της Clio Barnard. Με τους Conner Chapman, Shaun Thomas, Sean Gilder, Lorraine Ashbourne, Ian Burfield, Steve Evets, Siobhan Finneran, Ralph Ineson
Τείχη παντού!
του zerVo (@moviesltd)
Ήταν 1888 όταν ο σπουδαίος Δουβλινέζος στοχαστής Oscar Wilde συνέθετε μια συλλογή αποτελούμενη από πέντε ονειρικά παραμύθια, κάτω από τον κεντρικό τίτλο The Happy Prince And Other Tales. Μέρος του υπέροχου και λατρεμένου αυτού κολάζ διηγημάτων, αποτέλεσε και ο Selfish Giant, μια ιστορία που περιγράφει την απότομη μετάλλαξη του ειδυλλιακού ανοιξιάτικου τοπίου, στον πολύχρονο παιδότοπο, σε χειμωνιάτικο ερείπιο, από την στιγμή που ο ιδιοκτήτης του, άρτι αφιχθείς μετά από καιρό, άκαρδος Γίγαντας, απαγόρευσε στους πιτσιρικάδες να τον χρησιμοποιούν για παιδότοπο. Η διαχρονική ματιά πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα από τον οραματιστή συγγραφέα, κοπιάρεται άψογα σε μια μοντέρνα κινηματογραφική διασκευή, πατροναρισμένη πάνω στην σκληρή, τραχιά και συνήθως οδυνηρή φόρμα του νεότερου βρετανικού σινεμά.
Στο εξαθλιωμένο, μίζερο και μουντό Μπράντφορντ, μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του Βορρά της Αλβιόνας, μεγαλώνουν οι δεκατριάχρονοι μπόμπιρες, ο ζόρικος Άρμπορ και ο συνεσταλμένος Σουίφτυ, φτωχόπαιδα που έρχονται καθημερινά πρόσωπο με πρόσωπο με τα προσωπικά τους προβλήματα. Ο πρώτος, υπερκινητικός και ευέξαπτος, δεν χάνει δευτερόλεπτο στο να προκαλέσει φασαρία στο προαύλιο του σχολείου του, μπλέκοντας μόνιμα σε καυγάδες για ψύλλου πήδημα. Ο δεύτερος, ζορισμένος ψυχικά από το δράμα που βιώνει η φαμίλια του, έχοντας να αντιμετωπίσει έναν μέθυσο και άσωτο πατέρα, είναι πιο ηπίων τόνων και λιγότερο προκλητικός. Η ταυτόχρονη εμπλοκή τους σε έναν άγριο τσακωμό, θα σημάνει την επ αορίστον αποβολή τους από το Γυμνάσιο.
Η καλύτερη ευκαιρία για τον οξύθυμο Άρμπορ, που τα γράμματα δεν του καλαρέσουν, να βρει τον χρόνο να τσιμπήσει μερικές λίρες χαρτζιλίκι, συλλέγοντας από τα σκουπίδια μέταλλα και χαλασμένες συσκευές, χρήσιμες στον ντόπιο παλιατζή, που τις ανταλλάσσει για πενταροδεκάρες. Οι φιλοδοξίες του μικρού δεν σταματούν στα πενιχρά εικοσάρικα, αλλά πολύ παραπάνω, αφού έχει βάλει στο μάτι τις φορτωμένες χαλκό και αλουμίνα, βαριές καλωδιώσεις της τοπικής ηλεκτρικής φάμπρικας, πραμάτεια που ο σιχαμερός Κίττεν, θα την αποζημίωνε με χιλιάρικα. Θέλει βοήθεια στο πλάνο του όμως, ο ανήλικος κανάγιας και μόνο ο απρόθυμος κολλητός του μπορεί να την παράσχει, αν και εφόσον καταφέρει να τον πείσει να συνεργαστούν.
Και κάπως έτσι στην πέραν της μητροπολιτικής λάμψης, στην υποβαθμισμένη περιφέρεια κτίζεται με αργούς και σταθερούς παλμούς η ξεθωριασμένη Αυλή του Γίγαντα, που εδώ φορά τον μανδύα του απάνθρωπου Συστήματος, που δεν χαλάει την ζαχαρένια του αν κάποιοι φουκαράδες στοιβάζονται σαν ποντίκια στις στερημένες τρώγλες. Τα παιδιά του κατώτερου Θεού, θα βρουν πίσω από τα τείχη που σηκώνει ο Όγκρε, το παιχνίδι που τους καθοδηγεί η κακομοιριά, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με εκείνο της προνομιούχας τάξης, το κολαρισμένο, το κοστουμαρισμένο, το λαμπερό πρωτευουσιάνικο. Ούτε πέρα από τα φουγάρα κοιτάζει η ματιά, ούτε μακρύτερα από τους θηριώδεις στύλους της ΔΕΗ, που ορθώνονται σαν φλεγόμενοι δράκοι, κρύβοντας τον ουρανό, τον ορίζοντα, το μέλλον.
Η σοσιαλιστική ματιά του κορυφαίου Ken Loach, θεματικά παρμένη από τα Sweet Sixteen, μα με πιότερο ταίριασμα τον τραγικό Μπίλι από το Γιορκσάιρ στο (45 ετών, προ-Θατσερικό, μα τίποτα δεν έχει αλλάξει) Kes, κληροδοτείται στην φρέσκια άποψη της φύσει και θέση διαδόχου του μετρ, Clio Barnard. Γνώριμο το σκηνικό που εκτυλίσσεται το δράμα, οι συννεφιασμένοι και γκρίζοι άγονοι λόφοι, οι γεμάτοι εκνευρισμό τιγκαρισμένοι από σαράβαλα δρόμοι, οι μουτζουρωμένες εργατικές τρώγλες, ντεκόρ φυσικό της ανέχειας και του σμιξίματος της διαβίωσης των ανθρώπων και των αρουραίων. Πονεμένη σκηνοθεσία από την Αγγλίδα, ρεαλιστική που σου περνά την ανατριχίλα στο σβέρκο, την παγωνιά της υγρασίας, όχι δαύτης της αναζωογονητικής, αλλά της άλλης της ρυπαρής, που όζει σκουριά και θάνατο. Κι αν η οξείδωση μόνο χαρακιές μπορεί να αφήσει σε κορμί, μυαλό, ψυχή στα μέσα των σημερινών Όλιβερ Τουίστ, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την απώλεια, που με σταθερό τέμπο οδηγείται η φιλμική τραγωδία.
Για πες: Με τέτοιες αληθινές ερμηνείες από το δίδυμο των νεανίσκων, τον Conner Chapman ως νευρόσπαστο και με άγνοια του πραγματικού κινδύνου Άρμπορ και τον Shaun Thomas ως Σουίφτυ με το θλιμμένο άκαρπης ονειροπόλησης βλέμμα, είναι δεδομένη η ρεαλιστική αποτύπωση της στείρας πραγματικότητας των πλέον αδικημένων ζωνών της παγκοσμιοποίησης. Πέρα από τον εντοπισμό του ζητήματος, θα ήθελα και την πρόταση για την επίλυση του. Το λαχείο της μοίρας, που ένας στους δυο κερδίζει, μπορεί μεν να συγκλονίζει, αλλά δεν μπορεί να σταθεί ως μόνιμο γιατρικό, ούτε καν στα πιο καλογραμμένα παραμύθια.
Η καλύτερη ευκαιρία για τον οξύθυμο Άρμπορ, που τα γράμματα δεν του καλαρέσουν, να βρει τον χρόνο να τσιμπήσει μερικές λίρες χαρτζιλίκι, συλλέγοντας από τα σκουπίδια μέταλλα και χαλασμένες συσκευές, χρήσιμες στον ντόπιο παλιατζή, που τις ανταλλάσσει για πενταροδεκάρες. Οι φιλοδοξίες του μικρού δεν σταματούν στα πενιχρά εικοσάρικα, αλλά πολύ παραπάνω, αφού έχει βάλει στο μάτι τις φορτωμένες χαλκό και αλουμίνα, βαριές καλωδιώσεις της τοπικής ηλεκτρικής φάμπρικας, πραμάτεια που ο σιχαμερός Κίττεν, θα την αποζημίωνε με χιλιάρικα. Θέλει βοήθεια στο πλάνο του όμως, ο ανήλικος κανάγιας και μόνο ο απρόθυμος κολλητός του μπορεί να την παράσχει, αν και εφόσον καταφέρει να τον πείσει να συνεργαστούν.
Και κάπως έτσι στην πέραν της μητροπολιτικής λάμψης, στην υποβαθμισμένη περιφέρεια κτίζεται με αργούς και σταθερούς παλμούς η ξεθωριασμένη Αυλή του Γίγαντα, που εδώ φορά τον μανδύα του απάνθρωπου Συστήματος, που δεν χαλάει την ζαχαρένια του αν κάποιοι φουκαράδες στοιβάζονται σαν ποντίκια στις στερημένες τρώγλες. Τα παιδιά του κατώτερου Θεού, θα βρουν πίσω από τα τείχη που σηκώνει ο Όγκρε, το παιχνίδι που τους καθοδηγεί η κακομοιριά, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με εκείνο της προνομιούχας τάξης, το κολαρισμένο, το κοστουμαρισμένο, το λαμπερό πρωτευουσιάνικο. Ούτε πέρα από τα φουγάρα κοιτάζει η ματιά, ούτε μακρύτερα από τους θηριώδεις στύλους της ΔΕΗ, που ορθώνονται σαν φλεγόμενοι δράκοι, κρύβοντας τον ουρανό, τον ορίζοντα, το μέλλον.
Η σοσιαλιστική ματιά του κορυφαίου Ken Loach, θεματικά παρμένη από τα Sweet Sixteen, μα με πιότερο ταίριασμα τον τραγικό Μπίλι από το Γιορκσάιρ στο (45 ετών, προ-Θατσερικό, μα τίποτα δεν έχει αλλάξει) Kes, κληροδοτείται στην φρέσκια άποψη της φύσει και θέση διαδόχου του μετρ, Clio Barnard. Γνώριμο το σκηνικό που εκτυλίσσεται το δράμα, οι συννεφιασμένοι και γκρίζοι άγονοι λόφοι, οι γεμάτοι εκνευρισμό τιγκαρισμένοι από σαράβαλα δρόμοι, οι μουτζουρωμένες εργατικές τρώγλες, ντεκόρ φυσικό της ανέχειας και του σμιξίματος της διαβίωσης των ανθρώπων και των αρουραίων. Πονεμένη σκηνοθεσία από την Αγγλίδα, ρεαλιστική που σου περνά την ανατριχίλα στο σβέρκο, την παγωνιά της υγρασίας, όχι δαύτης της αναζωογονητικής, αλλά της άλλης της ρυπαρής, που όζει σκουριά και θάνατο. Κι αν η οξείδωση μόνο χαρακιές μπορεί να αφήσει σε κορμί, μυαλό, ψυχή στα μέσα των σημερινών Όλιβερ Τουίστ, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την απώλεια, που με σταθερό τέμπο οδηγείται η φιλμική τραγωδία.
Για πες: Με τέτοιες αληθινές ερμηνείες από το δίδυμο των νεανίσκων, τον Conner Chapman ως νευρόσπαστο και με άγνοια του πραγματικού κινδύνου Άρμπορ και τον Shaun Thomas ως Σουίφτυ με το θλιμμένο άκαρπης ονειροπόλησης βλέμμα, είναι δεδομένη η ρεαλιστική αποτύπωση της στείρας πραγματικότητας των πλέον αδικημένων ζωνών της παγκοσμιοποίησης. Πέρα από τον εντοπισμό του ζητήματος, θα ήθελα και την πρόταση για την επίλυση του. Το λαχείο της μοίρας, που ένας στους δυο κερδίζει, μπορεί μεν να συγκλονίζει, αλλά δεν μπορεί να σταθεί ως μόνιμο γιατρικό, ούτε καν στα πιο καλογραμμένα παραμύθια.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Φεβρουαρίου 2014 από την Strada
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική