του Woody Allen. Με τους Alec Baldwin, Cate Blanchett, Sally Hawkins, Bobby Cannavale, Louis C.K., Andrew Dice Clay, Peter Sarsgaard, Michael Stuhlbarg, Tammy Blanchard, Max Casella, Alden Ehrenreich
Blanchett DuBois
του gaRis (@takisgaris)
Καλώς (για τους - τεσσάρων γενεών πλέον - αναρίθμητους θαυμαστές του) ή κακώς (για τους εμμένοντες στην - εμετική, δεν κρίνω - διαχείριση της προσωπικής του ζωής), ο Woody Allen είναι μια θρυλική κυλιόμενη πέτρα, ένα καθιερωμένο ετήσιο ραντεβού επί της οθόνης που κατά τα λεγόμενα του ιδίου, εμφανίζεται ταινία με την ταινία ακριβώς όπως καθαυτή η ζωή: Άλλοτε βαρύνουσα και φιλοσοφημένη, αλλού ως σαπουνόφουσκα, άμεσα λησμονητέα μέσα στο εφήμερο του τσιτάτου σχολιασμού της από τον εμπνευσμένα νευρωτικό νεοϋορκέζο. Και θα επιμείνω: Καλώς ή κακώς, σχεδόν όπως εναλλάσσονται ποιοτικά τα έργα του, ο λόγος του Woody δεν αντλεί έμπνευση από την τρέντυ, χιπστέρικη, σαχλολπόπ τηλεοπτικοπιθηκίζουσα υποκουλτούρα. Είναι η σαρδόνια, αυτοϋπονομευτική ματιά ενός διαβασμένου θιασώτη των ογκολίθων Ντοστογιέφσκη - Μπέργκμαν - Τεννεσσή Ουίλλιαμς.
Ο μη έχων αποδεικνύειν άλλον τι, ο μετά από 23 υποψηφιότητες τα έσχατα 25 χρόνια και 4 χρυσά αγαλματίδια Allen, βάζει την αντλία στη δεξαμενή του Λεωφορείο ο Πόθος και ρουφά μέλανα ζωμό ή μάλλον χυλωμένη σούπα που σερβίρει σε ένα κοινό που δεν έχει πρόβλημα να εκτιμήσει ένα καλό υποκατάστατο, ειδικά όταν απουσιάζει η γνώση του οριτζινάλε. Η Μπλανς Ντιμπουά είναι ένα σύμβολο της μεσόκοπης γυναίκας στα πρόθυρα ή κατ’άλλους στον εξώστη της τρέλας, κατακεραυνωμένη από την έλλειψη έρωτα και αλήθειας σε μια επίπλαστη, ζωή κατ’επίφαση. Η Καιτούλα η Μπλάνς-ετ την εξερμήνευσε με πλείστη επιτυχία (κατά τα ειωθότα) με Κοβάλσκι τον Joel Edgerton εσχάτως στο θέατρο. Δε θα με εξέπληττε να την είδε ο μάστορης στη σκηνή και να την ονειρεύτηκε ως μια σύγχρονη DuBois ή Ruth Madoff στην πιο WASP εκδοχή της. Γυναίκα -τρόπαιο, κενά εγωκεντρική, υστερικά αγνοούσα τα τσουτσουρδίσματα του ερωτύλου επιχειρηματία συζύγου Χαλ (o δις επανασυνεργασθείς, ιδανικά κασταρισμένος Alec Baldwin), που περιφέρει τη χλιδή της ασύγνωστα ωσότου οι απάτες του Χαλ τη σύρουν στον γκρεμό του ποτού και της συνταγογραφημένης ψυχοπαθολογίας, πίσω στην εξ’υιοθεσίας αδερφή της Τζίντζερ (υπέροχα αφελής η white - trashy Sally Hawkins), από τα σαλόνια του Μανχάταν στα αλώνια του Σαν Φρανσίσκο.
Με μποτίλιες μαρτίνι και κακεντρεχή σχόλια εναντίον των κοβαλσκιζόντων (Andrew Dice Clay, Bobby Cannavale) ή πιο υστερόβουλα μειλίχιων (Louis CK) εραστών της διαζευγμένης δίτεκνης Τζίντζερ, η (βαπτισμένη Ζανέτ) Τζάσμιν, πασχίζει κατά καιρούς να θυμηθεί τους στίχους του Blue Moon για να φέρει πίσω άκαρπα τη σκηνή γνωριμίας της με τον Χαλ, μπας και ξορκίσει την φτώχεια και το κενό της, τραμπαλίζεται μεταξύ ενός nerdy οδοντιάτρου (Michael Stuhlbarg) όπου δουλεύει ως ρησέπτιονιστ και ενός διπλωμάτη λεφτά (Peter Sarsgaard) στην ατυχώς ψευδεπίγραφη προσπάθειά της να πιάσει την καλή, αρνούμενη το κίβδηλο παρελθόν της.
Για πες: Η Blanchett, η μόνη ηθοποιός παγκοσμίως που μπορεί να κοιτά τη La Streep στα μάτια, αρπάζει έναν ρόλο πνιγμένο στην Allenική χολερική μανιέρα και πετά όλα τα κεκεδίσματα απέξω. Δημιουργεί μια αρχετυπικά αλαζονική μα συνάμα άλλο τόσο συγκινητικά αδύναμη περσόνα, βορά μιας εργατικής τάξης που ποτέ δεν κατανόησε ο αστός Woody, τρωτός στην επίζηλο κατακραυγή όσο και η σαν ψάρι έξω από τα νερά της ηρωίδα του. Τόσο η Hawkins όσο και ο Baldwin αξίζουν οσκαρικής ματιάς, όσο κι αν τα αδέξια φλάσμπακς δημιουργούν μια αίσθηση ασυνέχειας των χαρακτήρων. Το Blue Jasmine δε θα σφραγίσει το oeuvre που θα μας αφήσει παρακαταθήκη το μεγάλο ανθρωπάκι ει μη μόνο ως η χάρμα ιδέσθαι ανάδειξη της πανάξιας εγγόνας της μεγίστης Katharine Hepburn, Cate Blanchett. Ραντεβού στα όσκαρς λοιπόν - ζητείται αντίπαλος.
Με μποτίλιες μαρτίνι και κακεντρεχή σχόλια εναντίον των κοβαλσκιζόντων (Andrew Dice Clay, Bobby Cannavale) ή πιο υστερόβουλα μειλίχιων (Louis CK) εραστών της διαζευγμένης δίτεκνης Τζίντζερ, η (βαπτισμένη Ζανέτ) Τζάσμιν, πασχίζει κατά καιρούς να θυμηθεί τους στίχους του Blue Moon για να φέρει πίσω άκαρπα τη σκηνή γνωριμίας της με τον Χαλ, μπας και ξορκίσει την φτώχεια και το κενό της, τραμπαλίζεται μεταξύ ενός nerdy οδοντιάτρου (Michael Stuhlbarg) όπου δουλεύει ως ρησέπτιονιστ και ενός διπλωμάτη λεφτά (Peter Sarsgaard) στην ατυχώς ψευδεπίγραφη προσπάθειά της να πιάσει την καλή, αρνούμενη το κίβδηλο παρελθόν της.
Για πες: Η Blanchett, η μόνη ηθοποιός παγκοσμίως που μπορεί να κοιτά τη La Streep στα μάτια, αρπάζει έναν ρόλο πνιγμένο στην Allenική χολερική μανιέρα και πετά όλα τα κεκεδίσματα απέξω. Δημιουργεί μια αρχετυπικά αλαζονική μα συνάμα άλλο τόσο συγκινητικά αδύναμη περσόνα, βορά μιας εργατικής τάξης που ποτέ δεν κατανόησε ο αστός Woody, τρωτός στην επίζηλο κατακραυγή όσο και η σαν ψάρι έξω από τα νερά της ηρωίδα του. Τόσο η Hawkins όσο και ο Baldwin αξίζουν οσκαρικής ματιάς, όσο κι αν τα αδέξια φλάσμπακς δημιουργούν μια αίσθηση ασυνέχειας των χαρακτήρων. Το Blue Jasmine δε θα σφραγίσει το oeuvre που θα μας αφήσει παρακαταθήκη το μεγάλο ανθρωπάκι ει μη μόνο ως η χάρμα ιδέσθαι ανάδειξη της πανάξιας εγγόνας της μεγίστης Katharine Hepburn, Cate Blanchett. Ραντεβού στα όσκαρς λοιπόν - ζητείται αντίπαλος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 29 Αυγούστου 2013 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική