του James Mangold. Με τους Hugh Jackman, Will Yun Lee , Hiroyuki Sanada, Hal Yamanouchi, Tao Okamoto, Rila Fukushima, Brian Tee, Famke Janssen, Svetlana Khodchenkova
Big In Japan!
του zerVo (@moviesltd)
Όταν στην αυγή του μιλένιουμ η Marvel έριχνε στην μάχη των κινηματογραφικών υπερηρώων τους μεταλλαγμένους X-Men άλλαξε ολοκληρωτικά τον παραδοσιακό τρόπο που εκείνοι παρουσιάζονταν στην μεγάλη οθόνη, ύφος που το κοινό λάτρεψε, με συνέπεια πλέον οι προερχόμενες από το πολύχρωμο κόμικ παραγωγές, να έχουν πάρει την μορφή (κυριολεκτικά, έτσι αποκαλείται και από τα στούντιο) κύματος. Ειδικά στην περίπτωση της φράξιας με τις ξεχωριστές ικανότητες, κατόπιν της εισαγωγικής τριλογίας του Singer (και του Ratner) ακολούθησαν εναλλακτικές, ίσως και πειραματικές ιδέες προκειμένου το πρότζεκτ να μην μείνει στάσιμο, που περιείχαν από ριμπούτ του στόρι μέχρι ξεχωριστό αφιέρωμα σε κάθε ένα μέλος της ιδιόμορφης κομπανίας. Στην τελευταία περίπτωση - Origins ονομάστηκε και για να μην το συνεχίζει η παραγωγή, πάει μάλλον να πει πως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα - δεν υπήρχε ούτε μισή πιθανότητα η αφετηρία να μην γίνει από τον δημοφιλέστερο των X, τον πιο αγαπημένο του κόσμου, τον απέθαντο και συνεπώς αήττητο Γούλβεριν. Ακόμη κι αν Η Αρχή δεν είχε συνέχεια, η λαϊκή απαίτηση ζήτησε και πάλι μόνο του στο πανί εκείνον, που αποτελεί ένα κεφάλαιο μόνος του στην υπόθεση X-Men. Και κάπως έτσι το καλό "κακό παιδί" έκανε την καρδιά του πέτρα και είπε να ξαναγυρίσει στο κοινό του...
Κοντά επτά δεκαετίες έχουν περάσει από την ημέρα που τα βομβαρδιστικά Β-29 ισοπέδωναν με την ρίψη της ατομικής βόμβας την πόλη του Ναγκασάκι. Μια στιγμή που έχει χαραχτεί βαθιά στο μυαλό του τότε νεαρού Ιάπωνα αξιωματικού Γιασίντα, εξαιτίας της αυτοθυσίας που επέδειξε ένας από τους αμερικάνους φυλακισμένους, στην προσπάθεια του να του σώσει την ζωή. Σήμερα, ο Γιασίντα, ο πιο πλούσιος επιχειρηματίας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, βαριά άρρωστος και λίγο πριν αποχαιρετίσει τα εγκόσμια, θα καλέσει στα μέρη του προκειμένου να ευχαριστήσει για τελευταία φορά αυτόν που έγινε ασπίδα για να μην τον σαρώσει τότε το ωστικό κύμα: Τον πανίσχυρο αειθαλή Λόγκαν, που ακόμη κι αν πρόκειται για εκπλήρωση της επιθυμίας ενός μελλοθάνατου, δεν καλοβλέπει την μετάβαση του στην μακρινή Άπω Ανατολή, έχοντας εδώ και καιρό επιλέξει την μοναχική ζωή του ορεσίβιου.
Ο αναμενόμενος θάνατος του Κροίσου, θα σημάνει αυτόματα την έναρξη τεράστιων αλλαγών στην αυτοκρατορία που έχει κτίσει, με την Μαφία να βάζει στο στόχαστρο της εγγονή του εκλιπόντος, Μαρίκο, εφόσον είναι εκείνη που κατά την διαθήκη του, θα κληρονομήσει τον αμύθητο θησαυρό. Αντιλαμβανόμενος ο Γούλβεριν πως η νεαρή γυναίκα στερείται ακόμη και της στοιχειώδους προστασίας, παρότι η υπόσχεση του να απέχει από την μάχη παραμένει ζωντανή, θα πάρει το ρίσκο να σταθεί στο πλάι της, στήνοντας με τις απίστευτες δυνάμεις του, ένα τείχος προφύλαξης γύρω της.
Και κάπως έτσι τσαφάρει μια κλασσική περιπέτεια δράσης, που λαμβάνει χώρα στο σύγχρονο (και όπως πάντα γεμάτο πολύχρωμα νέον και φωτεινές επιγραφές) Τόκιο, από εκείνες τις αποκαλούμενες Γιακούζα, που λατρεύουν να παρακολουθούν οι φανατικοί φίλοι του είδους. Αεικίνητοι νίντζας, σαμουράι που κραδαίνουν κοφτερές κατάνες, μαυροντυμένοι τύποι του υποκόσμου που δεν διστάζουν να τραβήξουν σε δημόσιο χώρο την σκανδάλη του ούζι, κτιστοί σωματοφύλακες άσοι στις πολεμικές τέχνες και στα ακροβατικά, μέχρι και βγαλμένοι από το Real Steel γιγάντιοι λαμαρινένιοι πολεμιστές, όλοι τους δεδομένοι αντίπαλοι του ενός: Του ανθρώπου που οι ιστοί του είναι φίσκα στην αδαμαντίνη, γεγονός που όχι μόνο τον καθιστά ανθεκτικό στα κτυπήματα, αλλά επουλώνει μονομιάς και τα βαριά του τραύματα, ορίζοντας τον αυτομάτως ανίκητο στον πόλεμο και μάλιστα δίχως καμία εμφανή αχίλλειο πτέρνα, που θα έδινε στον εχθρό μια αμυδρή ελπίδα να αναδειχτεί νικητής. Εκτός κι αν ο σκοπός της πρόσκλησης του Λόγκαν στην Τζάπαν, δεν ήταν για να ακούσει το ύστατο αντίο από έναν παλιόφιλο, αλλά να πέσει σε μια καλοστημένη παγίδα, προκειμένου να κλαπούν παντί τρόπω οι φόρτσες αυτοίασης του.
Έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την ομαδική προβολή των X-Men, το μοναχικό ταξίδι στην μεγάλη οθόνη του The Wolverine. Η ματιά του διψασμένου για πανζουρλισμό και ταχύτατα εφέ, εστιάζει πάνω σε ένα σημείο, δίχως να πηγαινοέρχεται στις μαγνητικές, ψυχικές, μαντικές εκφράσεις του περίγυρου, στα καλογυαλισμένα σουβλερά μαχαίρια προεκτάσεις του χεριού του Λόγκαν, που εκ προοιμίου αποτελούν πανίσχυρο όπλο στον αγώνα. Η προσχηματική εισαγωγή της ίντριγκας ταχύτατα στρέφει το ενδιαφέρον της πλατείας στις σεκάνς δράσης, που η μία διαδέχεται πολυβολικά την άλλη, σχηματίζοντας μεν ένα πολύχρωμο, τρισδιάστατο (καλό το 3D), φανφαρόνικο κολάζ χαμού, που μπορεί να χορτάσει τις απαιτήσεις του πεινασμένου (ε, όχι δα αυτό το καλοκαίρι) action σινεφίλ, ποτέ όμως δεν κτίζει μια αφηγηματική συνέχεια της προκοπής, από την οποία θα ξεπεταχτεί κάπου και το δράμα που βιώνει ο hero, η μελαγχολία τόσο για το απέθαντο του, όσο και για τα αγγελικά μάτια της Τζιν Γκρέι, που διαρκώς εμφανίζεται μπρος του σαν οπτασία.
Έτσι κι αλλιώς δεν είναι καλός σκηνοθέτης σε αυτό όμως το στυλ ο James Mangold. Μπορεί να τα πήγε περίφημα στο biopic του Τζόνυ Κας, μπορεί να έδειξε ικανότητες στα κοινωνικού χαρακτήρα Copland και Girl Interrupted, όταν η κάμερα πρέπει να κινηθεί γοργά όμως, όπως ας πούμε στο Knight And Day, δεν το έχει. Άσε που στο δρόμο χάνει και την ευκαιρία να βγάλει λίγη συγκίνηση, την ώρα που ο Γούλβεριν τον εκλιπαρεί να τονίσει το άλλο πρόσωπο της ιδιαιτερότητας του.
Για πες: Με λίγα λόγια αν υπάρχει πραγματικά ένας λόγος για να τιμήσει κανείς με τον οβολό του τον Λεπιδοχέρη, είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του. Αεικίνητος, αν και οδεύει ολοταχώς στα πενήντα του χρόνια, με κορμοστασιά που θα ζήλευαν επαγγελματίες μποντιμπίλντερς, με εμφάνιση που ταιριάζει ταμάμ στον τύπο που μια φορά κι έναν καιρό σκαρφίστηκε ο Stan Lee και ζωγράφισε ο Frank Miller, ο Hugh Jackman είναι όλα τα λεφτά. Ο Αυστραλός έχει ταιριάξει απόλυτα με το κοστούμι του mutant και το διασκεδάζει αφάνταστα ενόσω προγραμματίζει τα επόμενα του, σοβαρότερα όπως απέδειξε στους Les Mis, σχέδια του. Κι εδώ παρότι μιλάμε για το πιο γρήγορα λησμονήσιμο τεύχος του κινηματογραφικού σίριαλ των X-Men, ο Hugh, στο one man show του παντοδύναμου Ρόνιν, δεν απογοητεύει το κοινό του ούτε στιγμή!
Ο αναμενόμενος θάνατος του Κροίσου, θα σημάνει αυτόματα την έναρξη τεράστιων αλλαγών στην αυτοκρατορία που έχει κτίσει, με την Μαφία να βάζει στο στόχαστρο της εγγονή του εκλιπόντος, Μαρίκο, εφόσον είναι εκείνη που κατά την διαθήκη του, θα κληρονομήσει τον αμύθητο θησαυρό. Αντιλαμβανόμενος ο Γούλβεριν πως η νεαρή γυναίκα στερείται ακόμη και της στοιχειώδους προστασίας, παρότι η υπόσχεση του να απέχει από την μάχη παραμένει ζωντανή, θα πάρει το ρίσκο να σταθεί στο πλάι της, στήνοντας με τις απίστευτες δυνάμεις του, ένα τείχος προφύλαξης γύρω της.
Και κάπως έτσι τσαφάρει μια κλασσική περιπέτεια δράσης, που λαμβάνει χώρα στο σύγχρονο (και όπως πάντα γεμάτο πολύχρωμα νέον και φωτεινές επιγραφές) Τόκιο, από εκείνες τις αποκαλούμενες Γιακούζα, που λατρεύουν να παρακολουθούν οι φανατικοί φίλοι του είδους. Αεικίνητοι νίντζας, σαμουράι που κραδαίνουν κοφτερές κατάνες, μαυροντυμένοι τύποι του υποκόσμου που δεν διστάζουν να τραβήξουν σε δημόσιο χώρο την σκανδάλη του ούζι, κτιστοί σωματοφύλακες άσοι στις πολεμικές τέχνες και στα ακροβατικά, μέχρι και βγαλμένοι από το Real Steel γιγάντιοι λαμαρινένιοι πολεμιστές, όλοι τους δεδομένοι αντίπαλοι του ενός: Του ανθρώπου που οι ιστοί του είναι φίσκα στην αδαμαντίνη, γεγονός που όχι μόνο τον καθιστά ανθεκτικό στα κτυπήματα, αλλά επουλώνει μονομιάς και τα βαριά του τραύματα, ορίζοντας τον αυτομάτως ανίκητο στον πόλεμο και μάλιστα δίχως καμία εμφανή αχίλλειο πτέρνα, που θα έδινε στον εχθρό μια αμυδρή ελπίδα να αναδειχτεί νικητής. Εκτός κι αν ο σκοπός της πρόσκλησης του Λόγκαν στην Τζάπαν, δεν ήταν για να ακούσει το ύστατο αντίο από έναν παλιόφιλο, αλλά να πέσει σε μια καλοστημένη παγίδα, προκειμένου να κλαπούν παντί τρόπω οι φόρτσες αυτοίασης του.
Έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την ομαδική προβολή των X-Men, το μοναχικό ταξίδι στην μεγάλη οθόνη του The Wolverine. Η ματιά του διψασμένου για πανζουρλισμό και ταχύτατα εφέ, εστιάζει πάνω σε ένα σημείο, δίχως να πηγαινοέρχεται στις μαγνητικές, ψυχικές, μαντικές εκφράσεις του περίγυρου, στα καλογυαλισμένα σουβλερά μαχαίρια προεκτάσεις του χεριού του Λόγκαν, που εκ προοιμίου αποτελούν πανίσχυρο όπλο στον αγώνα. Η προσχηματική εισαγωγή της ίντριγκας ταχύτατα στρέφει το ενδιαφέρον της πλατείας στις σεκάνς δράσης, που η μία διαδέχεται πολυβολικά την άλλη, σχηματίζοντας μεν ένα πολύχρωμο, τρισδιάστατο (καλό το 3D), φανφαρόνικο κολάζ χαμού, που μπορεί να χορτάσει τις απαιτήσεις του πεινασμένου (ε, όχι δα αυτό το καλοκαίρι) action σινεφίλ, ποτέ όμως δεν κτίζει μια αφηγηματική συνέχεια της προκοπής, από την οποία θα ξεπεταχτεί κάπου και το δράμα που βιώνει ο hero, η μελαγχολία τόσο για το απέθαντο του, όσο και για τα αγγελικά μάτια της Τζιν Γκρέι, που διαρκώς εμφανίζεται μπρος του σαν οπτασία.
Έτσι κι αλλιώς δεν είναι καλός σκηνοθέτης σε αυτό όμως το στυλ ο James Mangold. Μπορεί να τα πήγε περίφημα στο biopic του Τζόνυ Κας, μπορεί να έδειξε ικανότητες στα κοινωνικού χαρακτήρα Copland και Girl Interrupted, όταν η κάμερα πρέπει να κινηθεί γοργά όμως, όπως ας πούμε στο Knight And Day, δεν το έχει. Άσε που στο δρόμο χάνει και την ευκαιρία να βγάλει λίγη συγκίνηση, την ώρα που ο Γούλβεριν τον εκλιπαρεί να τονίσει το άλλο πρόσωπο της ιδιαιτερότητας του.
Για πες: Με λίγα λόγια αν υπάρχει πραγματικά ένας λόγος για να τιμήσει κανείς με τον οβολό του τον Λεπιδοχέρη, είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του. Αεικίνητος, αν και οδεύει ολοταχώς στα πενήντα του χρόνια, με κορμοστασιά που θα ζήλευαν επαγγελματίες μποντιμπίλντερς, με εμφάνιση που ταιριάζει ταμάμ στον τύπο που μια φορά κι έναν καιρό σκαρφίστηκε ο Stan Lee και ζωγράφισε ο Frank Miller, ο Hugh Jackman είναι όλα τα λεφτά. Ο Αυστραλός έχει ταιριάξει απόλυτα με το κοστούμι του mutant και το διασκεδάζει αφάνταστα ενόσω προγραμματίζει τα επόμενα του, σοβαρότερα όπως απέδειξε στους Les Mis, σχέδια του. Κι εδώ παρότι μιλάμε για το πιο γρήγορα λησμονήσιμο τεύχος του κινηματογραφικού σίριαλ των X-Men, ο Hugh, στο one man show του παντοδύναμου Ρόνιν, δεν απογοητεύει το κοινό του ούτε στιγμή!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Ιουλίου 2013 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική