του J.C. Chandor. Με τους Kevin Spacey, Paul Bettany, Jeremy Irons, Zachary Quinto, Penn Badgley, Simon Baker, Demi Moore, Stanley Tucci
Η νύχτα που νίκησαν οι τράπεζες
του zerVo
Όσο η οικονομική κρίση μεγαλώνει και τα περιθώρια αντιμετώπισης της στενεύουν, ολοένα και θα κάνουν την εμφάνιση τους κινηματογραφικές ιστορίες, βασισμένες σε πραγματικά περιστατικά, που θα φωτίζουν ημι-άγνωστες πτυχές για το πως έχουμε φτάσει στον παγκόσμιο financial όλεθρο. Καταρρεύσεις ολόκληρων κολοσσών, με πόδια γυάλινα όμως, που μέσα σε μια νύχτα ξεπούλησαν ότι είχαν και δεν είχαν, προκειμένου να περισώσουν έστω και το τελευταίο σεντ περιουσίας, που οδήγησαν βαθμηδόν και με αλυσιδωτές αντιδράσεις στην διεθνή ύφεση. Νούμερα, προϋπολογισμοί, δισεκατομμύρια, πίτες και στατιστικές, στο πρώτο πλάνο της στείρας από συναίσθημα πραγματικότητας. Αλήθεια σε αυτό το πεδίο, ο άνθρωπος σε ποιο βάθος του μπορεί να κρύβεται?
Λίγο μετά την παύση από τα καθήκοντα του, θύμα κι αυτός των σαρωτικών περικοπών στον χρηματοπιστωτικό όμιλο της Νέας Υόρκης, πεπειραμένος αναλυτής, με μια έκθεση φωτιά, θα βάλει βόμβα στα θεμέλια των πρώην εργοδοτών του: Η εταιρία βυθίζεται και μαζί της θα παρασύρει ολόκληρο τον εμπορικό κόσμο. Ο συναγερμός που μέσα σε ώρες θα σημάνει, θα ωθήσει τα ακριβοπληρωμένα στελέχη του ομίλου να πάρουν γενναίες αποφάσεις, που θα έχουν σε πρώτη προτεραιότητα το συμφέρον τους, αδιαφορώντας ταυτόχρονα για το τσουνάμι που θα προκαλέσει η στάση τους στις διεθνείς χρηματαγορές.
Οι φήμες λεν πως το στόρι της αφήγησης του J.C Chandor, ενός πρωτοεμφανιζόμενου τόσο στην σκηνοθετική καρέκλα όσο και στην σεναριακή γραφή, φωτογραφίζουν την αυτοκρατορική πτώση στο κενό της Λίμαν Μπράδερς, της επενδυτικής τράπεζας που η συντριβή της, ήταν το πρώτο νταμάκι στο καταστροφικό ντόμινο, που συντάραξε την υφήλιο. Έτσι ή αλλιώς, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, ελάχιστοι πιστεύουν πως η ρίζα του κακού δεν ήταν η αχόρταγη τάση των τραπεζιτών να φουσκώσουν ακόμη περισσότερο τις ήδη γεμάτες τους τσέπες, μην δίνοντας φράγκο (κυριολεκτικά) για τον σεισμό που θα ακολουθήσει. Άλλοτε με κλειστοφοβικές τάσεις κι άλλοτε με ζαλιστικές απόψεις του κενού, το Margin Call, λειτουργεί περισσότερο ως θεατρική πρόβα, που οι ερμηνευτές δεν ξέρουν εκ των προτέρων τα λόγια που πρόκειται να εκστομίσουν. Υποθέτουν τι θα πουν, αλλά περισσότερο το μαντεύουν.
Για πες: Κι επειδή οι πιο πολλοί από αυτούς είναι της ανωτάτης υποκριτικής σχολής, όπως ο Spacey, ο Irons κι ο Tucci, εκφραστικά τα καταφέρνουν περίφημα υποδυόμενοι τους δράκουλες που τινάζουν την μπάνκα στον αέρα. Όταν ανοίγουν τα στόματα όμως, οι γεμάτες αριθμούς ατάκες - από το άδικα τόσο πολυμελές επιτελείο - που σε αυτό το επίπεδο φαντάζουν με σανσκριτικά δίχως υπότιτλους, αποπροσανατολίζουν τον άπειρο θεατή, που κάπου χάνει μέρος του ειρμού. Ψήγματα μόνο μορφασμών και ο επίλογος του μεγάλου Kevin, δίνουν στο ζήτημα την ανθρώπινη, ίσως και μελοδραματικότερη χροιά του, εκεί που θα προτιμούσα ο δημιουργός να ρίξει περισσότερο φως, παρά στους παγωμένους ιδρώτες που κυλούν στα aqua velva μάγουλα, στα μακροσκελή κι επαναλαμβανόμενα μίτινγκ...
Στις δικές μας αίθουσες, στις 15 Δεκεμβρίου 2011 από την Spentzos
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική