God Loves Caviar

του Γιάννη Σμαραγδή. Με τους Sebastian Koch, Evgeny Stychkin, Juan Diego Botto, Olga Sutulova, Lakis Lazopoulos, Catherine Deneuve, John Cleese


Την Ελλάδα την αγαπάει κανείς?
του zerVo
Θα έβαζα και στοίχημα πως από όλους τους αποφοίτους του Βαρβακείου Γυμνασίου - εκείνου που όλοι έδιναν εξετάσεις για να μπουν, μα περνούσαν μόνο οι φραγκάτοι - ούτε μια ντουζίνα δεν θα γνωρίζουν την ιστορία εκείνου που έδωσε το όνομα του στο ίδρυμα. Ακόμη μεγαλύτερο ποντάρισμα θα έκανα στο πόσοι ελάχιστοι ξέρουν τον βίο του ιδίου προσώπου, από τους χιλιάδες που μπαινοβγαίνουν καθημερινά στην κεντρική αγορά των Αθηνών, που επίσης τιμητικά φέρει το επώνυμο του. Το μεγαλύτερο των στοιχημάτων που δίχως πολύ ρίσκο θα συμμετείχα πάντως, είναι για το αν όλοι μας - ΟΛΟΙ ΜΑΣ ε? - γνωρίζαμε την δράση και την πολιτεία πενήντα - εκατό προσωπικοτήτων που βοήθησαν ο καθένας από την μεριά του τον τόπο μας, έστω και όχι ακολουθώντας πάντοτε τις πιο ηθικές μεθόδους και πρακτικές, αυτή η γεμάτη δυνατότητες γωνιά της ανατολικής Μεσογείου, δεν θα είχε εξελιχθεί στην επίσημη χαβούζα της Ευρώπης, που είναι σήμερα.

Αρχές του 19ου αιώνα, η ελληνική επικράτεια αποτελεί κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους λίγους ξεσηκωμένους ραγιάδες, άναρχα και ασύνταχτα, να προκαλούν ζημιές στις Τούρκικες δυνάμεις, ορίζοντας με τον τρόπο τους τις βάσεις της επανάστασης. Κεντρικό πρόσωπο σε μια από αυτές τις αντιστασιακές δράσεις, κατά των στρατευμάτων κατοχής, υπήρξε ο Ιωάννης Βαρβάκης, διαβόητος πειρατής και μπουρλοτιέρης από τα Ψαρά, που με μια του θαρραλέα έμπνευση, βούλιαξε τον στόλο του Σουλτάνου στο λιμάνι του Τσεσμέ. Κατόρθωμα που τον κατέστησε αυτομάτως καταζητούμενο από την Αυλή, οδηγώντας τον στην απόφαση να εγκαταλείψει την χώρα και να αναζητήσει την τύχη του στην Τσαρική Ρωσία, που αξιολογώντας την συμμαχική προσφορά του θα του αποδώσει αρχοντικά δικαιώματα, στην παράκτια ζώνη του Εύξεινου Πόντου.

Και κάπως έτσι ο μέχρι πρότινος κουρσάρος καραβοκύρης, εξελίχθηκε στον πλουσιότερο επιχειρηματία της Ρωσίας, με την φήμη του να φτάνει μέχρι τα πέρατα των Πέντε θαλασσών. Λογικό είναι η ισχύς ενός τέτοιου άντρα, σε συνδυασμό με τις ασυγκράτητες φιλοδοξίες του στην οργάνωση της εξέγερσης, να έρθει σε ρήξη με τις πανταχού παρούσες (άσπονδα) φίλιες (συμμαχικές?) δυνάμεις, που θέλησαν να τον υποσκελίσουν και να τον μειώσουν, όπως συμβαίνει κατά κόρο σε κάθε παρόμοια περίπτωση που έχει σαν φόντο της, την ιστορία αυτής της ηλιόλουστης και πάλαι ποτέ υπερήφανης χώρας. Αυτά, όμως, με τα ιστορικά δεδομένα. Πάμε στα κινηματογραφικά τώρα.

Η ταινία δεν διαφέρει σε κανένα της σημείο από όσα γνώριμα έχει παρουσιάσει στο παρελθόν, πάνω στο συγκεκριμένο genre του ιστορικού biopic, ο Σμαραγδής. Σταθερό μέτρο και ρυθμός, εμμονή στην θεατρικότητα, ακαδημαϊκή προσέγγιση χαρακτήρων και ίντριγκας, προβολή των δεδομένων με επίπεδη αναφορά στην υποκειμενική ακρίβεια, δίχως δραματικές εντάσεις και το κυριότερο, χωρίς σαφή άποψη και θέση. Ήρως, θες, ο Βαρβάκης? Ήρως και Όσιος! Ποιοι τον καθάρισαν όμως? Κάνε το σαφές αυτό δάσκαλε. Σαφέστερο από μερικές γλαφυρές ατάκες του εγγλέζου αρμοστή και από ένα θολό πλανάκι στην Εθνοσυνέλευση. Πέστο ανθρωπέ μου: Είμεθα Έθνος Ανάδελφον! Μοίρασε και τις ευθύνες στα ανθρωπόμορφα λυκόρνια Φραντσέζους, Λόρδους και Τσάρους, με ευθείες βολές και όχι με επιδερμικά χαδέματα και είσαι κορυφαίος! Αντ' αυτού? Θέλουμε το φιλμάκι μας να πάει καλά εμπορικά και στα ξένα (ειδικά πέριξ της χρηματοδότρας Κόκκινης Πλατείας) και έλα μωρέ, όλοι το καλό της χώρας τους κοιτάζουν. Ναι αλλά αγαπητέ μου Σμαραγδή, η ταινία σου είναι Ελληνική. Κι εσύ Έλληνας, οπότε πες τα πράγματα όπως πρέπει, όπως είναι. Βλέπεις πως είμαι μαζί σου στο ζωτικότατο ζήτημα της μετάδοσης της κληρονομιάς. Μην κάνεις εκπτώσεις στην δική σου προσπάθεια...

Φιλμικά δεν μπορώ να κατανοήσω για ποιον ακριβώς λόγο, το σενάριο δεν ακολουθεί τους γλωσσικούς κανόνες του σύγχρονου σινεμά. Ο Βαρβάκης συνομιλεί με την μάνα του στα Ελληνικά, εκείνη (γριά) του απαντά εγγλέζικα, εκείνος επιμένει γρεκά, αυτή του πετά μια ελληνικούρα και η κουβέντα τους κλείνει με ένα μεγαλοπρεπές ΟΚ! Μύλος! Οι Ρώσοι από την άλλη μεριά, την μια στιγμή πετούν στον αέρα μπαμπούσκες και την άλλη κάτι θεόρατες αγγλικές κοτσάνες, με προφορά πρώτης προκαταρκτικής, που είναι να απορείς με την εμμονή του δημιουργού σε αυτή την ασύνταχτη Βαβυλωνία. Άσε που μάλλον ο σκηνοθέτης προτίμησε να χαραμίσει την έμπνευση του στο κτίσιμο του σανιδιού και της (ο Θεός να κάνει την πισίνα) θάλασσας, παρά να πετύχει ένα άρτιο κάστινγκ, ειδικά στους με ιδιαίτερη σημασία δευτερεύοντες ρόλους (σόρι Κρίστοφερ, σόρι Μαρίσσα, σόρι απαράδεκτε υιέ Βαρβάκη, που δεν κάνεις ούτε για σχολική παράσταση).

Αντίθετα καλούλια τα πηγαίνει ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Γερμαναράς Sebastian Koch, που περνά στον ρόλο του το γκροτέσκο του ναυτικού και την αδεξιότητα του αγράμματου, πιάνοντας τον σφυγμό, του μέσα στην ζαπλουτοσύνη του, ένθερμου πατριώτη. Φυσικά και μόνο η παρουσία της αυτοκρατορικής Deneuve, του funny partner Cleese και του εξαιρετικού ρολίστα Botto, ανεβάζουν το γενικό επίπεδο της παραγωγής, κάποιες σκάλες παραπάνω. Συμπαθέστατος κι αυτός ο Stychkin. Ξεχώρισε! με τόσες γλώσσες μάλιστα που αποδεδειγμένα μιλά, μπορεί άνετα να ακολουθήσει το επάγγελμα του διερμηνέα. Όσο για το ποιητικό στυλ που αραιά και που ο Smaragdi επιχειρεί να περάσει στις εικόνες του? Τζίφος! Στην δραματικότερη των σεκάνς, την πιο σινεφίλ αν το θες, είμαι βέβαιος πως η πλατεία, παράταιρα θα χασκογελάσει, αντικρίζοντας τον Γκάνταλφ Αλτσαντιριώτη...

Για πες: Δεν είναι όμως τα πάντα σινεμά, δεν είναι τα πάντα μελετημένο μοντάζ, μελωδική μουσική (στα συν να μην το ξεχάσω) και λαμπερές ερμηνείες. Είναι και ζήτημα παράδοσης. Όπως κάποτε η Πολίτικη Κουζίνα - καλή ή κακή δεν με μέλει - μετέδωσε σε δέκα, εκατό, χίλιους ή εκατομμύρια κόσμου, το τι απάνθρωπα συγκλονιστικό συνέβη την εποχή του ξεριζωμού από τις χαμένες πατρίδες, έτσι και το Χαβιάρι, θα μπορούσε να σταθεί σαν ένα ιστορικό εγχειρίδιο, που θα μπορούν οι μαθητές να μελετούν, ξανά και ξανά, τις προσεγμένα γραμμένες σελίδες του. Επειδή σε τέτοιες δύσκολες ώρες, ως Έλληνες, μόνο με τέτοια όπλα μπορούμε να παλέψουμε. Βλέπεις, δυστυχώς, ο Θεός μπορεί να αγαπάει το χαβιάρι, την φτωχή Ελλαδίτσα όμως την έχει...ξεχασμένη.






Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Οκτωβρίου 2012 από την Feelgood

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική