του Wes Anderson. Με τους Ralph Fiennes, F. Murray Abraham, Mathieu Amalric, Adrien Brody, Willem Dafoe, Jeff Goldblum, Jude Law, Harvey Keitel, Bill Murray, Edward Norton, Saoirse Ronan, Léa Seydoux, Jason Schwartzman, Tilda Swinton, Tom Wilkinson, Owen Wilson, Tony Revolori, Bob Balaban
Αποχαιρετώντας την Μπελ Επόκ
του zerVo (@moviesltd)
Φαινομενικά μοιάζει με ωδή σε μια εποχή χαμένη, εξαφανισμένη, πολύ μακρινή, μα συγχρόνως νοσταλγική ακόμη και από όσους δεν την βίωσαν ποτέ, ματαιοδοξία που πλανά την ταξιδιάρα σκέψη στην ντεμέκ κοσμοπολίτικη ονειράντζα του φτωχού, του καταφρονεμένου. Στο να αποτινάξει την μιζέρια και να ντυθεί τα αριστοκρατικά μπιχλιμπίδια και τα φουρό και να γίνει ένα με την ολιγαρχία που καλότρωγε και καλόπινε, εις βάρος του φουκαρά εργάτη, που παλεύει για το μεροκάματο. Ο ήρωας της κεντρικής ιδέας δεν είναι ο χάι σοσαιτάς, δεν είναι ο καλοβαλμένος, είναι ο προλετέρ που βάζει πλάτη, με την αλληλέγγυα συλλογιστική του, προκειμένου να διατηρήσει ακέραιο το χέρι που τον ταΐζει, υποθέτοντας πως η διατήρηση στην ζωή της αφεντιάς, θα κρατήσει ζωντανό κι εκείνον ταξικά, μισό - όπως νομίζει - κοινωνικό σκαλοπάτι παρακάτω. Τουλάχιστον η εργατική τάξη δεν είναι εκείνη που πηγαίνει στον Παράδεισο. Όπως κι αν το δεις...
Μεσοπόλεμος. Στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου, δίχως ακόμη να το έχουν τυλίξει οι φλόγες των μαχών, το μικρό κρατίδιο της Ζουμπρόβκα, διατηρεί προς το παρόν την κυριαρχία και την ανεξαρτησία του, φροντίζοντας να ορίζει τον ιδανικό προορισμό της αριστοκρατίας. Σε μέρη όπως το φημισμένο, ιλουστρασιόν, πεντάστερο ξενοδοχείο Μεγάλη Βουδαπέστη, στις ράχες της γιγάντιας οροσειράς, όπου συρρέουν από όλη την Ευρώπη μέλη της υψηλής κοινωνίας, για να γευτούν την χλιδή και την πολυτέλεια της φιλοξενίας του. Κύριος υπεύθυνος της φήμης που συνοδεύει την luxury πανσιόν, ο Μεσιέ Γκιστάβ, ο μετροσέξουαλ μάνατζερ του, που πέρα από τις προφανείς παροχές υπηρεσιών ως οικοδεσπότης, κλείνει με πονηράδα το ματάκι και στις εύπορες γηραιές κυρίες που τον περιβάλλουν ως επισκέπτριες.
Όπως η ζάπλουτη υπέργηρη Μαντάμ Ντι καλή ώρα, που δεν χάνει την ευκαιρία να επισκεφτεί το πανδοχείο, για να γευτεί τα χαριεντίσματα του κονσιέρζ και τις γλυκιές θωριές του, που της είναι αρκετές για να της δώσουν ζωντάνια μέχρι την επόμενη επίσκεψη. Ατυχώς για την Δούκισσα, κάτι που δεν πρόκειται να ξανασυμβεί, αφού αιφνιδίως θα βρεθεί νεκρή σκορπώντας την θλίψη στον περίγυρο της. Θάνατος που θα αποκτήσει ακόμη πιο μυστηριώδη υφή, καθώς στο άνοιγμα της διαθήκης, θα γίνει γνωστό πως ο ευγενικός ξενοδόχος, είναι ο κληρονόμος ενός μυθικής αξίας αναγεννησιακού πίνακα, του Παιδιού με το Μήλο. Συναγερμός που θα σημάνει άμεσα στις τάξεις της φαμίλιας Ντεσγκόφ, με τον γιο της εκλιπούσας να κατηγορεί ευθέως τον Γκιστάβ ως φονιά της μητέρας του. Κι όχι μόνο αυτό αλλά να κατορθώνει και την σύλληψη του από την τσιμπίδα του Νόμου, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Μπαλαούρο και άντε να δούμε ποιος θα καθαρίσει την μπουγάδα...
Σε κλίμα σλάπστικ αεικίνητο, σαν και εκείνο των μπράδερς Marx, μια ιστορία που μοιάζει βγαλμένη από τα καλύτερα ονείρατα της Agatha Christie, της Πουαρικής περιόδου, περιγράφει ο πλέον ανατρεπτικός και ιδιαίτερος των Αμερικάνων δημιουργών, ο Wes Anderson, ντύνοντας με την καυστική χιουμοριστική του διάθεση, το ονόρε του Αυστριακού με Στέφαν Τσβάιχ. Όχι βασισμένος σε κάποιο συγκεκριμένο πόνημα του Εβραικών ριζών ουμανιστή, μα με σαφείς επιρροές από την γραφική του ύλη, ο Τεξανός περνά όλη του την ενέργεια στις άριστα μελετημένες στο έπακρο ολοζώντανες και πολύχρωμες εικόνες, για να κτίσει μια ίντριγκα πολύ πιο εύπεπτη και ευανάγνωστη από εκείνες των προηγούμενων φορών του, φροντισμένη πολύ περισσότερο από όσο της πρέπει όμως στο Οσκαρικό art direction παρά στο σενάριο ως ουσία.
Μακράν ότι ακριβότερο έχουν πλάσει τα χέρια του σκηνοθέτη με το φανατικότερο κοινό, εντυπωσιάζει πέραν από την σε βαθμό κορεσμού των ματιών χρυσοποίκιλτη σκηνογραφία και από την all star σύνθεση της ερμηνευτικής ομάδας, εκεί που το παρόν δηλώνει, έστω και σε μικρούλια ανεξερεύνητα ρολάκια, σχεδόν το σύνολο όσων έχουν συνεργαστεί με τον Wes μέχρι τα τώρα. Για σπάσιμο στις παλιοσειρές πάντως, το κάστινγκ μοιράζει τις δύο φανέλες των βασικών σε δύο ρούκις στο πλευρό του Anderson. Στον Ralph Fiennes, που είναι καταπληκτικός ως μπον βιβέρ κουστουμαρισμένος παλιάτσος, ως ζαχαρόλογος ρίχτης μοναχικών καρδιών, ως κουτοπόνηρος παρτάκιας πλεονέκτης που αποσκοπεί στο να πιάσει την καλή και στον απίθανο πιτσιρίκο Toni Revolori, τον υπό δοκιμήν lobby boy Ζίρο, που ουσιαστικά αυτός αφηγείται τα περιστατικά, μετά από την εν είδει μπαμπούσκας δαιδαλώδη εισαγωγή.
Για πες: Εκεί πάνω, σε αυτή την ανεξερεύνητη μορφή του εκδιωγμένου από τον τόπο του Σάντσο Πάντσα, που θα έδινε και το αίμα του για την τιμή - και την ζωή, ε? - του ενός και μοναδικού του μπος, περίμενα πως θα έκανε και το περισσότερο παιχνίδι ο Wes, που εντέλει διάλεξε όπως συνήθως την πιο κακοτράχαλη και βραχώδη ράγα για να τσουλήσει το τρένο της υπόθεσης του. Οι φανς του, θα πετάξουν πηλίκια με χρυσά ραμμένα γράμματα στον αέρα, ζητωκραυγάζοντας από ενθουσιασμό σε κάθε χτύπο της λατρεμένης μπαλαλάικας του Desplat. Οι πιο μελετηροί της δράσης του πάλι, δεν θα δουν στο Grand Budapest Hotel, τον καλύτερο Anderson στα χρονικά, ίσως μόνο τον πιο ελκυστικό και mainstream. Και πιο εμπορικό να πω? Αυτό θα το δείξει - είμαι σίγουρος - το σκορ του box office...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Μαρτίου 2014 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική