του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Με τους Νίκο Κουρή, Δούκισσα Νομικού, Δημήτρη Καταλειφό, Παύλο Χαϊκάλη, Τάκη Σπυριδάκη, Σταμάτη Φασουλή, Ακύλα Καραζήση, Στάθη Λιβαθινό, Adrian Freiling, Δημήτρη Πιατά, Μάκη Παπαδημητρίου, Λευτέρη Βογιατζή, Νικόλα Χανακούλα
Στο πατάρι! Στο πατάρι!
του zerVo (@moviesltd)
Από μικρό παιδί οι σχέσεις μου με αυτή την γραφική κωμόπολη της κεντρικής Γαλλίας, δεν υπήρξαν και οι καλύτερες. Τι φασαρία ήταν εκείνη που είχε γίνει θυμάμαι, όταν χρησιμοποιώντας ένα γυαλιστερό πολύχρωμο καθίκι της μάνας μου, που το πρόσεχε σαν τα μάτια της, για μπασκέτα, έριχνα σουτάκια στο σαλόνι, μέχρι που πάρτο κάτω κι έγινε χίλια κομμάτια. Limoges έγραφε με μακρόστενη γραμματοσειρά στον πάτο. Πανάκριβο λέει. Μα τα πανάκριβα δεν σπάνε. Ή πως να ξεχάσω εκείνη την νύχτα δακρύων του '93 στο θρυλικό γήπεδο Μπομπλάν, όταν ο Πάσπαλιε πάτησε γραμμή και η τοπική ομάδα όχι μόνο προκρίθηκε αντί του Θρύλου στο Final 4 της Αθήνας, μα πήρε και το τρόπαιο κιόλα. Κι όμως υπάρχει ένας urban legend, που χρυσώνει το χάπι, λέγοντας πως οι ντόπιες γυναίκες της περιοχής, οι αποκαλούμενες Λιμουζίνες, είναι λαμπερές και όμορφες σαν πορσελάνες, φτυστές Μπάρμπι, αναφέρει ο μύθος, τύφλα να έχουν οι Σταρ Ελλάς. Τώρα αν μπορείς κι ευτούνες να τις συνδέσεις με το μπάσκετ και τα καλάθια, χαλάλι σου. Κάτι ξέρεις παραπάνω...
Δώδεκα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, έχει περάσει ο Μάρκος στο Παρίσι. Από φοιτητής ξέμεινε εδώ πέρα, κυνηγώντας το όνειρο του να γίνει συγγραφέας, ακολουθώντας το διάβα των ινδαλμάτων του, του Σάμουελ Μπέκετ, του Φερνάντο Αραμπαλ. Τζίφος όμως. Μερικές σκόρπιες σημειώσεις, ασύνταχτες και δίχως ειρμό φισκάρουν το μπλοκάκι του, ελλείψει εμπνεύσεως. Μέχρι την στιγμή που ο καλός του φίλος, ο Γερμανός Μαξ, θα του γνωρίσει την κουκλίνα Κολέτ, μια αεράτη και φιλελεύθερη Γαλλιδούλα, που θα προτείνει να ταξιδέψουν οι τρεις τους παρέα, οδικώς μέχρι την Ελλάδα, για να γνωριστούν καλύτερα. Ταξίδι που πιθανότατα θα σημάνει και την επιστροφή του εκκολαπτόμενου πεζογράφου στον τόπο του...
Φυσικά θαμπωμένος από τα κάλλη της Λιμουζίνας, ο φιλοσοφημένος Μάρκος, θα νιώσει τα χέρια του να λύνονται και το μολύβι να κυλά με περίσσια άνεση στο χαρτί. Δεν είναι όμως σίγουρος αν πρόκειται πραγματικά για την ονειρεμένη γυναίκα της ζωής του. Άσε που και ο κολλητός, ο κοσμοπολίτης Βερολινέζος την περιτριγυρίζει και αυτό από μόνο του για τις αρχές ενός ανατολίτη, αποτελεί απαράβατο όρο μη δράσης. Η άφιξη του ολοκαίνουργου αμαξιού της ετερόκλητης παρέας, πέριξ της Ακροπόλεως, θα σημαδευτεί από την κλοπή των μπαγκαζιών τους από το όχημα. Και άντε τώρα να εντοπίσεις τις χαμένες βαλίτσες μέσα στο χάος...
Χάος μια φορά κι έναν καιρό βεβαίως, αφού πλέον η πρωτεύουσα, λατρεμένος τόπος δράσης και αναφοράς του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη, δεν έχει την παραμικρή σχέση με εκείνη των πρόσφατων ετών. Η απεικόνιση της εδώ πέρα ορίζεται ουσιαστικά από τις αναμνήσεις του Παναγιωτόπουλου, όπως την θυμάται πολύβουη και μηδενικά φοβισμένη να γεύεται την ηλιόλουστη καλημέρα, κάτω από τον γαλανό ουρανό. Συνδυασμένη με τις θύμησες που μια φορά κι έναν καιρό βίωσε στα φραντσέζικα εδάφη, σε περιόδους επαναστατημένες και στοχαστικές, που στο πέρασμα του χρόνου ιδεολογικά δεν αποδείχτηκαν τίποτα περισσότερο από φούσκες, φουσκάρες, ψεύτικα λόγια και μεγάλα για έναν κόσμο ιδεατό, για μια κοινωνία ισονομίας.
Σε αυτό λοιπόν τον κόσμο, σε μια γωνιά του, κάπου βόσκει κι ένας λαός, οι Έλληνες, που στην θωριά των παλαιότερων - όπως ο δεδομένος οτέρ - είναι πρώτοι στην φιλοσοφία, μαέστροι στην πολυλογία, μάστορες στην παγαποντιά, κορυφαίοι στο τεμπελίκι και βασιλιάδες στο παπατζιλίκι. Τι καλές που ήταν εκείνες οι ημέρες, που λέτε, αγαπητέ, όταν τα πάντα κυλούσαν ήρεμα πάνω στο παραμύθι και τις μεγαλόσχημες ιδέες, με τις τσέπες γεμάτες (ή και μισογεμάτες) το πανηγύρι κρατούσε νυχθημερόν. Πάνε αυτά. Αντίο, όμως. Οι άρχοντες και οι μεγαλοαστοί, γυρίζουν πλέον με το χέρι της ζητιανιάς απλωμένο, προκαλώντας την απορία των Φελίνιδων στο είδος, που σύμφωνα με τα (αναπόδεικτα) λεγόμενα σας, στην μοναδική ρυθμική πράξη της ταινίας, δίδαξαν την Μπρόντγουέι επαιτεία παγκοσμίως.
Ως τρίτομη κομεντί, ορίζεται η Λιμουζίνα, η 16η ταινία του δημιουργού Αυτής της Νύχτας που Μένει και του προφητικού - προ δεκαετίας περίπου, ε? - και ανάγλυφα αληθινού του πονήματος, Delivery. Μια φάση μέσα στην μπρασερί, που το σημειωματάριο γεμίζει στο πλάι σπουδαίων συγγραφέων, μια ακόμη στο Γιουσουρούμ, πάλαι ποτέ εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, που πλέον σπαράζει στις ουρές των συσσιτίων, μια τελειωτική στην παραλιακή Μάνη, που ο Γκρέκος έχει βρει επιτέλους τον εαυτό του, τον σκοπό του, την ψυχή του. Αμφιβάλω. Μόλις η ματιά του αφήσει πίσω την παραδεισένια παραλία κι επιστρέψει στον άστυ, μάλλον η συννεφιά της χρεοκοπημένης θλίψης θα τον συντρίψει πάλι. Λες να την ξανακάνει για τα ξένα? Εκεί είναι το διάβα των καλών, πια. Των νιων, των ικανών και ουχί των γηρασμένων Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που καλά τα λένε τα σοφιστικά τους, πίνοντας το τσιπουράκι τους. Και κατοπινά καλά θα είναι να κλείνονται ερμητικά στο πατάρι μονάχοι τους και να ανακυκλώνουν ιστορίες από τον παλιό εκείνο τον καιρό. Κύριε Παναγιωτόπουλε. Δεν ξέρω αν με πιάνεις...
Για πες: Η παγιδίτσα για την οποία μπορεί να μην είναι προετοιμασμένος ο θεατής, στην πιθανή προαίσθηση πως θα παρακολουθήσει μια μέινστριμ κωμωδία και όχι ένα σκόρπια συρραμμένο παζλ παρεξηγήσεων, έχει ξανθιά θωριά, παραδεισένια μάτια, μαγευτικό χαμόγελο και ορίζει το νάμπερ ουάν του μηδενιστικού τηλεοπτικού κάθε μέρα. Δεν είναι αυτό όμως το Λιμουζίν, για όποιον γνωρίζει το παρελθόν ενός σκηνοθέτη, που μέσα από σκαμπανεβάσματα έχει κτίσει μια πολυετή κι αναγνωρισμένη καριέρα, πάνω στην αλληγορία και το σουρεάλ. Με την μόνη διαφορά πως τώρα το σινεμά απαιτεί φρέσκιες ιδέες, με την κάμερα να τρώει τα μούτρα της στο πιθανό μέλλον και όχι να στέκει παρατηρητικά ακίνητη σε μουχλιασμένα, ντεκαντάνς καφέ, βαρυστομαχιασμένη από τα κόλλυβα του μνημόσυνου μιας πεθαμένης ιλουστρασιόν εποχής...
Φυσικά θαμπωμένος από τα κάλλη της Λιμουζίνας, ο φιλοσοφημένος Μάρκος, θα νιώσει τα χέρια του να λύνονται και το μολύβι να κυλά με περίσσια άνεση στο χαρτί. Δεν είναι όμως σίγουρος αν πρόκειται πραγματικά για την ονειρεμένη γυναίκα της ζωής του. Άσε που και ο κολλητός, ο κοσμοπολίτης Βερολινέζος την περιτριγυρίζει και αυτό από μόνο του για τις αρχές ενός ανατολίτη, αποτελεί απαράβατο όρο μη δράσης. Η άφιξη του ολοκαίνουργου αμαξιού της ετερόκλητης παρέας, πέριξ της Ακροπόλεως, θα σημαδευτεί από την κλοπή των μπαγκαζιών τους από το όχημα. Και άντε τώρα να εντοπίσεις τις χαμένες βαλίτσες μέσα στο χάος...
Χάος μια φορά κι έναν καιρό βεβαίως, αφού πλέον η πρωτεύουσα, λατρεμένος τόπος δράσης και αναφοράς του αναγνωρισμένου σκηνοθέτη, δεν έχει την παραμικρή σχέση με εκείνη των πρόσφατων ετών. Η απεικόνιση της εδώ πέρα ορίζεται ουσιαστικά από τις αναμνήσεις του Παναγιωτόπουλου, όπως την θυμάται πολύβουη και μηδενικά φοβισμένη να γεύεται την ηλιόλουστη καλημέρα, κάτω από τον γαλανό ουρανό. Συνδυασμένη με τις θύμησες που μια φορά κι έναν καιρό βίωσε στα φραντσέζικα εδάφη, σε περιόδους επαναστατημένες και στοχαστικές, που στο πέρασμα του χρόνου ιδεολογικά δεν αποδείχτηκαν τίποτα περισσότερο από φούσκες, φουσκάρες, ψεύτικα λόγια και μεγάλα για έναν κόσμο ιδεατό, για μια κοινωνία ισονομίας.
Σε αυτό λοιπόν τον κόσμο, σε μια γωνιά του, κάπου βόσκει κι ένας λαός, οι Έλληνες, που στην θωριά των παλαιότερων - όπως ο δεδομένος οτέρ - είναι πρώτοι στην φιλοσοφία, μαέστροι στην πολυλογία, μάστορες στην παγαποντιά, κορυφαίοι στο τεμπελίκι και βασιλιάδες στο παπατζιλίκι. Τι καλές που ήταν εκείνες οι ημέρες, που λέτε, αγαπητέ, όταν τα πάντα κυλούσαν ήρεμα πάνω στο παραμύθι και τις μεγαλόσχημες ιδέες, με τις τσέπες γεμάτες (ή και μισογεμάτες) το πανηγύρι κρατούσε νυχθημερόν. Πάνε αυτά. Αντίο, όμως. Οι άρχοντες και οι μεγαλοαστοί, γυρίζουν πλέον με το χέρι της ζητιανιάς απλωμένο, προκαλώντας την απορία των Φελίνιδων στο είδος, που σύμφωνα με τα (αναπόδεικτα) λεγόμενα σας, στην μοναδική ρυθμική πράξη της ταινίας, δίδαξαν την Μπρόντγουέι επαιτεία παγκοσμίως.
Ως τρίτομη κομεντί, ορίζεται η Λιμουζίνα, η 16η ταινία του δημιουργού Αυτής της Νύχτας που Μένει και του προφητικού - προ δεκαετίας περίπου, ε? - και ανάγλυφα αληθινού του πονήματος, Delivery. Μια φάση μέσα στην μπρασερί, που το σημειωματάριο γεμίζει στο πλάι σπουδαίων συγγραφέων, μια ακόμη στο Γιουσουρούμ, πάλαι ποτέ εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, που πλέον σπαράζει στις ουρές των συσσιτίων, μια τελειωτική στην παραλιακή Μάνη, που ο Γκρέκος έχει βρει επιτέλους τον εαυτό του, τον σκοπό του, την ψυχή του. Αμφιβάλω. Μόλις η ματιά του αφήσει πίσω την παραδεισένια παραλία κι επιστρέψει στον άστυ, μάλλον η συννεφιά της χρεοκοπημένης θλίψης θα τον συντρίψει πάλι. Λες να την ξανακάνει για τα ξένα? Εκεί είναι το διάβα των καλών, πια. Των νιων, των ικανών και ουχί των γηρασμένων Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που καλά τα λένε τα σοφιστικά τους, πίνοντας το τσιπουράκι τους. Και κατοπινά καλά θα είναι να κλείνονται ερμητικά στο πατάρι μονάχοι τους και να ανακυκλώνουν ιστορίες από τον παλιό εκείνο τον καιρό. Κύριε Παναγιωτόπουλε. Δεν ξέρω αν με πιάνεις...
Για πες: Η παγιδίτσα για την οποία μπορεί να μην είναι προετοιμασμένος ο θεατής, στην πιθανή προαίσθηση πως θα παρακολουθήσει μια μέινστριμ κωμωδία και όχι ένα σκόρπια συρραμμένο παζλ παρεξηγήσεων, έχει ξανθιά θωριά, παραδεισένια μάτια, μαγευτικό χαμόγελο και ορίζει το νάμπερ ουάν του μηδενιστικού τηλεοπτικού κάθε μέρα. Δεν είναι αυτό όμως το Λιμουζίν, για όποιον γνωρίζει το παρελθόν ενός σκηνοθέτη, που μέσα από σκαμπανεβάσματα έχει κτίσει μια πολυετή κι αναγνωρισμένη καριέρα, πάνω στην αλληγορία και το σουρεάλ. Με την μόνη διαφορά πως τώρα το σινεμά απαιτεί φρέσκιες ιδέες, με την κάμερα να τρώει τα μούτρα της στο πιθανό μέλλον και όχι να στέκει παρατηρητικά ακίνητη σε μουχλιασμένα, ντεκαντάνς καφέ, βαρυστομαχιασμένη από τα κόλλυβα του μνημόσυνου μιας πεθαμένης ιλουστρασιόν εποχής...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Ιανουαρίου 2014 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική