των Rob Epstein, Jeffrey Friedman. Με τους Amanda Seyfried, Peter Sarsgaard, Sharon Stone, Robert Patrick, Juno Temple, Chris Noth, Bobby Cannavale, Hank Azaria, Adam Brody
Δίχως πειθώ Τροπάριο
του zerVo (@moviesltd)
Γενικά δεν είμαι δύσπιστος άνθρωπος, αλλά πρέπει να ομολογήσω πως σε αυτή την υπόθεση κάτι δεν μου πηγαίνει καλά, σε ότι αφορά κατά βάση την μεταμόρφωση του κεντρικού της προσώπου σε ισοδύναμο της Κασσιανής. Άποψη που ενισχύει ακόμη περισσότερο μία από τις φράσεις που συνήθως συνοδεύουν τις φιλμικές βιογραφίες στον επίλογο τους: "Η ταινία θρύλος υπολογίζεται πως απέφερε περισσότερα από 600 εκατομμύρια δολάρια. Η πρωταγωνίστρια της αμείφθηκε με μόλις 1250..." Συνεπώς εκεί είναι όλο το ζουμί, η ταμπακιέρα που λέμε για να μην πάρει κανείς ούτε την πορεία - καλλιτεχνική τε και ακτιβιστική - της μακαρίτισσας Boreman στα σοβαρά, ούτε το παρόν πόνημα ως αληθινό biopic (που δεν είναι) αντιθέτως μπορεί άνετα να το δει ως ένα μακροσκελές προωθητικό βίντεο κλιπ, όλων εκείνων των εξαίρετης δράσης μη κερδοσκοπικών δικτύων, που καταφεύγουν κακοποιημένες γυναίκες, που ούτε χλιδή έχουν βιώσει, ούτε στο Playboy έχουν ποζάρει, ούτε έχουν θυσιάσει νιάτα και περηφάνια στον βωμό της Ντόλτσε Βίτα...
Κόρη καριερίστα αστυνομικού και Καθολικής θρησκόληπτης νοικοκυράς, είναι η Λίντα, μια εικοσάχρονη κοπέλα, που η ζωή της, σε αντίθεση με το βαριεστημένο περιβάλλον της Φλόριντα που μεγαλώνει, είναι γεμάτη περιπέτειες. Έχοντας φέρει στον κόσμο ήδη ένα εξώγαμο, που έχει παραδώσει για υιοθεσία, ονειρεύεται το πως θα καταφέρει να αποδράσει από τα αποπνιχτικά πλαίσια της συντηρητικής και ηθικοπλαστικής της φαμίλιας. Η γνωριμία της με τον ανοιχτόμυαλο και ελευθερίων ηθών Τσακ Τρέινορ, τον άντρα που θα ερωτευτεί και πολύ σύντομα θα παντρευτεί, θα της δώσει την ευκαιρία που ζητούσε για να ανοίξει τα πανιά της για την Νέα Υόρκη. Εκεί που ποτέ δεν φανταζόταν (?) την εκτόξευση της δημοτικότητας που της επιφύλασσε το πανίσχυρο στις αρχές των 70s Αμερικάνικο Όνειρο...
Η συνέχεια της λίγο έως πολύ είναι γνωστή ακόμη και στον πιο αδαή, που ακούει το όνομα Λάβλεϊς, αρτιστικό ψευδώνυμο που της κότσαραν οι πατρόνοι της πορνοβιομηχανίας καθώς εκείνη δεχόταν, κατόπιν παρότρυνσης του τσοντόβιου (το ένα δεδομένο) αγά της, να πρωταγωνιστήσει στο Deep Throat, το φιλμ που θα γραφόταν με τα πιο χρυσά γράμματα στην Βίβλο του (αυστηρά) ενήλικου σινεμά. Το Βαθύ Λαρύγγι, μια από τις πρώτες hardcore ερωτικές δημιουργίες με σενάριο, από τα χέρια του δαιμόνιου Τζέραρντ Νταμιάνο, ουσιαστικά άλλαξε την πορεία του ερωτικού κινηματογράφου, που από τα ερασιτεχνικά reels των Σούπερ 8, περνά πλέον στο σελιλόιντ, τιγκάροντας με πρασινάδα τις τσέπες των μαφιόζικης συμπεριφοράς (το δεύτερο σαφές element) παραγωγών. Και ουχί, πες, προαγωγών...
Η ταχύτατη άνοδος στο σταρικό στερέωμα για την άμαθη Λίντα, όμως, θα επιφέρει μια ανάλογου κρότου θεαματική πτώση, που όπως η ίδια υποστηρίζει, περνώντας μάλιστα τον εαυτό της την δοκιμασία του αλάνθαστου (???) ανακριτή της αλήθειας, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην βάναυση, βίαιη, αποτρόπαια και στυγνά εκμεταλλευτική συμπεριφορά του συμβίου της, που μόνο από κοψιά να τον δεις, εύκολα αντιλαμβάνεσαι το βρωμερό ποιόν του. Το σενάριο της ζωής της Lovelace - και συνεπώς και της βιογραφίας της - έχει όμως αμέτρητες τρύπες, κενά και εύλογα ερωτηματικά για να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτό. Με πιο βασικό, το αν τα φράγκα που τσέπωσε για τις on camera στοματικές της ικανότητες η σούπερ σταρ, ήταν κατά κάποιες μυριάδες περισσότερα, θα εμφανιζόταν ποτέ μετανιωμένη, χαμηλοβλεπούσα, με ίσιο μαλλάκι και γυαλάκια ταπεινής γραμματέως με την Αγιά Γραφή (λέγε με και Ordeal) της ανά χείρας, να διακηρύσσει τα δικαιώματα των μελανιασμένων από των οργή των κύρηδων τους, γυναικών?
Ρητορική η απορία, που δεν δύναται να απαντήσει ουδείς, πόσο μάλλον η σκηνοθετική δυάδα που ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια από τις πιο συζητημένες πορείες ζωής στην μεγάλη οθόνη. Ως έμπειροι ντοκιμαντερίστες οι Epstein και Friedman, τεχνικά και προοπτικά μια χαρά έστησαν τον φακό τους παρακολουθώντας την ηρωίδα τους, που δεν λείπει από σχεδόν κανένα πλάνο της αφήγησης τους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο συνολικά, εφόσον δεν μιλάμε για docuδράμα, αλλά για μια ολοκληρωμένη μυθοπλασία που τυγχάνει στο επίκεντρο της διαθέτει μια διάσημη προσωπικότητα. Μπερδεμένοι - ίσως - και οι ίδιοι για το ποια είναι η αλήθεια, χρησιμοποιούν μια απίστευτη μέθοδο αφήγησης, που ναι μεν στο πρώτο μέρος κινείται απόλυτα γραμμικά (η βιογραφία όπως την ξέρει ο πολύς κόσμος) στο δεύτερο όμως με αφετηρία την ομολογία της Λάβλεϊς στον ανακριτή, έξι χρόνια μετά τον πάταγο του Deep Throat, αναπαράγεται μέσω deja vu φλασμπάκς η βγαλμένη μέσα από τα προσωπικά βιώματα άποψη της γυναίκας (πλέον) Λίντα. Που φυσικά υψώνοντας στον επίλογο της την φεμινιστική Παντιέρα Ρόσα, θα πάρει με το μέρος της όλες τις ευαίσθητες ματιές, που στην σατανική όψη του Τρέινορ, διακρίνουν ψήγματα παρελθούσης, παρούσης ή μελλοντικής ανάρμοστης συμπεριφοράς του δικού τους αντρός.
Ακόμη και κινούμενο σε αυτό το απίθανα ασύμμετρο τέμπο (χαρακτηριστικό πως η ταινία ξεκινά σε χαρακτηριστικούς disco παλμούς της εποχής για να κλείσει με την συνοδεία θλιβερού αντάτζο) εντούτοις γίνεται εύπεπτα αποδεκτό από τον λήπτη του, ακόμη κι αν εκείνος παραξενεύεται με την σεναριακή μεταστροφή του ημιχρονίου. Θα ήταν ουτοπικό να συζητήσει κανείς για έμπνευση PT Anderson στο κτίσιμο της πολύχρωμης Boogie Nights αισθητικής, εκτιμώ πως και ο μέτριος προϋπολογισμός της Millenium δεν βοήθησε σε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως βοηθά τα μέγιστα η παρουσία γνωστών προσωπικοτήτων σε κάθε ρόλο που παρελαύνει από την σκηνή, άλλοτε με πολύ καλό αποτέλεσμα (οι Robert Patrick και Sharon Stone ξεχωρίζουν εύκολα συγκινησιακά ως περιοριστικοί γονείς), άλλοτε με πιο επίπεδο (o Chris Noth δύσκολα θα ξεπεράσει ποτέ του τον ατσαλάκωτο Μίστερ Μπιγκ) και άλλοτε με σχεδόν καταστροφικό (ο Sarsgaard δεν είναι απλά κακός ηθοποιός, δεν είναι καν).
Για πες: Η ξανθούλα - καστανή εδώ - Amanda Seyfried μέσα από το προβοκατόρικο του ρόλου που κλήθηκε να ερμηνεύσει, είχε πραγματικά μια δυνατή ευκαιρία καριέρας. Το ότι η άφοβη πιτσιρίκα ακόμη θα θεωρείται από τον μέσο σινεφίλ, ως το αστείο κοριτσάκι του Mamma Mia, σημαίνει αυτόματα πως δεν πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της. Ακόμη και με έντεχνα υποβαθμισμένα τα στοιχεία της ομορφάδας της, η πρασινομάτα, είναι αμέτρητες βαθμίδες ευειδέστερη από την βλαχαδερής κοψιάς Λάβλεϊς, ενώ παρότι το θέμα σηκώνει πολλή γυμνή σάρκα, εντούτοις δεν είναι αποκαλυπτικότερη της Chloe για παράδειγμα. Προσπαθεί είναι η αλήθεια με σκέρτσο, νάζι, μα όχι πειστική θωριά να φέρει εις πέρας την αποστολή, κάτι που μισοκατορθώνει αν θεωρήσουμε το Lovelace ως ένα μέσου βεληνεκούς κοινωνικό δράμα (που είναι) και όχι ως bio ενός προσώπου που για ένα φεγγάρι συντάραξε με την δική του μέθοδο τα κινηματογραφικά ύδατα...
Η συνέχεια της λίγο έως πολύ είναι γνωστή ακόμη και στον πιο αδαή, που ακούει το όνομα Λάβλεϊς, αρτιστικό ψευδώνυμο που της κότσαραν οι πατρόνοι της πορνοβιομηχανίας καθώς εκείνη δεχόταν, κατόπιν παρότρυνσης του τσοντόβιου (το ένα δεδομένο) αγά της, να πρωταγωνιστήσει στο Deep Throat, το φιλμ που θα γραφόταν με τα πιο χρυσά γράμματα στην Βίβλο του (αυστηρά) ενήλικου σινεμά. Το Βαθύ Λαρύγγι, μια από τις πρώτες hardcore ερωτικές δημιουργίες με σενάριο, από τα χέρια του δαιμόνιου Τζέραρντ Νταμιάνο, ουσιαστικά άλλαξε την πορεία του ερωτικού κινηματογράφου, που από τα ερασιτεχνικά reels των Σούπερ 8, περνά πλέον στο σελιλόιντ, τιγκάροντας με πρασινάδα τις τσέπες των μαφιόζικης συμπεριφοράς (το δεύτερο σαφές element) παραγωγών. Και ουχί, πες, προαγωγών...
Η ταχύτατη άνοδος στο σταρικό στερέωμα για την άμαθη Λίντα, όμως, θα επιφέρει μια ανάλογου κρότου θεαματική πτώση, που όπως η ίδια υποστηρίζει, περνώντας μάλιστα τον εαυτό της την δοκιμασία του αλάνθαστου (???) ανακριτή της αλήθειας, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην βάναυση, βίαιη, αποτρόπαια και στυγνά εκμεταλλευτική συμπεριφορά του συμβίου της, που μόνο από κοψιά να τον δεις, εύκολα αντιλαμβάνεσαι το βρωμερό ποιόν του. Το σενάριο της ζωής της Lovelace - και συνεπώς και της βιογραφίας της - έχει όμως αμέτρητες τρύπες, κενά και εύλογα ερωτηματικά για να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτό. Με πιο βασικό, το αν τα φράγκα που τσέπωσε για τις on camera στοματικές της ικανότητες η σούπερ σταρ, ήταν κατά κάποιες μυριάδες περισσότερα, θα εμφανιζόταν ποτέ μετανιωμένη, χαμηλοβλεπούσα, με ίσιο μαλλάκι και γυαλάκια ταπεινής γραμματέως με την Αγιά Γραφή (λέγε με και Ordeal) της ανά χείρας, να διακηρύσσει τα δικαιώματα των μελανιασμένων από των οργή των κύρηδων τους, γυναικών?
Ρητορική η απορία, που δεν δύναται να απαντήσει ουδείς, πόσο μάλλον η σκηνοθετική δυάδα που ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια από τις πιο συζητημένες πορείες ζωής στην μεγάλη οθόνη. Ως έμπειροι ντοκιμαντερίστες οι Epstein και Friedman, τεχνικά και προοπτικά μια χαρά έστησαν τον φακό τους παρακολουθώντας την ηρωίδα τους, που δεν λείπει από σχεδόν κανένα πλάνο της αφήγησης τους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο συνολικά, εφόσον δεν μιλάμε για docuδράμα, αλλά για μια ολοκληρωμένη μυθοπλασία που τυγχάνει στο επίκεντρο της διαθέτει μια διάσημη προσωπικότητα. Μπερδεμένοι - ίσως - και οι ίδιοι για το ποια είναι η αλήθεια, χρησιμοποιούν μια απίστευτη μέθοδο αφήγησης, που ναι μεν στο πρώτο μέρος κινείται απόλυτα γραμμικά (η βιογραφία όπως την ξέρει ο πολύς κόσμος) στο δεύτερο όμως με αφετηρία την ομολογία της Λάβλεϊς στον ανακριτή, έξι χρόνια μετά τον πάταγο του Deep Throat, αναπαράγεται μέσω deja vu φλασμπάκς η βγαλμένη μέσα από τα προσωπικά βιώματα άποψη της γυναίκας (πλέον) Λίντα. Που φυσικά υψώνοντας στον επίλογο της την φεμινιστική Παντιέρα Ρόσα, θα πάρει με το μέρος της όλες τις ευαίσθητες ματιές, που στην σατανική όψη του Τρέινορ, διακρίνουν ψήγματα παρελθούσης, παρούσης ή μελλοντικής ανάρμοστης συμπεριφοράς του δικού τους αντρός.
Ακόμη και κινούμενο σε αυτό το απίθανα ασύμμετρο τέμπο (χαρακτηριστικό πως η ταινία ξεκινά σε χαρακτηριστικούς disco παλμούς της εποχής για να κλείσει με την συνοδεία θλιβερού αντάτζο) εντούτοις γίνεται εύπεπτα αποδεκτό από τον λήπτη του, ακόμη κι αν εκείνος παραξενεύεται με την σεναριακή μεταστροφή του ημιχρονίου. Θα ήταν ουτοπικό να συζητήσει κανείς για έμπνευση PT Anderson στο κτίσιμο της πολύχρωμης Boogie Nights αισθητικής, εκτιμώ πως και ο μέτριος προϋπολογισμός της Millenium δεν βοήθησε σε κάτι τέτοιο. Αντιθέτως βοηθά τα μέγιστα η παρουσία γνωστών προσωπικοτήτων σε κάθε ρόλο που παρελαύνει από την σκηνή, άλλοτε με πολύ καλό αποτέλεσμα (οι Robert Patrick και Sharon Stone ξεχωρίζουν εύκολα συγκινησιακά ως περιοριστικοί γονείς), άλλοτε με πιο επίπεδο (o Chris Noth δύσκολα θα ξεπεράσει ποτέ του τον ατσαλάκωτο Μίστερ Μπιγκ) και άλλοτε με σχεδόν καταστροφικό (ο Sarsgaard δεν είναι απλά κακός ηθοποιός, δεν είναι καν).
Για πες: Η ξανθούλα - καστανή εδώ - Amanda Seyfried μέσα από το προβοκατόρικο του ρόλου που κλήθηκε να ερμηνεύσει, είχε πραγματικά μια δυνατή ευκαιρία καριέρας. Το ότι η άφοβη πιτσιρίκα ακόμη θα θεωρείται από τον μέσο σινεφίλ, ως το αστείο κοριτσάκι του Mamma Mia, σημαίνει αυτόματα πως δεν πέτυχε απόλυτα τον σκοπό της. Ακόμη και με έντεχνα υποβαθμισμένα τα στοιχεία της ομορφάδας της, η πρασινομάτα, είναι αμέτρητες βαθμίδες ευειδέστερη από την βλαχαδερής κοψιάς Λάβλεϊς, ενώ παρότι το θέμα σηκώνει πολλή γυμνή σάρκα, εντούτοις δεν είναι αποκαλυπτικότερη της Chloe για παράδειγμα. Προσπαθεί είναι η αλήθεια με σκέρτσο, νάζι, μα όχι πειστική θωριά να φέρει εις πέρας την αποστολή, κάτι που μισοκατορθώνει αν θεωρήσουμε το Lovelace ως ένα μέσου βεληνεκούς κοινωνικό δράμα (που είναι) και όχι ως bio ενός προσώπου που για ένα φεγγάρι συντάραξε με την δική του μέθοδο τα κινηματογραφικά ύδατα...
Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική