της Philippe Garrel. Με τους Louis Garrel, Monica Bellucci, Céline Sallette, Jérôme Robart
Τζουράσικ Παρκ...
του zerVo
Με την περίπτωση αυτού του πατρός Garrel, έχω ασχοληθεί ξανά στο παρελθόν, έχοντας πάντοτε την ίδια κουβέντα να πω, αμέσως μετά το πέρας της παρακολούθησης του πονήματος του: Μπαγιατίλα... Μα είναι δυνατόν εκ έτι 2012, εβδομηντάχρονοι σκηνοθέτες να παρουσιάζουν τα ίδια και τα ίδια αναμασήματα της νουβέλ βαγκ - τι ειρωνεία ο τίτλος του προ μισού αιώνα κινήματος - και μάλιστα να θεωρούν και εαυτόν πρωτοποριακό? Για όλους αυτούς φυσικά πάντοτε θα υπάρχουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά φιλμικά ραντεβού, που σε κάποιο τομέα του προγράμματος τους, θα διατηρούν ζωντανή την προιστορικής τεχνοτροπίας έκφραση τους. Κάτι σαν Τζουράσικ Παρκ του σινεμά δηλαδή...
Χαρισματικός, αλλά και αγέλαστος, Παριζιάνος σκιτσογράφος, αποφασίζει να περάσει το καλοκαίρι του σε πολυτελή έπαυλη της Ρώμης, σχεδόν μεσοτοιχία με τα σκηνικά της Τσινετσιτά, έχοντας την συντροφιά της Ιταλιάνας, πανέμορφης, όσο και σημαντικά μεγαλύτερης του ηλικιακά, συζύγου του, μιας αναγνωρισμένης στα μέρη της ηθοποιού. Κάτω από τον καυτό ήλιο της Αιώνιας Πόλης, ο Φρεντερίκ και η Ανζέλ, θα δεχτούν την επίσκεψη του φιλικού ερωτευμένου ζευγαριού του Πολ, ενός ιδεαλιστή μπατίρη, που ξοδεύει την ημέρα του πουλώντας επαναστατικά έντυπα και της Ελίζαμπεθ, μιας πάμφτωχης κοπέλας, που στον ελεύθερο της χρόνο, κάνει τον κομπάρσο, για να βγάλει τα προς το ζην.
Στην πραγματικότητα η αφήγηση, γίνεται μέσα από την ματιά του επισκέπτη κολλητού, κάτι σαν φλασμπάκ αναμνήσεων, από εκείνη την καυτή θερινή περίοδο, που ήταν και εκείνη που αντελήφθη πως κάτι παράξενο τρέχει στην σχέση του ασύμμετρου ντουέτου. Αφορμή για να ξετυλιχθούν οι θύμησες, στέκεται το (ακούσιο?) τρακάρισμα του Φρεντ, με το αμάξι του, πάνω σε δέντρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, που τον έστειλε στην εντατική με βαρύτατα τραύματα, όπερ σημαίνει πως την βγάζει δεν την βγάζει καθαρή. Άρα αυτό που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον θεατή, είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον (πολύ περισσότερο του κανονικού) φιλοσοφημένο νέο στην αυτοκαταστροφή. Άλλο που δεν θέλει το λοιπόν, ο κατάμαυρης (όσο και δήθεν πολιτικής) ματιάς Philippe Garrel, να φωνάξει παρών στην απαίτηση ενός αλλοπρόσαλλου πεσιμιστικού σεναρίου για ντιρέκτορα...
Για πες: Όπως ακριβώς συνέβη και στις πιο πρόσφατες δημιουργίες του δηλαδή, Les Amants Reguliers και La Frontiere De L'Aube - γραμμένες αυτές σε black and white φόρμα, εν αντιθέσει με το Un Ete Brulant που υπάρχει μια αχνή χρωματική επίστρωση - τα πάντα σχεδόν περιστρέφονται γύρω από το απονενοημένο διάβημα ενός βασικού χαρακτήρα της υπόθεσης, δίχως όμως να παρέχονται οι σαφείς εξηγήσεις για τον λόγο που φτάσαμε στην αυτοχειρία. Ας μην γελιόμαστε όμως. Πέρα από τα σέξι και ελαφρώς υπέρβαρα πλάνα της καυτής έστω και στα κοντά πενήντα της Bellucci, που υποτίθεται υποδύεται την αγαπημένη του υιού Garrel / Φραντσέζου Παπακαλιάτη, η ταινία ενός οτέρ παγιδευμένου στα καλλιτεχνικά παραμύθια ενός προ πάντων των αιώνων Γαλλικού Μάη, δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει. Ιδίως στον τομέα της φρεσκάδας και της ανανέωσης, που είναι και το άμεσο ζητούμενο στο σύγχρονο σινεμά...
Στην πραγματικότητα η αφήγηση, γίνεται μέσα από την ματιά του επισκέπτη κολλητού, κάτι σαν φλασμπάκ αναμνήσεων, από εκείνη την καυτή θερινή περίοδο, που ήταν και εκείνη που αντελήφθη πως κάτι παράξενο τρέχει στην σχέση του ασύμμετρου ντουέτου. Αφορμή για να ξετυλιχθούν οι θύμησες, στέκεται το (ακούσιο?) τρακάρισμα του Φρεντ, με το αμάξι του, πάνω σε δέντρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, που τον έστειλε στην εντατική με βαρύτατα τραύματα, όπερ σημαίνει πως την βγάζει δεν την βγάζει καθαρή. Άρα αυτό που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον θεατή, είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον (πολύ περισσότερο του κανονικού) φιλοσοφημένο νέο στην αυτοκαταστροφή. Άλλο που δεν θέλει το λοιπόν, ο κατάμαυρης (όσο και δήθεν πολιτικής) ματιάς Philippe Garrel, να φωνάξει παρών στην απαίτηση ενός αλλοπρόσαλλου πεσιμιστικού σεναρίου για ντιρέκτορα...
Για πες: Όπως ακριβώς συνέβη και στις πιο πρόσφατες δημιουργίες του δηλαδή, Les Amants Reguliers και La Frontiere De L'Aube - γραμμένες αυτές σε black and white φόρμα, εν αντιθέσει με το Un Ete Brulant που υπάρχει μια αχνή χρωματική επίστρωση - τα πάντα σχεδόν περιστρέφονται γύρω από το απονενοημένο διάβημα ενός βασικού χαρακτήρα της υπόθεσης, δίχως όμως να παρέχονται οι σαφείς εξηγήσεις για τον λόγο που φτάσαμε στην αυτοχειρία. Ας μην γελιόμαστε όμως. Πέρα από τα σέξι και ελαφρώς υπέρβαρα πλάνα της καυτής έστω και στα κοντά πενήντα της Bellucci, που υποτίθεται υποδύεται την αγαπημένη του υιού Garrel / Φραντσέζου Παπακαλιάτη, η ταινία ενός οτέρ παγιδευμένου στα καλλιτεχνικά παραμύθια ενός προ πάντων των αιώνων Γαλλικού Μάη, δεν έχει τίποτα άλλο να προσφέρει. Ιδίως στον τομέα της φρεσκάδας και της ανανέωσης, που είναι και το άμεσο ζητούμενο στο σύγχρονο σινεμά...
Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί, για τις δικές μας αίθουσες, από την Rosebud