρος, υπάρχει τεράστια απόσταση, που στο διάβα της ποτίζεται από παράνοια κι αλλοφροσύνη. Γιατί πλέον οι δρόμοι που ανοίγονται στον δράστη της αυτοδικίας είναι δυο. Και μιας και τοποθετείς την ιστορία σου στην Φθιώτιδα (συμβολικά?) ο πρώτος είναι να πάρει τα παραδίπλα όρη, όπως μάγκικα έπραξαν οι αρχαίοι ημών ηρωικοί πρόγονοι, ο πιο πιθανός όμως είναι να μπει στο μπλε κλουβάκι, με προορισμό τον παρασιμά Μαλανδρίνο. Κι εκεί να δεις πως θα κάθεται και θα κοιτάει, πίσω μάλιστα από τα καγκελάκια, που δεν του τα έχεις υπολογίσει για να τον προετοιμάσεις.
Απογοητευμένη από την μισοψεύτικη καριέρα ηθοποιού που ακολούθησε για χρόνια στην πρωτεύουσα, η Αντιγόνη θα πάρει τα λιγοστά της μπογαλάκια και θα ανέβει στον συρμό με προορισμό την επαρχιακή της γενέτειρα, εκεί που ελπίζει πως θα καταφέρει ένα καινούργιο ξεκίνημα στην ζωή της. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές στην decadence μίζερη κωμόπολη, η τριαντάχρονη γυναίκα θα αντιληφθεί πως η κατάσταση είναι κατά πολύ δυσκολότερη από ότι την είχε φανταστεί. Περιβάλλον σκυθρωπό, αγέλαστο, δίχως ευκαιρίες, που ζορίζεται για το μεροκάματο κι ακόμη περισσότερο προβληματίζεται για το πως θα τα βγάλει πέρα, αγωνιώντας για το τι θα του ξημερώσει.
Κι όμως ακόμη και κάτω από αυτές τις απαισιόδοξες συνθήκες, θα καταφέρει να βρει μια δουλίτσα αξιοπρεπή ως δασκάλα ξένων γλωσσών, αλλά και πολύ σύντομα θα νιώσει τον έρωτα να της κτυπά την πόρτα για τα μάτια ενός κατά πολύ νεαρότερου της συντοπίτη, που εργάζεται στην μουντζούρα της λαμαρινένιας ανακύκλωσης του κοτζαμπάση του χωριού. Ο οποίος αλητήριος προύχοντας, με την σειρά του, λειτουργώντας εκτός οποιασδήποτε νόμιμης γραμμής, συμπεριφέρεται άσχημα στους υπαλλήλους του, χειροδικεί στην ανήμπορη και αδύναμη ερωμένη του και άμα του περάσει από τον νου, πατάει με το πατρόλ τζιπάκι του και κανέναν μετανάστη για να περάσει η ώρα. Αφού το ξέρει καλά πως η χωροφυλακή, δύσκολα, ακόμη και με χειροπιαστές αποδείξεις, θα του κτυπήσει την πόρτα.
Σου λέει λοιπόν τώρα η μεγαλοκοπέλα, έφυγα από το ψυχιατρείο κλεινόν άστυ, τουλάχιστον εδώ δίπλα στην θάλασσα και τον αγρό να πάρω τον αγέρα μου, να λέω και μια καλημέρα σαν άνθρωπος, βρε αδελφέ, αλλά εδώ η οικονομική κρίση όχι απλά έχει ρημάξει τα νοικοκυριά, αλλά έχει κατακερματίσει και τις ψυχές των ίδιων των ανθρώπων. Εξ ορισμού επιθετική - το καταλαβαίνεις από την εμετική συμπεριφορά της στην πρώτη κιόλας σκηνή, επί του πανταχού παρόντα σε μοντέρνο εγχώριο φιλμ, ηλικιωμένου με την βαλίτσα - και αντισυμβατική, η Αντιγονάρα δεν θα σηκώσει μύγες στο σπαθί της και θα υψώσει μπαϊράκι κόντρα σε όλους και σε όλα. Άσε κοπελιά, αυτά τα ριζοσπαστικά μας τα είπαν κι άλλοι. Πιο μεγάλοι...
Εξέγερση λοιπόν η πρόταση του φίλτατου Γιώργου Σερβετά, που δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να φιλμάρει τις προκλητικά μελαγχολικές εικόνες της καθημερινότητας. Ερειπωμένες βιομηχανίες, μισοκατεστραμμένες εργασιακές μονάδες, παρατημένες καλλιέργειες, βουβές κοινωνίες. Μέχρι τα τώρα μια χαρά και με αρωγή την διεθνούς επιπέδου φωτογραφία του αναγνωρισμένου Claudio Bolivar. Με το στόρι όμως τι γίνεται? Μια αχταρμοποίηση, να βολέψει τα πάντα μέσα σε μιάμιση ώρα και την ανεργία και την απαισιοδοξία και την ανομία και την βία και την κλεπτομανία και τον εθελούσιο ερημιτισμό και το κυνήγι Ασιατών φουκαράδων και την απόγνωση και την καταπίεση και την ειρωνεία (του τίτλου) χωρίς μάλιστα να προτείνει λογική και με σύνεση μέθοδο δράσης. Λες κι οι αγώνες στο βάθος των αιώνων, έχουν υποκινηθεί μόνο από ένα τεμπέλικο και μανιοκαταθλιπτικό βλαχαδερό, που δεν το χωρά κανένας τόπος και καμία κοινωνία.
Για πες: Του ασύντακτου πλάνου, ηγούνται ερμηνευτικά όχι ιδιαίτερα γνώριμες πρωταγωνιστικές μορφές, μετριότατης υποκριτικής απόδοσης, πάνω σε χαρακτήρες απαιτητικούς στο να βγάλουν στην θωριά τους, το δράμα που βιώνει ο Έλληνας στο κάθε μέρα του. Συμπεριλαμβανομένου και του γνωστότερου της κομπανίας Νίκου Γεωργάκη, που ακόμη δεν κατάλαβα τους λόγους βράβευσης του με το έπαθλο υποστηρικτικής ερμηνείας από την Ακαδημία του Σινεμά μας, ούτε καν της υποψηφιότητας του στην τριάδα.
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Μαΐου 2014 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική