του Bobcat Goldthwait. Με τους Joel Murray, Tara Lynne Barr, Mackenzie Brooke Smith, Melinda Page Hamilton
Ο Bob, o Kevin, o Spike και τα άλλα παιδιά...
του gaRis (@takisgaris)
Τον εαυτό μου μόνο κατηγορώ που χάσαμε την επαφή την τελευταία…25ετία. Ποιος μπορεί να φανταστεί όμως την εξέλιξη μιας αγαπημένης φιγούρας του πρώιμου MTV, stand -up comedy των 80s και υπεράνω όλων του ενσαρκωτή του θρυλικού Zed στη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή 3 και 4, επανασυστηνόμενος στα κυνικά ‘10s, με ταινία – καταπέλτη όπως το God Bless America; Άλλη μια φορά μήπως και σας τον θυμίσω: Police Academy, μακρυμάλλης απροσάρμοστος με στριγκιά βροντερή φωνή, πέρα από τα όρια της μανιοκατάθλιψης... Α γεια σου! Αυτός λοιπόν πενηντάρισε και μπορεί να έχασε εντελώς το μαλλί, κέρδισε όμως πολύ τόσο σε σεναριακή, όσο και σε σκηνοθετική άποψη. Ο κατά κόσμον Bobcat Goldthwait, μέσα στην τελευταία 5ετία, έχει διαπρέψει στα φεστιβαλικά quirky comedies, με θεματολογία που ξεκινά με rom com που πάσχει από bestiality issues (Sleeping Dogs Lie), διαπερνά τη σημερινή νεολαιίστικη αντίληψη περί διασημότητας, καυτηριάζοντας τις ανύπαρκτες σχέσεις οικογενειακής στοργής (World’s Greatest Dad, με τον Robin Williams ξεμέθυστο, στον καλύτερο ρόλο του εδώ και πολύ καιρό) και ξεσπά εδώ στο God Bless America, σε μια erga omnes δολοφονική επίθεση, θέτοντας στο στόχαστρο τα σάπια τηλεοπτικοριάλιτι είδωλα και τις ανθρωποφαγικές εκφάνσεις της σελεμπριτιάς.
Στην Ελλάδα ο παλιός Χάρρυ Κλυν και ο αμέσως κατοπινός Νικόλας Ζερβός θα μπορούσαν να έχουν γυρίσει κάτι το αντίστοιχο, ειδικότερα σε μια περίοδο που η χώρα μας δίνει άφθονο σεναριακό υλικό. Η διαφορά με τον θεότρελο Zed είναι ότι ο τυπάς έχει κατορθώσει να αποδελτιώσει ένα κάρο κακώς κείμενα της αμερικανίλας χωρίς να υποκύπτει στο χυδαία φθηνιάρικο ή έστω καννιβαλιστικό χιούμορ. Για την ιστορία, καθότι οι χαρακτήρες είναι απλά η αφορμή για μια κοινωνικολογική ανάλυση που εκθέτει την αμερικανική ασχήμια, ο Frank (Joel Murray), ένας φιλήσυχος, μοναχικός, χωρισμένος με μια κακομαθημένη 7χρονη κόρη που δεν θέλει να τον δει, μεσήλικας, χάνει τη δουλειά του εξαιτίας σεξουαλικής παρενόχλησης-από-παρεξήγηση, ενώ στο καπάκι ο γιατρός του ανακοινώνει ότι έχει μη χειρουργήσιμο όγκο στον εγκέφαλο. Οι ατέλειωτες ημικρανίες και η τηλεοπτική παράνοια που έχει εμφιλοχωρήσει παντού τον στρέφει σε ένα κυνήγι όπου επικυρηγμένοι είναι τα celebrities της πορδής, οι χειραγωγοί του όχλου και κάθε λογής διχαστικές –ρατσιστικές φατρίες.
Με απλά λόγια, μην έχοντας τίποτε να χάσει, ο Frank παίρνει το όπλο στα χέρια και απονέμει δικαιοσύνη κατά το αιματηρό δοκούν. Τα δάνεια από Dirty Harry, Taxi Driver, Bonnie & Clyde, παίρνουν και δίνουν ενώ στο τελικό (και διαφαινόμενο του μακρόθεν) λουτρό αίματος onstage του τηλεοπτικού μουσικοριάλιτι Superstarz, o μονόλογος κοιτώντας-την-κάμερα, είναι κατευθείαν εμπνευσμένος από αυτόν του Peter Finch στο Network. Η Clyde, βρίσκεται στο πρόσωπο της 16χρονης “Juno” Roxy (Tara Lynn Barr) η οποία, εντελώς ψυχοπαθής, σκοτώνει στο πλάι του Frank για να σπάσει τη μικροαστική ανία της, ενώ συνδέεται σε μια παρολίγον α λα Lolita σχέση, μεταξύ χαμένης κόρης και πλατωνικού έρωτα μαζί του. Αυτό μου φέρνει στο μυαλό πως ούτε ο Woody Allen δε φεύγει (ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΑ) από το στόχαστρο του Goldthwait, για τα ιδιαίτερα σεξουαλικά του γούστα που τον οδήγησαν να παντρευτεί την Ασιάτισσα υιοθετημένη κόρη του. Ξεκάθαρα, τα ατέλειωτα λογίδρια του Frank, είναι η φάτσα φόρα οργή ενός Kevin Smith (Red State), η γενναία αντιπαράθεση στην ιδεολογική ασχήμια του παραστρατημένου αμερικανικού πόπολου ενός Spike Lee. Μπορεί η ταινία, στα 100 λεπτά διάρκειας να ήθελε ένα 20λεπτο τριμάρισμα, όμως αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να απολαύσουμε ακόμη περισσότερο δύο λαμπρές ερμηνείες από την πρωτοεμφανιζόμενη Barr που θα μπορούσε να έφθανε ως τα Oscars υπό (δημοσιοσχετίστικες – άρα ανύπαρκτες εδώ) προϋποθέσεις και ιδιαίτερα από τον 50άρη Joel Murray, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο(!).
Για πες: Ο Murray που το highlight καριέρας του ήταν ο τρίλεπτος ρόλος του αστυφύλακα στη σκηνή που πιάνει φωτιά το σπίτι του The Artist / Jean Dujardin! Θαυμαστά άμεσος, τρυφερά πονεμένος, απελπιστικά εξαγριωμένος, ίσως ο αγνότερος σήριαλ κίλλερ που έχω δει στην οθόνη εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή η ερμηνεία είναι το στολίδι του God Bless America που έκανε το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα στο περυσινό TIFF, πείθοντας όσους είχαμε κλείσει τον θεότρελο Zed στο χρονοντούλαπο των 80s, ότι ο συμπαθής δημιουργός τολμά να βάλει το δάχτυλο εκεί που πονά περισσότερο: Στο υπογάστριο ενός παγκοσμιοποιημένου made in America lifestyle που κερνά ηθική χρεωκοπία τους πειθήνιους θιασώτες του, προτού βυθίσει ολόκληρους λαούς σε κρίση επιβίωσης, η οποία εντέλει είναι πρώτα απόλα κρίση ταυτότητας.
Με απλά λόγια, μην έχοντας τίποτε να χάσει, ο Frank παίρνει το όπλο στα χέρια και απονέμει δικαιοσύνη κατά το αιματηρό δοκούν. Τα δάνεια από Dirty Harry, Taxi Driver, Bonnie & Clyde, παίρνουν και δίνουν ενώ στο τελικό (και διαφαινόμενο του μακρόθεν) λουτρό αίματος onstage του τηλεοπτικού μουσικοριάλιτι Superstarz, o μονόλογος κοιτώντας-την-κάμερα, είναι κατευθείαν εμπνευσμένος από αυτόν του Peter Finch στο Network. Η Clyde, βρίσκεται στο πρόσωπο της 16χρονης “Juno” Roxy (Tara Lynn Barr) η οποία, εντελώς ψυχοπαθής, σκοτώνει στο πλάι του Frank για να σπάσει τη μικροαστική ανία της, ενώ συνδέεται σε μια παρολίγον α λα Lolita σχέση, μεταξύ χαμένης κόρης και πλατωνικού έρωτα μαζί του. Αυτό μου φέρνει στο μυαλό πως ούτε ο Woody Allen δε φεύγει (ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΑ) από το στόχαστρο του Goldthwait, για τα ιδιαίτερα σεξουαλικά του γούστα που τον οδήγησαν να παντρευτεί την Ασιάτισσα υιοθετημένη κόρη του. Ξεκάθαρα, τα ατέλειωτα λογίδρια του Frank, είναι η φάτσα φόρα οργή ενός Kevin Smith (Red State), η γενναία αντιπαράθεση στην ιδεολογική ασχήμια του παραστρατημένου αμερικανικού πόπολου ενός Spike Lee. Μπορεί η ταινία, στα 100 λεπτά διάρκειας να ήθελε ένα 20λεπτο τριμάρισμα, όμως αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να απολαύσουμε ακόμη περισσότερο δύο λαμπρές ερμηνείες από την πρωτοεμφανιζόμενη Barr που θα μπορούσε να έφθανε ως τα Oscars υπό (δημοσιοσχετίστικες – άρα ανύπαρκτες εδώ) προϋποθέσεις και ιδιαίτερα από τον 50άρη Joel Murray, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο(!).
Για πες: Ο Murray που το highlight καριέρας του ήταν ο τρίλεπτος ρόλος του αστυφύλακα στη σκηνή που πιάνει φωτιά το σπίτι του The Artist / Jean Dujardin! Θαυμαστά άμεσος, τρυφερά πονεμένος, απελπιστικά εξαγριωμένος, ίσως ο αγνότερος σήριαλ κίλλερ που έχω δει στην οθόνη εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή η ερμηνεία είναι το στολίδι του God Bless America που έκανε το κοινό να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα στο περυσινό TIFF, πείθοντας όσους είχαμε κλείσει τον θεότρελο Zed στο χρονοντούλαπο των 80s, ότι ο συμπαθής δημιουργός τολμά να βάλει το δάχτυλο εκεί που πονά περισσότερο: Στο υπογάστριο ενός παγκοσμιοποιημένου made in America lifestyle που κερνά ηθική χρεωκοπία τους πειθήνιους θιασώτες του, προτού βυθίσει ολόκληρους λαούς σε κρίση επιβίωσης, η οποία εντέλει είναι πρώτα απόλα κρίση ταυτότητας.
Στις δικές μας αίθουσες? Φοβάμαι ποτέ...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική