του Jose Padilha. Με τους Joel Kinnaman, Gary Oldman, Michael Keaton, Samuel L. Jackson, Abbie Cornish, Jackie Earle Haley, Michael K. Williams, Jay Baruchel, Jennifer Ehle, Marianne Jean-Baptiste
Ο Νόμος του Μέρφυ!
του zerVo (@moviesltd)
Το νοσταλγικό ταξίδεμα στο χρόνο ξεκίνησε από νωρίς, αφού η μοίρα με έστειλε στην ίδια αίθουσα με τότε και με έκατσε σχεδόν στο ίδιο κάθισμα με 27 χρόνια πριν. Άλλες εποχές βέβαια, όταν είχες την δυνατότητα να μπεις στο σινεμά πρώτος και να βγεις τελευταίος, χορταίνοντας το φιλμάκι σου δυο τρεις φορές, περίοδοι που πονήματα σαν και εκείνο του ανατρεπτικού Verhoeven (μαζί με τα μελετημένα sci fi του Cameron) αποτελούσαν εξαίρεση, αλλά και δείγμα για το ποιο ακριβώς είναι το αύριο της φανταστικής Έβδομης Τέχνης. Το 1987 ο υπερβολικά βάναυσος - όπως είχε χαρακτηριστεί από την διαβάθμιση καταλληλότητας - ανθρωποειδής μπάτσος, προέβαλλε μέσα από τις μεταλλικές γκριζομπλέ εικόνες του ένα διόλου απίθανο μέλλον, ορίζοντας συνάμα και την επανάσταση της κίνησης στα 24 καρέ. Το αποψινό ριμέικ, που πραγματικά στέκεται με ευλάβεια μπροστά στο απίθανο ορίτζιναλ, μπορεί να τσεκάρει το νταμάκι της απαίτησης για καταιγιστική δράση, επ ουδενί δεν μπορεί να ντυθεί τον χαρακτήρα του πρωτοποριακού. Στις τρεις δεκαετίες που πέρασαν, το είπαμε, αλλάξαν πολλά...
2028. Διάσταση απόψεων χωρίζει την αμερικάνικη διοίκηση, στην απόφαση που καλείται να πάρει για το αν πρέπει ή όχι να αδειοδοτήσει τις βαρύτατα οπλισμένες, πλην δίχως το παραμικρό συναίσθημα, αστυνομικές μηχανές, ώστε να πάρουν μέρος στην μάχη ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα. Απόρριψη από την Γερουσία που κοστίζει καθημερινά εκατομμύρια δολάρια στον τεχνολογικό κολοσσό της Omnicorp που έχει ξοδέψει χρόνο και χρήμα στην μελέτη των ρομποτικών καταστολέων της βίας. Η ιδέα του εύστροφου ιδιοκτήτη της Ρέιμοντ Σέλλαρς, να τοποθετήσει ανθεκτικά και πανίσχυρα μηχανικά μέλη, σε ένα ανθρώπινο σώμα, διατηρώντας την λογική σκέψη του όντος, θα αποτελέσει πρόκληση για τον κορυφαίο επιστήμονα Ντένετ Νόρτον, που θα βάλει μπροστά το πρότζεκτ, αναζητώντας τον ιδανικό δότη.
Που μετά από έρευνα θα τον εντοπίσει στο πρόσωπο του Άλεξ Μέρφυ, τίμιου αστυνομικού του εγκληματολογικού τμήματος του Ντιτρόιτ, που σε στιγμές γαλήνης θα πέσει θύμα βομβιστικής επίθεσης, οργανωμένης από τους βουτηγμένους στην διαφθορά συναδέλφους του, διακινητών τεραστίων ποσοτήτων οπλικών συστημάτων σε τρομοκράτες. Το διαμελισμένο κορμί του Μέρφυ, θα αποτελέσει πρώτης τάξης βάση για το κτίσιμο του σούπερ αστυνόμου, που πολύ σύντομα θα παρουσιαστεί ως Σωτήρας ενώπιον του ανασφαλούς κοινού. Για εκείνο που δεν είναι προετοιμασμένος κανείς, όμως, είναι πως στην ψυχή του Ρόμποκοπ, θα υπερισχύσει η ανθρωπιά της μηχανής, οδηγώντας τον να ζητήσει εκδίκηση στα πρόσωπα εκείνων που του κατέστρεψαν την ζωή.
Φυσικά για όποιον έχει παρακολουθήσει το μπλοκμπάστερ που τίγκαρε τα ταμεία της πάλαι ποτέ κραταιάς Orion, το πλοτ δεν επιφυλάσσει την παραμικρή έκπληξη, μιας και το ριμέικ βαδίζει βήμα προς βήμα πάνω στις βασικές αρχές του πρωταρχικού σεναρίου. Φυσικά από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο εισβάλλει στον νου του θεατή εκείνο το ζιζάνιο που τον προτρέπει σε συγκρίσεις του χθες με το σήμερα, στέλνοντας στην ζυγαριά τον δίχως σαφή λόγο ύπαρξης εκμοντερνισμό του μύθου, κόντρα στο άρτιο τεχνολογικά και με διαχρονική αξία πρωτότυπο.
Με αποκλίσεις κατά κύριο λόγο στο φόντο - τα άψυχα ρομπότ προς το παρόν υπέχουν ρόλο πεζοναυτών στα αραβικά πεδία των μαχών, δεν υπάρχει ουσιαστική θέση συνεργάτη (αν θυμάσαι τον ρόλο της Nancy Allen), ενώ η φαμίλια παίρνει περισσότερο χρόνο on screen, για να τονίσει το ηθικό υπόβαθρο του λειτουργού του Protect και του Serve - δεν υπάρχουν εκπλήξεις στην ίντριγκα, που κυλά δίχως ανατροπές του γνώριμου καμβά. Η δράση καλά κρατεί από την στιγμή που το τσίγκινο χέρι του Ρόμπο οπλίζεται, σε αιματοβαμμένες σεκάνς βγαλμένες από τα ποιοτικότερα πολεμικά βιντεοπαιχνίδια και σε κυνηγητά στα σοκάκια της Motorcity με μοτοσικλέτες που ξεπηδούν από το Tron. Αν κάτι περιορίζεται σημαντικά στην εκδοχή του Βραζιλιάνου Jose Padilha (διεθνώς αναγνωρισμένου από το Elite Squad, που το πνεύμα του υπάρχει διάχυτο εδώ), είναι το πρόσωπο της βίας, που κατά τι παρουσιάζεται ηπιότερο από εκείνο του δίχως όρια Ολλανδού, αλλά και η πιο διαλλακτική μορφή του Κράτους, σε σχέση με την φασιστική φόρμα που ακολουθούσε στην βερσιόν του 87'.
Μου άρεσε πολύ που άπαντες οι περιφερειακοί χαρακτήρες, όχι μόνο δόθηκαν σε γνώριμους ηθοποιούς, αλλά πιότερο που όλοι τους συντονίστηκαν σε υψηλά επίπεδα φόρμας. Και ο Sam Jackson, που εδώ εμπνευσμένα προσωποποιεί το προβοκατόρικο στυλ των μέσων επικοινωνίας και ο πάντα σπουδαίος Gary Oldman που αποδίδει έξοχα το άβουλο και εντολοδόχο μόρφωμα της επιστήμης και ο επανεμφανισθείς Michael Keaton, ντυμένος στα τζινς του ευφυή Τζομπς, ορίζουν ένα τρίπτυχο που εξάπτει την αρνητική χροιά της ματιάς του θεατή, αφήνοντας πίσω τον ουσιαστικό κακό της ίντριγκας. Όπως άλλωστε άψογα λειτουργούν και τα συμπληρωματικά πρόσωπα του στόρι, είτε με την φοβιστική μουτσούνα του Jackie Earle Haley ως tech genius, είτε με την μισοκωμική του Jay Baruchel ως προμόσιοναλ οργάνου, είτε με την κουκλίστικη της Abbie Cornish ως κυράς Μέρφυ, είτε τέλος με την συνήθως καλοκάγαθη της Jean Baptiste, ως απρόσμενα ανήθικης και βουτηγμένης στην παρανομία τσιφ.
Για πες: Άφησα τελευταίο τον Joel Kinnaman, τον Σουηδό τηλεαστέρα, που εδώ αρματώνεται τις μαύρες κατράμι λαμαρίνες, για να αποδώσει μια από τις θρυλικότερες φιγούρες της ιστορίας του action cinema. Ως απάντηση στην αγριάδα του τζειμσμποντικού Daniel Craig μπορεί να σταθεί ο Σκανδιναβός, ως αήττητος μπάτσος δεν τα πήγε και τόσο καλά, πιθανότατα φοβούμενος την ταυτοποίηση που πάντοτε ακολούθησε, οτιδήποτε κι αν έκανε τον προκάτοχο του Peter Weller. Ευτυχώς για εκείνον το κράνος κάλυψε στο μεγαλύτερο εύρος του φιλμ τα όμορφα πλην ανέκφραστα μάτια του, αφήνοντας εκτεθειμένο το σαγηνευτικό πηγούνι, που ομολογουμένως είναι αρκετό για να καταχωρηθεί ως Robocop διάδοχος. Ελπίζω μετά το θετικό overall ριμπούτ, σε ερμηνευτική του ανάταση στα λογικά επερχόμενα - εκεί κι αν ελπίζω να είναι καλύτερα από τα κάκιστα πρότερα - σίκουελς.
Που μετά από έρευνα θα τον εντοπίσει στο πρόσωπο του Άλεξ Μέρφυ, τίμιου αστυνομικού του εγκληματολογικού τμήματος του Ντιτρόιτ, που σε στιγμές γαλήνης θα πέσει θύμα βομβιστικής επίθεσης, οργανωμένης από τους βουτηγμένους στην διαφθορά συναδέλφους του, διακινητών τεραστίων ποσοτήτων οπλικών συστημάτων σε τρομοκράτες. Το διαμελισμένο κορμί του Μέρφυ, θα αποτελέσει πρώτης τάξης βάση για το κτίσιμο του σούπερ αστυνόμου, που πολύ σύντομα θα παρουσιαστεί ως Σωτήρας ενώπιον του ανασφαλούς κοινού. Για εκείνο που δεν είναι προετοιμασμένος κανείς, όμως, είναι πως στην ψυχή του Ρόμποκοπ, θα υπερισχύσει η ανθρωπιά της μηχανής, οδηγώντας τον να ζητήσει εκδίκηση στα πρόσωπα εκείνων που του κατέστρεψαν την ζωή.
Φυσικά για όποιον έχει παρακολουθήσει το μπλοκμπάστερ που τίγκαρε τα ταμεία της πάλαι ποτέ κραταιάς Orion, το πλοτ δεν επιφυλάσσει την παραμικρή έκπληξη, μιας και το ριμέικ βαδίζει βήμα προς βήμα πάνω στις βασικές αρχές του πρωταρχικού σεναρίου. Φυσικά από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο εισβάλλει στον νου του θεατή εκείνο το ζιζάνιο που τον προτρέπει σε συγκρίσεις του χθες με το σήμερα, στέλνοντας στην ζυγαριά τον δίχως σαφή λόγο ύπαρξης εκμοντερνισμό του μύθου, κόντρα στο άρτιο τεχνολογικά και με διαχρονική αξία πρωτότυπο.
Με αποκλίσεις κατά κύριο λόγο στο φόντο - τα άψυχα ρομπότ προς το παρόν υπέχουν ρόλο πεζοναυτών στα αραβικά πεδία των μαχών, δεν υπάρχει ουσιαστική θέση συνεργάτη (αν θυμάσαι τον ρόλο της Nancy Allen), ενώ η φαμίλια παίρνει περισσότερο χρόνο on screen, για να τονίσει το ηθικό υπόβαθρο του λειτουργού του Protect και του Serve - δεν υπάρχουν εκπλήξεις στην ίντριγκα, που κυλά δίχως ανατροπές του γνώριμου καμβά. Η δράση καλά κρατεί από την στιγμή που το τσίγκινο χέρι του Ρόμπο οπλίζεται, σε αιματοβαμμένες σεκάνς βγαλμένες από τα ποιοτικότερα πολεμικά βιντεοπαιχνίδια και σε κυνηγητά στα σοκάκια της Motorcity με μοτοσικλέτες που ξεπηδούν από το Tron. Αν κάτι περιορίζεται σημαντικά στην εκδοχή του Βραζιλιάνου Jose Padilha (διεθνώς αναγνωρισμένου από το Elite Squad, που το πνεύμα του υπάρχει διάχυτο εδώ), είναι το πρόσωπο της βίας, που κατά τι παρουσιάζεται ηπιότερο από εκείνο του δίχως όρια Ολλανδού, αλλά και η πιο διαλλακτική μορφή του Κράτους, σε σχέση με την φασιστική φόρμα που ακολουθούσε στην βερσιόν του 87'.
Μου άρεσε πολύ που άπαντες οι περιφερειακοί χαρακτήρες, όχι μόνο δόθηκαν σε γνώριμους ηθοποιούς, αλλά πιότερο που όλοι τους συντονίστηκαν σε υψηλά επίπεδα φόρμας. Και ο Sam Jackson, που εδώ εμπνευσμένα προσωποποιεί το προβοκατόρικο στυλ των μέσων επικοινωνίας και ο πάντα σπουδαίος Gary Oldman που αποδίδει έξοχα το άβουλο και εντολοδόχο μόρφωμα της επιστήμης και ο επανεμφανισθείς Michael Keaton, ντυμένος στα τζινς του ευφυή Τζομπς, ορίζουν ένα τρίπτυχο που εξάπτει την αρνητική χροιά της ματιάς του θεατή, αφήνοντας πίσω τον ουσιαστικό κακό της ίντριγκας. Όπως άλλωστε άψογα λειτουργούν και τα συμπληρωματικά πρόσωπα του στόρι, είτε με την φοβιστική μουτσούνα του Jackie Earle Haley ως tech genius, είτε με την μισοκωμική του Jay Baruchel ως προμόσιοναλ οργάνου, είτε με την κουκλίστικη της Abbie Cornish ως κυράς Μέρφυ, είτε τέλος με την συνήθως καλοκάγαθη της Jean Baptiste, ως απρόσμενα ανήθικης και βουτηγμένης στην παρανομία τσιφ.
Για πες: Άφησα τελευταίο τον Joel Kinnaman, τον Σουηδό τηλεαστέρα, που εδώ αρματώνεται τις μαύρες κατράμι λαμαρίνες, για να αποδώσει μια από τις θρυλικότερες φιγούρες της ιστορίας του action cinema. Ως απάντηση στην αγριάδα του τζειμσμποντικού Daniel Craig μπορεί να σταθεί ο Σκανδιναβός, ως αήττητος μπάτσος δεν τα πήγε και τόσο καλά, πιθανότατα φοβούμενος την ταυτοποίηση που πάντοτε ακολούθησε, οτιδήποτε κι αν έκανε τον προκάτοχο του Peter Weller. Ευτυχώς για εκείνον το κράνος κάλυψε στο μεγαλύτερο εύρος του φιλμ τα όμορφα πλην ανέκφραστα μάτια του, αφήνοντας εκτεθειμένο το σαγηνευτικό πηγούνι, που ομολογουμένως είναι αρκετό για να καταχωρηθεί ως Robocop διάδοχος. Ελπίζω μετά το θετικό overall ριμπούτ, σε ερμηνευτική του ανάταση στα λογικά επερχόμενα - εκεί κι αν ελπίζω να είναι καλύτερα από τα κάκιστα πρότερα - σίκουελς.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Φεβρουαρίου 2014 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική