by Takis Garis
Episode 14 - Σιωπή και Ντροπή
> The Artist (****1/2): Η συγγραφή μιας κινηματογραφικής κριτικής είναι αφ’εαυτής πράξη άσκησης εξουσίας. Αναλυτική δήλωση αποδοχής ή απόρριψης μιας αρτίστικης οντότητας. Καλλιτεχνίας ή κακοτεχνίας, δεν κάνει διαφορά. Τις περισσότερες φορές για να συμβεί αυτό, τίθεται η ημιορατή προϋπόθεση, ένα σχεδόν προαπαιτούμενο, να τηρηθεί μια απόσταση ασφαλείας από την ταινία. Γιατί; Πείτε το απλά επαγγελματική διαστροφή. Η απόσταση θα δημιουργήσει συναισθηματικό αντίβαρο, έναν σχεδόν φόβο του να αφεθεί κανείς στην ουσία της κινηματογραφικής τέχνης που είναι δράμα (με την έννοια του δρώντος έργου) σε εικονικά πραγματικό χρόνο. Εγώ δε θα πέσω σε αυτή τη λούμπα.
> Για ταινίες όπως The Artist, τα ολισθήματα που καραδοκούν στη θέα μιας «αντικειμενικής», «αποστασιοποιημένης» κριτικής ανάλυσης είναι πάμπολλα. The Artist έχει δημιουργήσει ντόρο ήδη από τις φετινές Cannes κι αποτελεί το μέγα φαβορί για την τελική επικράτηση στα φετινά Oscars. Το θέμα με The Artist είναι κάτι πολύ σπάνιο για τα κινηματογραφικά δεδομένα του 21ου αιώνα, του Avatar, των Transformers και του 3D: The Artist μας γυρίζει πίσω στα 1927, ώστε να επαναδρομολογήσει το σινεμά του μέλλοντός μας. Όχι για να μας παιχνιδίσει τα vintage μονοπάτια του βωβού κινηματογράφου, ως μια πικάντικα γλαφυρή άσκηση hommage. Αλλά για να επαναφέρει στο προσκήνιο εικόνες και σημειωτική που είχαν παραγκωνιστεί μέσα στον ορυμαγδό της εικονοποιημένης τρεχάλας, του σπινταριστού κενού, της πατικωμένης βιο-σκατούλας που ταΐζουμε όλοι συστηματικά τους θεατές - επιγόνους μας.
> Ο σχεδόν απαρατήρητος στο ευρύ παγκόσμιο κoινό Γάλλος Michel Hazanavicious, παρέα με τους πρωταγωνιστές του στα classy Bond-spoofs OSS 117, Jean Dujardin και Bérénice Bejo (σύζυγο και μητέρα των δύο παιδιών του), παίζει εκτός έδρας - εντός Hollywood και καταγάγει μια περίλαμπρη νίκη, εκεί που αδυνατεί το αργόσυρτο κατά το ήμισυ μάθημα κινηματογραφικής ιστορίας του Hugo, μέσα στο λάθος περίβλημα της οικογενειακής ταινίας. Η ιστορία είναι τόσο παλιά, όσο το ίδιο το Hollywoodland. O περιζήτητος star George Valentin (Dejardin) στη δύση του βωβού σινεμά, γνωρίζεται τυχαία με την θαυμάστριά του Peppy Miller (Bejo) που θα αναδειχθεί με την φρεσκάδα του προσώπου και την τσαχπινιά των χορευτικών της σε star του ομιλούντος σινεμά, όταν αυτός θα αρνηθεί να «μιλήσει» τόσο στην γκιόσα σύζυγο (Penelope Ann Miller) όσο και στον αρχετυπικό παραγωγό των ταινιών του (John Goodman).
> Για ταινίες όπως The Artist, τα ολισθήματα που καραδοκούν στη θέα μιας «αντικειμενικής», «αποστασιοποιημένης» κριτικής ανάλυσης είναι πάμπολλα. The Artist έχει δημιουργήσει ντόρο ήδη από τις φετινές Cannes κι αποτελεί το μέγα φαβορί για την τελική επικράτηση στα φετινά Oscars. Το θέμα με The Artist είναι κάτι πολύ σπάνιο για τα κινηματογραφικά δεδομένα του 21ου αιώνα, του Avatar, των Transformers και του 3D: The Artist μας γυρίζει πίσω στα 1927, ώστε να επαναδρομολογήσει το σινεμά του μέλλοντός μας. Όχι για να μας παιχνιδίσει τα vintage μονοπάτια του βωβού κινηματογράφου, ως μια πικάντικα γλαφυρή άσκηση hommage. Αλλά για να επαναφέρει στο προσκήνιο εικόνες και σημειωτική που είχαν παραγκωνιστεί μέσα στον ορυμαγδό της εικονοποιημένης τρεχάλας, του σπινταριστού κενού, της πατικωμένης βιο-σκατούλας που ταΐζουμε όλοι συστηματικά τους θεατές - επιγόνους μας.
> Ο σχεδόν απαρατήρητος στο ευρύ παγκόσμιο κoινό Γάλλος Michel Hazanavicious, παρέα με τους πρωταγωνιστές του στα classy Bond-spoofs OSS 117, Jean Dujardin και Bérénice Bejo (σύζυγο και μητέρα των δύο παιδιών του), παίζει εκτός έδρας - εντός Hollywood και καταγάγει μια περίλαμπρη νίκη, εκεί που αδυνατεί το αργόσυρτο κατά το ήμισυ μάθημα κινηματογραφικής ιστορίας του Hugo, μέσα στο λάθος περίβλημα της οικογενειακής ταινίας. Η ιστορία είναι τόσο παλιά, όσο το ίδιο το Hollywoodland. O περιζήτητος star George Valentin (Dejardin) στη δύση του βωβού σινεμά, γνωρίζεται τυχαία με την θαυμάστριά του Peppy Miller (Bejo) που θα αναδειχθεί με την φρεσκάδα του προσώπου και την τσαχπινιά των χορευτικών της σε star του ομιλούντος σινεμά, όταν αυτός θα αρνηθεί να «μιλήσει» τόσο στην γκιόσα σύζυγο (Penelope Ann Miller) όσο και στον αρχετυπικό παραγωγό των ταινιών του (John Goodman).
> Το τι επακολουθεί είναι τόσο προβλέψιμο, όσο σαγηνευτικό. Ο ίδιος ακριβώς λόγος που η μάνα μου όσο και η γυναίκα μου, όσο είμαι εξίσου πεπεισμένος ότι δεκαετίες αργότερα και η κόρη μου θα εξακολουθούν να θεωρούν το Gone With The Wind ένα all time classic must-see. Ο σεναριογράφος Hazanavicious συναγωνίζεται τον σκηνοθέτη σε ρηξικέλευθη τόλμη, ορθή εκτίμηση του βάθους του κάδρου, της κινησιολογίας των naturals ερμηνευτών του. Οι αναφορές πλημμυρίζουν το κιάρο-σκούρο: Από το Singin’ in the Rain στο A Star Is Born, στο Citizen Cane μέχρι το σοφό score του Ludovic Burce που παραπέμπει στο θρυλικό χαλί του Bernard Herrmann στο Vertigo. H ταινία λάμπει ευρηματικά μέσα από το φακό του Guillaume Schiffman, ενώ το ψαλίδι του one-man-band Hazanavicious κόβει και ενώνει αλάνθαστα 100 λεπτά όπου η πανδαισία της σιωπής συναγωνίζεται την απαράμιλλη ευγλωττία των εικόνων του.
> Μελόδραμα; Σίγουρα. Νοσταλγική κομεντί; Σαφέστατα. O Dujardin είναι η απόλυτη φιλμική διασταύρωση Douglas Fairbanks και Jean Kelly. H Bejo μετενσαρκώνει τις Bebe Daniels και Colleen Moore. Ακόμη και o αξιολάτρευτος Uggie the dog κλέβει αξιοκρατικά αρκετό on screen time με την απίστευτη τεχνική του. Αν ο Rob Marshall κατέπληξε με το επιτομημένο musical Chicago, ο Hazanavicious παραθέτει ένα αγαστό μάθημα για το πώς φτιάχνεται ένα real entertainment Hollywood movie, ως μετα-μοντέρνα αισθητική πρόταση. Απαλά, χωρίς βαρύγδουπες ή αβυσσαλέες κραυγές για την κατρακύλα της ανθρωπότητας, όπως τα arthouse αριστουργήματα των 187 θεατών. Με αξιοπρέπεια, ένταση χωρίς χειραγώγηση, συγχρονισμό που αυξομειώνει τους καρδιακούς παλμούς του θεατή ως βηματοδότης. Αν ο ορισμός του αριστουργήματος έχει να κάνει με το πόσο μια ταινία συνδέεται διαχρονικά ως καλλιτεχνική αξία, συναντώντας την ευρεία αποδοχή του κοινού, τότε The Artist το μόνο που απομένει να κάνει είναι να αφήσει το πέρασμα του χρόνου να το αναδείξει στη θέση που δικαιωματικά του ανήκει: Της ταινίας που κατόρθωσε να σώσει μια μετριότατη κινηματογραφικά χρονιά από την ανυποληψία.
> Shame (***1/2):Definition: A painful emotion caused by a strong sense of guilt, embarrassment, unworthiness, or disgrace.
> Υπάρχουν 24 εκατομμύρια σεξουαλικώς εξαρτημένοι αμερικανοί. O Brandon Sullivan (Michael Fassbender) είναι ένας ακόμη από αυτούς. Γοητευτικός 30άρης, στέλεχος διαφημιστικής, έχει δικό του διαμέρισμα στο Manhattan. To πρωί θα ξυπνήσει μόνος του (όπως πάντα) για να έχει τον πρώτο οργασμό της ημέρας. Θα φλερτάρει ως αρπαχτικό στο μετρό με παντρεμένες, μέσα σε μπαρ με δεσμευμένα τσουλάκια. Στη δουλειά θα φιξαριστεί στις ανδρικές τουαλέτες προτού του την πέσει η γοητευτική συνάδελφός (Nicole Beharie) του με την οποία θα επιδιώξει μια πιο συμβατική (αλλά πάλι, άκαρπη) σεξουαλική σχέση. Computer και laptop, ντουλάπες, άπαντα γεμάτα πορνογραφικό υλικό. Υπάρχουν στιγμές που η ακόρεστη δίψα του για εκτόνωση θα πάρει το δρόμο των call girls, του κοντινού gay bar και του λεσβιακού trois a ménage. O Brandon κυριαρχείται από το πάθος του. Η ηδονή είναι ο καθημερινός προσωπικός του Γολγοθάς.
> Ώσπου στο κουκούλι που έχει για διαμέρισμα εισβάλει η αδερφή του, Sissy (Carey Mulligan). Εξαρτημένη από αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις προσωπικότητα, περιστασιακή jazz τραγουδίστρια, φλερτάροντας καθημερινά με τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Μοιράζεται μαζί του ένα τραυματικό οικογενειακό παρελθόν, το οποίο κατατρέχει τον Brandon. Επιμένει να τον προσεγγίζει με έναν φορτικό τρόπο που τον κάνει να νοιώσει αιχμάλωτος της αδιακρισίας της. Μέσα σε όλα πλαγιάζει στο κρεβάτι του με τον εργένη προϊστάμενό του, το ίδιο βράδυ της γνωριμίας στο club που τραγουδάει την πιο ντεκαντάντ εκδοχή του New York, New York. Η έκρηξη δε θα αργήσει να επισυμβεί, καθώς οι μακρινές νυχτερινές διαδρομές του Brandon, καθώς τρέχει με την αθλητική του φόρμα να ξεφύγει από τους δαίμονές του, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με την οδυνηρή επαναλειπτικότητα του σεξουαλικού του μαρτυρίου.
> Μελόδραμα; Σίγουρα. Νοσταλγική κομεντί; Σαφέστατα. O Dujardin είναι η απόλυτη φιλμική διασταύρωση Douglas Fairbanks και Jean Kelly. H Bejo μετενσαρκώνει τις Bebe Daniels και Colleen Moore. Ακόμη και o αξιολάτρευτος Uggie the dog κλέβει αξιοκρατικά αρκετό on screen time με την απίστευτη τεχνική του. Αν ο Rob Marshall κατέπληξε με το επιτομημένο musical Chicago, ο Hazanavicious παραθέτει ένα αγαστό μάθημα για το πώς φτιάχνεται ένα real entertainment Hollywood movie, ως μετα-μοντέρνα αισθητική πρόταση. Απαλά, χωρίς βαρύγδουπες ή αβυσσαλέες κραυγές για την κατρακύλα της ανθρωπότητας, όπως τα arthouse αριστουργήματα των 187 θεατών. Με αξιοπρέπεια, ένταση χωρίς χειραγώγηση, συγχρονισμό που αυξομειώνει τους καρδιακούς παλμούς του θεατή ως βηματοδότης. Αν ο ορισμός του αριστουργήματος έχει να κάνει με το πόσο μια ταινία συνδέεται διαχρονικά ως καλλιτεχνική αξία, συναντώντας την ευρεία αποδοχή του κοινού, τότε The Artist το μόνο που απομένει να κάνει είναι να αφήσει το πέρασμα του χρόνου να το αναδείξει στη θέση που δικαιωματικά του ανήκει: Της ταινίας που κατόρθωσε να σώσει μια μετριότατη κινηματογραφικά χρονιά από την ανυποληψία.
> Shame (***1/2):Definition: A painful emotion caused by a strong sense of guilt, embarrassment, unworthiness, or disgrace.
> Υπάρχουν 24 εκατομμύρια σεξουαλικώς εξαρτημένοι αμερικανοί. O Brandon Sullivan (Michael Fassbender) είναι ένας ακόμη από αυτούς. Γοητευτικός 30άρης, στέλεχος διαφημιστικής, έχει δικό του διαμέρισμα στο Manhattan. To πρωί θα ξυπνήσει μόνος του (όπως πάντα) για να έχει τον πρώτο οργασμό της ημέρας. Θα φλερτάρει ως αρπαχτικό στο μετρό με παντρεμένες, μέσα σε μπαρ με δεσμευμένα τσουλάκια. Στη δουλειά θα φιξαριστεί στις ανδρικές τουαλέτες προτού του την πέσει η γοητευτική συνάδελφός (Nicole Beharie) του με την οποία θα επιδιώξει μια πιο συμβατική (αλλά πάλι, άκαρπη) σεξουαλική σχέση. Computer και laptop, ντουλάπες, άπαντα γεμάτα πορνογραφικό υλικό. Υπάρχουν στιγμές που η ακόρεστη δίψα του για εκτόνωση θα πάρει το δρόμο των call girls, του κοντινού gay bar και του λεσβιακού trois a ménage. O Brandon κυριαρχείται από το πάθος του. Η ηδονή είναι ο καθημερινός προσωπικός του Γολγοθάς.
> Ώσπου στο κουκούλι που έχει για διαμέρισμα εισβάλει η αδερφή του, Sissy (Carey Mulligan). Εξαρτημένη από αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις προσωπικότητα, περιστασιακή jazz τραγουδίστρια, φλερτάροντας καθημερινά με τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Μοιράζεται μαζί του ένα τραυματικό οικογενειακό παρελθόν, το οποίο κατατρέχει τον Brandon. Επιμένει να τον προσεγγίζει με έναν φορτικό τρόπο που τον κάνει να νοιώσει αιχμάλωτος της αδιακρισίας της. Μέσα σε όλα πλαγιάζει στο κρεβάτι του με τον εργένη προϊστάμενό του, το ίδιο βράδυ της γνωριμίας στο club που τραγουδάει την πιο ντεκαντάντ εκδοχή του New York, New York. Η έκρηξη δε θα αργήσει να επισυμβεί, καθώς οι μακρινές νυχτερινές διαδρομές του Brandon, καθώς τρέχει με την αθλητική του φόρμα να ξεφύγει από τους δαίμονές του, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με την οδυνηρή επαναλειπτικότητα του σεξουαλικού του μαρτυρίου.
> O Fassbender είναι ο ηθοποιός- φετίχ του Steve McQueen, art video καλλιτέχνη που μας καθήλωσε με το παρόμοιας θεματολογίας του Hunger (2008), όπου εκεί το σωματικό μαρτύριο ήταν η απεργία πείνας του φυλακισμένου ιρλανδού, κρατούμενου για δράση στον IRA, Bobby Sands. Τότε ο Fassbender έχασε 14 κιλά (έφτασε τα 59), διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με τον Christian Bale του Machinist ο οποίος επίσης έπαιξε έναν παρόμοιο με το Shame ρόλο στο σαφώς κατώτερο American Psycho. Ιδανική, star- making χρονιά για τον γερμανο-ιρλανδό γόητα, καθώς τον θαυμάσαμε εφέτος στα X-Men: First Class, Jane Eyre και κυριότερα στο A Dangerous Method ως Carl Young. O Michael διαθέτει εξαιρετική τεχνική, παίρνει τεράστια ρίσκα ως ερμηνευτής, έχοντας ως δεδηλωμένο πρότυπο τον αξεπέραστο Daniel Day Lewis.
> Η σωματική, στα όρια του πορνό, ερμηνεία του, θα τον φέρει δικαιωματικά μέχρι τα Oscars. Είναι πραγματικά ένας κινούμενος ζωγραφικός πίνακας έντονων συναισθημάτων, ποτισμένων σπαραχτικά από τον πόνο της εγγενούς ντροπής που κατακλύζει τον χαρακτήρα του. Όμως η ταινία δε θα ήταν η ίδια χωρίς την Carey Mulligan. Κόντρα ρόλος, γεμάτος ωμή αλήθεια, αδυναμία και ασχήμια μιας ηττημένης ζωής χωρίς προσανατολισμό. Αν ο McQueen δεν ήταν τόσο φειδωλός στις ατάκες της, θα μιλούσαμε για την υποστηρικτική ερμηνεία της χρονιάς. Φιλικά πάντως, ας το σκεφτεί λίγο καλύτερα πριν ξανατραγουδήσει στην επόμενη ταινία της.
> Ο McQueen χάνει εδώ μια τεράστια ευκαιρία. Το θέμα του είναι επίκαιρο όσο ποτέ, με τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις και δη τις περισσότερες σεξουαλικές, να έχουν περιοριστεί στην ανταλλαγή σωματικών υγρών. Αυτό όμως είναι ήδη γνωστό. Όπως επίσης το ζητούμενο, πέρα από το σήμα-κατατεθέν του αργό, «κλινικό» φιλμάρισμα, είναι να δοθεί μια βαθύτερη ερμηνεία ή μια απόπειρα εξέλιξης του ταλαιπωρημένου του ήρωα. Καλή η πειστική καταγραφή, καλύτερη όμως η ανάλυση. Δεν τίθεται θέμα εύκολων απαντήσεων, γιατί φυσικά αυτές δεν υπάρχουν. Δυστυχώς ο McQueen πάσχει από μια (καλλιτεχνική, στην περίπτωσή του) ασθένεια παρόμοια με αυτή του Brandon: Είναι τόσο «φτιαγμένος» με τo σοκ που διασπείρει η αισθητική του πρόταση που δε δείχνει το ανάλογο ενδιαφέρον (λέγε με intimacy) για τον αποδέκτη της δημιουργίας του. Art house αυτισμός ή όχι, το Shame είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες του 2011.
> Η σωματική, στα όρια του πορνό, ερμηνεία του, θα τον φέρει δικαιωματικά μέχρι τα Oscars. Είναι πραγματικά ένας κινούμενος ζωγραφικός πίνακας έντονων συναισθημάτων, ποτισμένων σπαραχτικά από τον πόνο της εγγενούς ντροπής που κατακλύζει τον χαρακτήρα του. Όμως η ταινία δε θα ήταν η ίδια χωρίς την Carey Mulligan. Κόντρα ρόλος, γεμάτος ωμή αλήθεια, αδυναμία και ασχήμια μιας ηττημένης ζωής χωρίς προσανατολισμό. Αν ο McQueen δεν ήταν τόσο φειδωλός στις ατάκες της, θα μιλούσαμε για την υποστηρικτική ερμηνεία της χρονιάς. Φιλικά πάντως, ας το σκεφτεί λίγο καλύτερα πριν ξανατραγουδήσει στην επόμενη ταινία της.
> Ο McQueen χάνει εδώ μια τεράστια ευκαιρία. Το θέμα του είναι επίκαιρο όσο ποτέ, με τις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις και δη τις περισσότερες σεξουαλικές, να έχουν περιοριστεί στην ανταλλαγή σωματικών υγρών. Αυτό όμως είναι ήδη γνωστό. Όπως επίσης το ζητούμενο, πέρα από το σήμα-κατατεθέν του αργό, «κλινικό» φιλμάρισμα, είναι να δοθεί μια βαθύτερη ερμηνεία ή μια απόπειρα εξέλιξης του ταλαιπωρημένου του ήρωα. Καλή η πειστική καταγραφή, καλύτερη όμως η ανάλυση. Δεν τίθεται θέμα εύκολων απαντήσεων, γιατί φυσικά αυτές δεν υπάρχουν. Δυστυχώς ο McQueen πάσχει από μια (καλλιτεχνική, στην περίπτωσή του) ασθένεια παρόμοια με αυτή του Brandon: Είναι τόσο «φτιαγμένος» με τo σοκ που διασπείρει η αισθητική του πρόταση που δε δείχνει το ανάλογο ενδιαφέρον (λέγε με intimacy) για τον αποδέκτη της δημιουργίας του. Art house αυτισμός ή όχι, το Shame είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες του 2011.
gaRis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική