του Felix Van Groeningen. Με τους Veerle Baetens, Johan Heldenbergh, Nell Cattrysse
Διαλυμένα μισοφέγγαρα
του zerVo (@moviesltd)
Κύκλος της αγάπης, κύκλος του έρωτα, κύκλος της φαμίλιας. Κύκλος των δυσπρόσιτων ονείρων, κύκλος της ζητούμενης διακαώς ευτυχίας, κύκλος της αγνοούμενης πίστης, κύκλος της αδιόρατης θρησκείας. Κύκλος της ζωής. Με την μεταλλική του μύτη να ματώνει το κέντρο, την καρδιά, ο διαβήτης παίρνει ομοαξονικές γυροβολιές, για να σχηματίσει την ολοκλήρωση, το τέλος να συναντήσει την έναρξη και να φτάσει ο λυτρωμός, να συμπληρωθεί το ουτοπικό ζητούμενο. Τι βασανιστική που είναι η μοίρα όμως, σφεντονίζει από μόνη της μια δηλητηριασμένη διχοτόμο και όλες οι τσακισμένες μολυβιές σκορπούν στον αέρα, διαλυμένα μισοφέγγαρα, απότομα ραγισμένα μονόδρομα διανύσματα, που σημαίνουν την πρόωρη έλευση του φινάλε. Και τότε τα κυρτώματα αρχίζουν να ισιώνουν επικίνδυνα, γίνονται ευθείες, δίχως παλμό, χωρίς σφυγμό. Κι εσύ είσαι ένας ζωντανός - flatliner - νεκρός...
Φανατικός λάτρης της Αμερικής και του dream που πάντα διατηρεί ζωντανό στην ψυχή του είναι ο Ντιντιέ, μπάντζο οργανοπαίκτης, που στα περίχωρα της Βέλγικης υπαίθρου, έχει φτιάξει τον δικό του παράδεισο, ένα ημιτελές ράντσο, που διαβιώνει σε συνθήκες Γιάνκικης επαρχίας. Αναζητώντας τραγουδίστρια για το επιτυχημένο στα στενά όρια της περιοχής του, κάντρι συγκρότημα του, θα ανακαλύψει την καλλίφωνη Ελίζ, καλλιτέχνιδα τατουάζ, που όλες τις αναμνήσεις της ζωής της, τις έχει στιγματίσει ανεξίτηλα στο δέρμα της. Γνωριμία που θα εξελιχθεί σε μια φλογερή σχέση που θα πλημμυρίσει με πάθος το μοναχικό τροχόσπιτο στην μέση του αγροκτήματος, την ερωτική φωλιά - στέγη των φωτεινών φιλοδοξιών τους. Η έλευση της μικρής τους κόρης, θα αποτελέσει, όπως πιστεύουν, την κορώνα της λιτής περιουσίας τους...
...όλα αυτά όμως επτά χρόνια πριν. Τώρα πλέον μισογκρεμισμένα ράκη, περιφέρονται από γωνιά σε γωνιά του νοσοκομειακού δωματίου, εκεί που νοσηλεύεται η μονάκριβη τους Μέιμπελ, που δίνει σθεναρή και παλικαρίσια μάχη ενάντια στην επιθετική λευχαιμία. Με τις ελπίδες να λιγοστεύουν, καθώς η μία μετά την άλλη οι θεραπείες αποτυγχάνουν να σβήσουν το κακό, οι δυο ταλαιπωρημένοι από την δοκιμασία γονείς, δεν δείχνουν προετοιμασμένοι για τον επίλογο της συμφοράς που τους έχει κτυπήσει.
Ο οποίος λαμβάνει χώρα λίγα μόλις λεπτά πριν την λήξη του πρώτου μισού της ταινίας, ουσιαστικά τερματίζοντας τον οποιοδήποτε λόγο ύπαρξης περαιτέρω φιλμ, αλλά και την όποια θέληση του θεατή να αντικρίσει τις εικόνες που επακολουθούν. Δυστυχώς, αυτή είναι η κυνική πραγματικότητα για το μελόδραμα που υπογράφει ο Φλαμανδός Felix Van Groeningen, που θέτοντας στο επίκεντρο της ιστορίας του, το πλέον σπαραχτικό σεναριακό στιγμιότυπο - που κανείς δεν επιθυμεί να αντικρίσει, ούτε στα ψέματα του εκράν - δεν δικαιούται να ζητήσει από τον αναγνώστη του, να υπομείνει το ψυχικό βασανιστήριο μέχρι την πτώση των credits.
Άδικα θέλεις? Θα συμφωνήσω μιας και ως φιλμικό πόνημα το The Βroken Circle Βreakdown είναι απόλυτα ολοκληρωμένο. Ακόμη κι αν μιλάμε για την απόλυτα ετερόκλητη θεματική ιδέα, της τοποθέτησης δηλαδή της χαριτωμένης και παλμικής σε βαθμό να κουνάς στο τέμπο της, το πόδι κάτω από το κάθισμα, μπλούγκρας πραγματικότητας, στο επίκεντρο μιας αδιάφορης, μουντής και συννεφιασμένης κεντροευρωπαικής χώρας, η μέθοδος που χειρίζεται ο Βέλγος κάμερα και αφήγηση μοιάζει ευρηματικός. Με ντοκιμαντερίστικη διάθεση, κινούμενο ντίτζιταλ καταγραφέα και διαρκή, ανεξέλεγκτης χροιάς χρονικά πέρα δώθε, η υπόθεση ανεβάζει επίπεδα συγκινησιακής φόρτισης, μέχρι που στην θωριά του λευκού φερέτρου λήγουν τα πάντα. Το τι να περιμένεις έκτοτε δεν βλέπω τι νόημα μπορεί να έχει, αν ο γενειοφόρος γίγαντας Ντιντιέ (απίθανη ερμηνεία από τον Johan Heldenbergh) και η ελκυστική Ελίζ (η ζωγραφισμένη παντού Veerle Baetens) καταφέρουν ποτέ τους να ορθοποδήσουν. και δεν νομίζω να νοιάζει και κανέναν. Δεν ξέρω αν ο δημιουργός εκτίμησε ως ακραία την πρόωρη τελεία που έβαλε στο στόρι του, δεν πιστεύω με τίποτα όμως πως βάση των δεδομένων απέχει έστω και μισό πόντο από μια τέτοια ενδεχόμενη συνέχεια και ολοκλήρωση.
Για πες: Που σφύζει από συμβολισμούς κατάρρευσης προσδοκιών, θελήσεων και ονείρων. Οι Walk The Line νότες, που συνοδεύουν τα γεμάτα νοήματα πίστης λόγια, συνθλίβονται κάτω από την πίεση του Θεϊκού αστείου. Είναι άλλωστε και η μοναδική φορά που κανείς μπορεί με άνεση να στρέψει το βλέμμα στον ουρανό και να ουρλιάξει με όση δύναμη του απομένει: Άσε ρε Μεγάλε. Δεν υπάρχεις!
...όλα αυτά όμως επτά χρόνια πριν. Τώρα πλέον μισογκρεμισμένα ράκη, περιφέρονται από γωνιά σε γωνιά του νοσοκομειακού δωματίου, εκεί που νοσηλεύεται η μονάκριβη τους Μέιμπελ, που δίνει σθεναρή και παλικαρίσια μάχη ενάντια στην επιθετική λευχαιμία. Με τις ελπίδες να λιγοστεύουν, καθώς η μία μετά την άλλη οι θεραπείες αποτυγχάνουν να σβήσουν το κακό, οι δυο ταλαιπωρημένοι από την δοκιμασία γονείς, δεν δείχνουν προετοιμασμένοι για τον επίλογο της συμφοράς που τους έχει κτυπήσει.
Ο οποίος λαμβάνει χώρα λίγα μόλις λεπτά πριν την λήξη του πρώτου μισού της ταινίας, ουσιαστικά τερματίζοντας τον οποιοδήποτε λόγο ύπαρξης περαιτέρω φιλμ, αλλά και την όποια θέληση του θεατή να αντικρίσει τις εικόνες που επακολουθούν. Δυστυχώς, αυτή είναι η κυνική πραγματικότητα για το μελόδραμα που υπογράφει ο Φλαμανδός Felix Van Groeningen, που θέτοντας στο επίκεντρο της ιστορίας του, το πλέον σπαραχτικό σεναριακό στιγμιότυπο - που κανείς δεν επιθυμεί να αντικρίσει, ούτε στα ψέματα του εκράν - δεν δικαιούται να ζητήσει από τον αναγνώστη του, να υπομείνει το ψυχικό βασανιστήριο μέχρι την πτώση των credits.
Άδικα θέλεις? Θα συμφωνήσω μιας και ως φιλμικό πόνημα το The Βroken Circle Βreakdown είναι απόλυτα ολοκληρωμένο. Ακόμη κι αν μιλάμε για την απόλυτα ετερόκλητη θεματική ιδέα, της τοποθέτησης δηλαδή της χαριτωμένης και παλμικής σε βαθμό να κουνάς στο τέμπο της, το πόδι κάτω από το κάθισμα, μπλούγκρας πραγματικότητας, στο επίκεντρο μιας αδιάφορης, μουντής και συννεφιασμένης κεντροευρωπαικής χώρας, η μέθοδος που χειρίζεται ο Βέλγος κάμερα και αφήγηση μοιάζει ευρηματικός. Με ντοκιμαντερίστικη διάθεση, κινούμενο ντίτζιταλ καταγραφέα και διαρκή, ανεξέλεγκτης χροιάς χρονικά πέρα δώθε, η υπόθεση ανεβάζει επίπεδα συγκινησιακής φόρτισης, μέχρι που στην θωριά του λευκού φερέτρου λήγουν τα πάντα. Το τι να περιμένεις έκτοτε δεν βλέπω τι νόημα μπορεί να έχει, αν ο γενειοφόρος γίγαντας Ντιντιέ (απίθανη ερμηνεία από τον Johan Heldenbergh) και η ελκυστική Ελίζ (η ζωγραφισμένη παντού Veerle Baetens) καταφέρουν ποτέ τους να ορθοποδήσουν. και δεν νομίζω να νοιάζει και κανέναν. Δεν ξέρω αν ο δημιουργός εκτίμησε ως ακραία την πρόωρη τελεία που έβαλε στο στόρι του, δεν πιστεύω με τίποτα όμως πως βάση των δεδομένων απέχει έστω και μισό πόντο από μια τέτοια ενδεχόμενη συνέχεια και ολοκλήρωση.
Για πες: Που σφύζει από συμβολισμούς κατάρρευσης προσδοκιών, θελήσεων και ονείρων. Οι Walk The Line νότες, που συνοδεύουν τα γεμάτα νοήματα πίστης λόγια, συνθλίβονται κάτω από την πίεση του Θεϊκού αστείου. Είναι άλλωστε και η μοναδική φορά που κανείς μπορεί με άνεση να στρέψει το βλέμμα στον ουρανό και να ουρλιάξει με όση δύναμη του απομένει: Άσε ρε Μεγάλε. Δεν υπάρχεις!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 28 Νοεμβρίου 2013 από την Seven / Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική