του Paolo Sorrentino. Με τους Sean Penn, Frances McDormand, Judd Hirsch, Eve Hewson, Kerry Condon, Harry Dean Stanton, David Byrne
This Must Be (ALL OVER) The Place...
του gaRis (@takisgaris)
Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που ο φορές βιτριολικός καλύτερος ηθοποιός του πλανήτη (στα εδώ τα μέρη) Sean Penn έριξε το φαρμάκι του στον υπερ-υπερ-εκτιμημένο Terry Malick για τα ανοσούμπαλα πλάνα που αφορούν τον ίδιο στο διχαστικό Tree of Life. Μήπως δεν είχε και δίκιο όμως; Το να τρέχει στις άγριες ερημιές και να σπαράζει μονάχος έτσι, στο ανερμάτιστο, είναι πρώτης τάξης υλικό για την κούτα με τα κομμένα του μοντέρ κι όχι για να χαραμιστεί το πρώτης τάξεως ερμηνευτικό τάλαντο του αντικομφορμίστα Sean. To ζήτημα βέβαια με τον Mr. Penn παραμένει ότι η τάση του να τραβά τους ρόλους του στα άκρα, εξερευνώντας εξαντλητικά το συναισθηματικό τους επίκεντρο, οδηγεί σε διφορούμενα αποτελέσματα, από όπου δε λείπουν τα gimmicks. Ιδέστε και την Streep, για του λόγου το ασφαλές. Είναι η κατάρα των μεγάλων ερμηνευτών, ειδικότερα όταν το πρωτογενές υλικό (βλ. σενάριο) δεν είναι ιδιαίτερα αβανταδόρικο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το This Must Be The Place, τέταρτη ταινία, πρώτη αγγλόφωνη του Paolo Sorrentino, βραβευμένου στις Cannes το 2008 για το Il Divo. Ο θεματικός άξονας εδώ περιστρέφεται στο ταξίδι, ύστερα από 30 χρόνια, του ξεπεσμένου goth rock star Cheyenne (Sean Penn) που αφήνει πίσω στην Ιρλανδία την υπερδραστήρια σύζυγο – πυροσβέστη (Frances McDormand, η οποία όπου και να παίξει μοιάζει να έχει αγκυροβολήσει στο βασίλειο των Coen bros) και τη νεαρή γκοθού φίλη του (Eve Hewson) για να πάει (ακτοπλοϊκώς) στη Ν. Υόρκη ώστε να δει τον νεκρό πλέον πατέρα του που τον είχε αποκηρύξει. Εκεί μαθαίνει ότι ο Ιουδαίος, επιζήσας του Ολοκαυτώματος γονιός του, διατηρούσε αλληλογραφία με έναν πρώην ναζί αξιωματικό με τον οποίο τον συνδέει μια ταπεινωτική εμπειρία στο Άουσβιτς που τον έκανε να διψά για εκδίκηση μέχρι τον θάνατό του. Με τη βοήθεια ενός υπέργηρου κυνηγού επικηρυγμένων (Judd Hirsch), o Cheyenne θα ξεκινήσει την περιπλάνησή του στις αμερικανικές επαρχιακές αλάνες ώστε να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του πατέρα του, αναζητώντας ταυτόχρονα την προσωπική του εξιλέωση ή ορθότερα…ενηλικίωση.
Αυτό λοιπόν είναι ένα arrested development road movie, που θα μπορούσε να σταθεί ως το εξαδελφάκι του Jarmuschιανού Broken Flowers αν δεν παστωνόταν τόσο με αμέτρητα καδραρίσματα αυτοθαυμασμού, πιάνοντας από τα μαλλιά - αφάνα του πρωταγωνιστή του κάθε ευκαιρία για τσιτάτα υψηλής αισθαντικότητας και αποδελτιωμένης αλήθειας. Φεστιβαλισμός λέγεται η ασθένεια, με τον Penn, με εμφάνιση Ψαλιδοχέρη, φωνή Betty White (!) και μανιερισμούς τύπου I Am Sam, να φκιάνει ένα pastiche που δεν ξέρεις αν ο χαρακτήρας είναι gay κατατονικός, βαρεμένος, φρικαρισμένος ή α λα Michael Jackson- Peter Pan ψυχαναγκαστικός. Υπάρχουν αναντίρρητα στιγμές ερμηνευτικής διάνοιας όμως η αλλού-ντ’αλλού πλοκή (Ολοκαύτωμα;) όσο και η εντελώς προσχηματική κινηματογράφηση, κάνουν ένα χαρμάνι που εντέλει κατοικοεδρεύει στο βασίλειο της Burtonικής μπουφλαμάρας.
Για πες: Η ψαγμένη (ζήτω τα 80s!) μουσική επένδυση του Talking Heads frontman David Byrne, ο οποίος παίζει τον εαυτό του – παλιό συντρόφι του Cheyenne στην ταινία, εμπεριέχει και το τραγούδι που δίνει τον ομώνυμο τίτλο, για να δώσει έναν ευθύ συνειρμό ως προς την ανάγκη του να νοιώσει συνδεδεμένος με το περιβάλλον του (‘I'm just an animal looking for a home, Share the same space for a minute or two’). H λίαν προβλέψιμη τελική σκηνή της οποίας προηγείται η αναμέτρηση με τον υπερήλικα ναζί που κυμαίνεται στα όρια του νοσηρά γελοίου, έρχεται να μας επανασυστήσει τον Cheyenne ως 50άρη «θεραπευμένο» από το τέλμα του παλιμπαιδισμού του. Το ζήτημα όμως παραμένει ότι, όπως και με την ταινία ως σύνολο, προτιμούμε την καρικατούρα του α λα Robert Smith (The Cure) να λέει διάφορα χαζά έως διφορούμενα, προσπερνώντας, έστω κι έτσι, την ισχυρή αμφιβολία ως προς το αν τελικά αυτή η ιστορία είχε κάποια αξία να ειπωθεί.
Στις δικές μας αίθουσες, στις 8 Μαρτίου 2012 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική