του John Lee Hancock. Με τους Emma Thompson, Tom Hanks, Colin Farrell, Ruth Wilson, Paul Giamatti, Rachel Griffiths, Bradley Whitford, Jason Schwartzman, B. J. Novak, Kathy Baker
Saving Uncle Walt
του gaRis (@takisgaris)
Τάγραψα κι αντιπροχθές στο χαιρετισμό του Frozen πως φέτο είναι η χρονιά του ποντικιού που βρυχάται. Ο Θείος Ουώλτ Ντίσνευ μας έχει αφήσει πλέον κοντά μισό αιώνα, περίπου όσο δηλαδή και η πρώτη έξοδος του στούντιο στα feature φιλμς, εξόν της animation στρατόσφαιρας, όπου o Μίκυ Μάους και η απειράριθμη παρέα του, χαρακτήρες - ρίποφφς από κλασικά, μα άγνωστοι στο αμερικάνικο πόπολο διασκευάστηκαν για να ξεπουλήσουν στα θεματικά πάρκα της Ντίσνευλάντ για πολλές δεκαετίες τώρα. Ήταν 1964, όταν οι εικονικοί πιγκουίνοι χόρεψαν τη Μαίρη Πόππινς στα όσκαρς, αποσπώντας 13 υποψηφιότητες και πέντε νίκες, μεταξύ των οποίων και για τον πρώτο γυναικείο ρόλο στη Julie Andrews. Supercalifragilisticexpialidocious σαφέστατα, όμως όσο κι αν ο αρχιμελούρας John Lee Hancock (The Blind Side, Alamo, The Rookie) πασχίζει να πείσει πως η ταινία αποτελεί ένα μίνι biopic της συγγραφέως Pamela L. Travers, το πράμα ζέχνει μαλλί της γριάς από μακριά πως κατουσίαν έχουμε ένα πρώτης τάξεως λιβάνισμα του - άγνωστο γιατί - απόντος διαχρονικά από το βιογραφικό πανί, απόλυτου ρέκορντμαν στην ιστορία του θεσμού των όσκαρς (51 υποψηφιότητες - 22 νίκες + 4 τιμητικές βραβεύσεις).
Η πραγματική Τράβερς, πετυχημένη ήδη από τα μέσα του ’30 όταν και πρωτοεκδόθηκε η Πόππινς, γεννήθηκε στο λυκόφως του 19ου αιώνα στην Αυστραλία για να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αγγλία. Μελέτησε Ινδιάνικες φυλές, δίδαξε στο Χάρβαρντ, ήταν μια δραστήρια μπάισέξουαλ με τον αέρα της ικανής μπίσνες γούμαν. Το έψησε το σκουμπρί στα χείλη του Ντίσνευ ωσότου να υπογράψει την παραχώρηση δικαιωμάτων διασκευής της Πόππινς από το τήμ του λατρεμένου Μιζουρίτη, όμως δεν ήταν καθόλου η στριμμένη, ανέραστη γεροντοκόρη, όσο εξαιρετικά κι αν την ενσαρκώνει η βετεράνα Emma Thompson, σε μια παραλλαγή της επιτυχημένης μανιέρας μιας συναδέλφισσας της Πόππινς, της Nanny McPhee. Ούτε ο συμπαθέστερος ηθοποιός του πλανήτη, Tom Hanks έχει κάποια εμφανισιακή ομοιότητα με τον Ουόλτ πέρα το ποντικομούστακο –κατατεθέν και την φράντζα πλάγια αριστερά. Ο μανιώδης (βλ. καρκίνο του πνεύμονα) καπνιστής Ντίσνεη δεν εμφανίζεται να καπνίζει εδώ, ενώ στη σκηνή περιήγησής του με την Παμ Τράβερς στο Πάρκο μοιράζει σωρεία προϋπογεγραμμένων καρτών στους φανς δίνοντας την αίσθηση ότι ζούμε το απόλυτο ινφομέρσαλ.
Είναι να μη τις απεχθάνεται τις αμερικανιές η κυρία; Οι λέξεις μιούζικαλ, κινούμενα σχέδια και Dick Van Dyck ήταν no-no που εντέλει κάμφθηκαν διότι τη δόξα πολλοί εμίσησαν… (και τούμπαλιν). Ο Hancock ζαλίζει το θέμα με συνεχή πέρα-δώθε μεταξύ Αυστραλίας και Ντίσνευ στούντιος, σε μια παιδαριώδη εξόρμηση να εξηγήσει το πώς και το τι εν είδει κλειδαρότρυπας με κύρια επωδό ότι ο χαρακτήρας του Κυρίου Μπάνκς είναι το άλτερ έγκο του πατέρα Τράβερς, μέθυσου υπαλλήλου τραπεζών (o συμπαθής μα όχι πειστικός Colin Farrell) που πέθανε φυματικός, αφήνοντας ανεπούλωτα τραύματα στην κορούλα - συγγραφέα. Η στακάτη, ακριβής και τεχνικά εξεζητημένη ερμηνεία της Thompson δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για οσκαρική πεντάδα, ενώ ο Hanks, σχεδόν σίγουρος για το Captain Phillips, επωμίζεται με κομψότητα τον άχαρο ρόλο της αγιοποιημένης καρικατούρας του Θείου Ουώλτ. Ο Paul Giamatti, ως απλοϊκός σωφέρ της κυρίας Τράβερς, πετά έξτρα κύβους ζάχαρης σε μια ήδη γλυκερή αφήγηση που θαυμαστά απογειώνεται μόλις στο τελευταίο εικοσάλεπτο, όπου ο φακός επιτέλους αφοσιώνεται στον κορμό της ιστορίας: Η αιώνια μάχη ενός δημιουργού με τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο και πως το τελικό αποτέλεσμα γίνεται προϊόν επίπονου συμβιβασμού.
Για πες: Φυσικά και η Mary Poppins δεν άρεσε καθόλου στην Travers. Ο Disney όμως πέτυχε το σκοπό του, καθώς η ταινία έπιασε το ιστορικό ρεκόρ των $100Μ και παρά τρίχα να πάρει την οσκαρική δόξα από το μια κλάση ανώτερο My Fair Lady του George Kuckor. Το Saving Mr. Banks μοιάζει να έχει φτιαχτεί στη λογική να αποκαταστήσει την Πόππινς στο πανηγυρικό της ιωβηλαίο, θωπεύοντας το συντηρητικό γούστο των πρεσβυτέρων μελών της Ακαδημίας, που τότε (1964) πρέπει να ήταν ξεπεταρούδια. Χωρά στην εννιάδα - δεκάδα των καλυτέρων ταινιών αυτό το πετιμέζι; Δυστυχώς, αμφισβητητί!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιανουαρίου 2014 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική