by Takis Garis
Episode 12 - Από τον Scorsese στον Clooney και την Close...
> Hugo (****): Τον περίμενα αγωνιωδώς τον Marty ολόκληρη τη χρονιά, μέχρι αυτή την υπέρλαμπρη κινηματογραφικά Thanksgiving εβδομάδα για τους Αμερικάνοι (στον Κάναδα πρωτοπορούμε και στας εορτάς). Τα ρίσκα τεράστια. O grand master έχει να κάνει PG13 κοντά είκοσι χρόνια, όσα περίπου είναι πιστός στο 2:35:1 (cinemascope). Έρχεται λοιπόν και παρουσιάζει έναι «παιδικό» φιλμ σε 3D, που το είδε ο Τζίμης ο Κάμερον και του έφυγε η μαγκιά (καταλαβαίνεις τι έχει να γίνει πριν το επόμενο Πάσχα που θα βγάλει ξανά στο κλαρί τον Τιτανικό σε 3D, όπως και το άλλο το κολλητάρι ο Τζώρτζης ο Λούκας, που θα αναστήσει τον πεθαμένο τον Episode I (εννοείται σε 3D). Πρωτύτερα θα παίξει το Beauty & The Beast 3D, ενώ οι καλά διασταυρωμένες πληροφορίες μου με καθησυχάζουν ότι τουλάχιστον ο μέγιστος ο Νικόλας ο Ζερβός ακόμη το σκέφτεται το ρημαδιασμένο (εννοείται πάντα το 3D), για το σπαρταριστό μεγαλούργημά του Σαπίλα, Ξεφτίλα, Τεκίλα.
> Το ξεκαθαρίζω ευθύς - εξαρχής: Ο Σκορτσέζες δεν το κατέχει το «παιδικό». Δεν έχει κάνει ορθή επιλογή στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του Hugo (Asa Butterfield), ο οποίος, ένεκα της καταφανούς απειρίας του, αποδίδει διαφορετικά την κάθε σκηνή του, χωρίς ενιαία ερμηνευτική φωτοσκίαση. Ευτυχώς που η μικρή Isabelle (Chloe Moretz) τον πάει κυριολεκτικά από το χεράκι. Ο Johnny Logan (όχι του eurovisionικού Hold Me Now – ο σεναριογράφος), τα θαλασσώνει, μεταξύ κοινοτυπίας, μελουρίτσας και αμήχανης πλοκής. Παρότι η πρώτη ύλη είναι το βραβευμένο best seller του Brian Selznick “The Inventions of Hugo Cabret”.
> Ένα πολυμήχανο 12χρονο ορφανό διαλανθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού στα 1930, στη δούλεψη του μεθύστακα - ρυθμιστή ρολογιών θείου του (Ray Winstone), κυνηγημένο από τον γραφικό κούτσαβλο σταθμάρχη (Sacha Baron Cohen). Σκοπός της ζωής του Hugo είναι να συναρμολoγήσει το «Αυτόματον» ένα ρομπότ - γραφιά που είναι η μόνη κληρονομιά από τον εφευρέτη πατέρα του (Jude Law) που θα χαθεί πρόωρα σε μια μυστηριώδη φωτιά.Ο Hugo κλέβει εξαρτήματα από τον γερασμένο ρολογά George Melies (ο στιβαρός Ben Kingsley), του οποίου η οικογένεια με πρώτη την Isabelle, και μετά την σύζυγο Lisette (Emilly Mortimer) θα συνδεθεί μαζί του, ωσότου αποκαλυφθεί το μυστικό που ενώνει τον Melies με τον πατέρα του.
> Το ξεκαθαρίζω ευθύς - εξαρχής: Ο Σκορτσέζες δεν το κατέχει το «παιδικό». Δεν έχει κάνει ορθή επιλογή στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του Hugo (Asa Butterfield), ο οποίος, ένεκα της καταφανούς απειρίας του, αποδίδει διαφορετικά την κάθε σκηνή του, χωρίς ενιαία ερμηνευτική φωτοσκίαση. Ευτυχώς που η μικρή Isabelle (Chloe Moretz) τον πάει κυριολεκτικά από το χεράκι. Ο Johnny Logan (όχι του eurovisionικού Hold Me Now – ο σεναριογράφος), τα θαλασσώνει, μεταξύ κοινοτυπίας, μελουρίτσας και αμήχανης πλοκής. Παρότι η πρώτη ύλη είναι το βραβευμένο best seller του Brian Selznick “The Inventions of Hugo Cabret”.
> Ένα πολυμήχανο 12χρονο ορφανό διαλανθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού στα 1930, στη δούλεψη του μεθύστακα - ρυθμιστή ρολογιών θείου του (Ray Winstone), κυνηγημένο από τον γραφικό κούτσαβλο σταθμάρχη (Sacha Baron Cohen). Σκοπός της ζωής του Hugo είναι να συναρμολoγήσει το «Αυτόματον» ένα ρομπότ - γραφιά που είναι η μόνη κληρονομιά από τον εφευρέτη πατέρα του (Jude Law) που θα χαθεί πρόωρα σε μια μυστηριώδη φωτιά.Ο Hugo κλέβει εξαρτήματα από τον γερασμένο ρολογά George Melies (ο στιβαρός Ben Kingsley), του οποίου η οικογένεια με πρώτη την Isabelle, και μετά την σύζυγο Lisette (Emilly Mortimer) θα συνδεθεί μαζί του, ωσότου αποκαλυφθεί το μυστικό που ενώνει τον Melies με τον πατέρα του.
> Η ταινία την πρώτη ώρα ψάχνεται. Μετά το περιώνυμο αρχικό tracking shot- σήμα κατατεθέν του αρχιμάστορη Μάρτυ, δεν υπάρχει ρυθμός, παρά τα περιστασιακά ξεπετάγματα της καλπάζουσας φαντασίας της παλιάς γνώριμης καλλιτεχνικής παρέας που είναι ήδη στις ράγες των επερχόμενων Oscars. Τα παιδιά περιφέρονται αέναα, ο Sacha Baron Cohen παρότι στέκεται ευπρόσωπα ως το ευχάριστο διάλειμμα σε μια παιδική ταινία χωρίς χαλαρότητα και γέλια (γκχμμ…) χάνει τρανή ευκαιρία να απογειώσει την ερμηνευτική του καριέρα, καθώς ο σεναριακός συρμός δε φαίνεται να έχει συγκεκριμένη πορεία και σταθμό προορισμού. Ώσπου…
> Ώσπου ο Marty παίρνει το όπλο του και επανασυστήνεται ως Hugo Scorsese. Ο πραγματικός σκοπός δεν είναι μια ιστορία για παιδιά αλλά η μετά θάνατον δικαίωση του κινηματογραφικού εφευρέτη George Melies. Ένα master class στην αναπαλαίωση των μισοκαμένων χειροκίνητων φιλμ, που έγιναν τακούνια παπουτσιών κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Εδώ πλέον ο goodfellas μας παίζει στο γήπεδο του. Το τι βλέπει το μάτι στο τελευταίο ημίωρο δε λέγεται- απλά βιώνεται. Τα ρίγη είναι υποχρεωτικά για όποιον αγάπησε το σινεμά αγνά, για όποιον το έχει ως ιδεολογία. Ξέρω ότι η ταινία είναι άνιση, πως δεν βγαίνει σωστή η φόρμα του movie for kids, ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα 20λεπτο μικρότερη σε διάρκεια. Παραδέχομαι.
> Όμως δεν υποκύπτω. Αδιαφορώ. Είναι τέτοια η οπτικοακουστική πανδαισία που θα το ξαναέβλεπα χωρίς κανένα story, ούτε καν προσχηματικό, όλο αυτό το προσκύνημα στο βωμό του πρώτου σινεμά. Το Hugo, όπως και οι περισσότερες ταινίες του δημιουργού του, δε θα πάρει το Oscar καλύτερης ταινίας εφέτος. Όμως μπορώ να υπογράψω σε λευκή επιταγή ότι δε θα υπάρξουν τέτοια μεγαλειώδη πλάνα που να αναβλύζουν ατόφιο κινηματογραφικό χρυσάφι, όχι μόνο φέτος, αλλά (φευ) για αρκετά χρόνια ακόμη. Μόνος σε μια ολόκληρη αίθουσα, ένοιωσα σαν το βασιλιά στο prive παλάτι της σινεματικής μαγείας.
> Όταν στο τέλος πήγα στα washrooms, μια παρέα πιτσιρικάδων που έμπαινε για τη βραδινή προβολή με έπιασε κυριολεκτικά…ξέρετε πως, απευθύνοντάς μου το απλό ερώτημα: «Συγνώμη κύριε, τι ταινία είδατε;” «Κοιτάξτε παιδιά» απάντησα, «είναι η ιστορία ενός αγοριού που ζει σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, παρέα με τις εφευρέσεις του πατέρα του...αλλά τελικά αυτό είναι μόνο η αφορμή να δείτε αυτήν την ταινία…». Ήθελα να συμπληρώσω ότι στην ουσία πρόκειται για μια εισαγωγή στη μαγεία του κινηματογραφικού μέσου, αλλά με έπιασε ντροπή κι έφυγα βιαστικά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Σα να είχα βιώσει κάτι ευλογημένα ιδιωτικό και δεν ήμουν σε θέση να το μοιραστώ με άλλους. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό, Hugo Scorsese.
> The Descendants (***1/2): Άτιμο πράγμα το cineσθημα. Μπορεί με ένα αδιόρατο φύσημα της λογικής να σε πάει μίλια μακριά από τον αναμενόμενο προορισμό. Έτσι μπήκα να δω την επιστροφή του Αλέκου Παπαδόπουλου (πασίγνωστου ως Alexander Payne) μετά το εκλεκτικό road movie γευσιγνωσίας, οσκαροστεφανωμένο με το βραβείο σεναρίου Sideways. Προσωπική μου καλύτερη στιγμή του το About Schmidt, με έναν απροσδόκητα ανεπανάληπτο Jack Nicholson. Τώρα βέβαια υπάρχουν και οι die hards της indie σκηνής που τον προτιμούν στα πρωτάτα του Citizen Ruth και Election.
> Αυτό είναι το μέχρι σήμερα oeuvre του Payne. Ακόμη κι αν ο βαρύγδουπος τίτλος του νέου Κασσαβέτη δείχνει να γέρνει προς τη μεριά του πάμπολλα υποσχόμενου Steve McQueen (Hunger, Shame) ο Καλαματιανός Νεοϋορκέζος επιστρέφει μια γενιά σχεδόν μετά μια το The Descendants για να διεκδικήσει τα σκήπτρα της υψηλόφρονης dramedy από τον αλαφροΐσκιωτο Québécois Jason Reitman (Juno, Up In the Air, επανέρχεται καυστικότερος τον Δεκέμβριο με το Young Adult).
> To σκηνικό μοιάζει ιδανικό: Hawai, ο 50άρης George Clooney ως businessman – back up parent δύο κορών στην αρχή και στο τέλος της εφηβείας τους (Shailene Woodley και Amara Miller) και σύζυγος μιας «ζην επικινδύνως» άπιστης συζύγου που σε ένα ατύχημα jet ski θα παραμείνει σε κώμα μέχρι το τέλος. Ο Matt King (Clooney) πρέπει να συνθέσει τα κομμάτια της διαλυμένης του οικογένειας, να τα βγάλει πέρα με τον αντιπαθητικό του πεθερό, τον αλλοπαρμένο κολλητό της μεγάλης του κόρης και ένα τσούρμο ξαδέλφια που θέλουν να ξεπουλήσει σε ένα επιχειρηματικό κολοσσό, το τελευταίο κομμάτι παρθένας γης (Kawai) στο οποίο έχει οριστεί διαχειριστής. Α, και να συγχωρέσει την άπιστη (γεγονός που το μαθαίνει από τα χείλη της ρέμπελης μεγάλης του κόρης Alexandra, μετά το ατύχημα) προτού της αφαιρέσει…την πρίζα.
> Ώσπου ο Marty παίρνει το όπλο του και επανασυστήνεται ως Hugo Scorsese. Ο πραγματικός σκοπός δεν είναι μια ιστορία για παιδιά αλλά η μετά θάνατον δικαίωση του κινηματογραφικού εφευρέτη George Melies. Ένα master class στην αναπαλαίωση των μισοκαμένων χειροκίνητων φιλμ, που έγιναν τακούνια παπουτσιών κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Εδώ πλέον ο goodfellas μας παίζει στο γήπεδο του. Το τι βλέπει το μάτι στο τελευταίο ημίωρο δε λέγεται- απλά βιώνεται. Τα ρίγη είναι υποχρεωτικά για όποιον αγάπησε το σινεμά αγνά, για όποιον το έχει ως ιδεολογία. Ξέρω ότι η ταινία είναι άνιση, πως δεν βγαίνει σωστή η φόρμα του movie for kids, ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα 20λεπτο μικρότερη σε διάρκεια. Παραδέχομαι.
> Όμως δεν υποκύπτω. Αδιαφορώ. Είναι τέτοια η οπτικοακουστική πανδαισία που θα το ξαναέβλεπα χωρίς κανένα story, ούτε καν προσχηματικό, όλο αυτό το προσκύνημα στο βωμό του πρώτου σινεμά. Το Hugo, όπως και οι περισσότερες ταινίες του δημιουργού του, δε θα πάρει το Oscar καλύτερης ταινίας εφέτος. Όμως μπορώ να υπογράψω σε λευκή επιταγή ότι δε θα υπάρξουν τέτοια μεγαλειώδη πλάνα που να αναβλύζουν ατόφιο κινηματογραφικό χρυσάφι, όχι μόνο φέτος, αλλά (φευ) για αρκετά χρόνια ακόμη. Μόνος σε μια ολόκληρη αίθουσα, ένοιωσα σαν το βασιλιά στο prive παλάτι της σινεματικής μαγείας.
> Όταν στο τέλος πήγα στα washrooms, μια παρέα πιτσιρικάδων που έμπαινε για τη βραδινή προβολή με έπιασε κυριολεκτικά…ξέρετε πως, απευθύνοντάς μου το απλό ερώτημα: «Συγνώμη κύριε, τι ταινία είδατε;” «Κοιτάξτε παιδιά» απάντησα, «είναι η ιστορία ενός αγοριού που ζει σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, παρέα με τις εφευρέσεις του πατέρα του...αλλά τελικά αυτό είναι μόνο η αφορμή να δείτε αυτήν την ταινία…». Ήθελα να συμπληρώσω ότι στην ουσία πρόκειται για μια εισαγωγή στη μαγεία του κινηματογραφικού μέσου, αλλά με έπιασε ντροπή κι έφυγα βιαστικά χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Σα να είχα βιώσει κάτι ευλογημένα ιδιωτικό και δεν ήμουν σε θέση να το μοιραστώ με άλλους. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό, Hugo Scorsese.
> The Descendants (***1/2): Άτιμο πράγμα το cineσθημα. Μπορεί με ένα αδιόρατο φύσημα της λογικής να σε πάει μίλια μακριά από τον αναμενόμενο προορισμό. Έτσι μπήκα να δω την επιστροφή του Αλέκου Παπαδόπουλου (πασίγνωστου ως Alexander Payne) μετά το εκλεκτικό road movie γευσιγνωσίας, οσκαροστεφανωμένο με το βραβείο σεναρίου Sideways. Προσωπική μου καλύτερη στιγμή του το About Schmidt, με έναν απροσδόκητα ανεπανάληπτο Jack Nicholson. Τώρα βέβαια υπάρχουν και οι die hards της indie σκηνής που τον προτιμούν στα πρωτάτα του Citizen Ruth και Election.
> Αυτό είναι το μέχρι σήμερα oeuvre του Payne. Ακόμη κι αν ο βαρύγδουπος τίτλος του νέου Κασσαβέτη δείχνει να γέρνει προς τη μεριά του πάμπολλα υποσχόμενου Steve McQueen (Hunger, Shame) ο Καλαματιανός Νεοϋορκέζος επιστρέφει μια γενιά σχεδόν μετά μια το The Descendants για να διεκδικήσει τα σκήπτρα της υψηλόφρονης dramedy από τον αλαφροΐσκιωτο Québécois Jason Reitman (Juno, Up In the Air, επανέρχεται καυστικότερος τον Δεκέμβριο με το Young Adult).
> To σκηνικό μοιάζει ιδανικό: Hawai, ο 50άρης George Clooney ως businessman – back up parent δύο κορών στην αρχή και στο τέλος της εφηβείας τους (Shailene Woodley και Amara Miller) και σύζυγος μιας «ζην επικινδύνως» άπιστης συζύγου που σε ένα ατύχημα jet ski θα παραμείνει σε κώμα μέχρι το τέλος. Ο Matt King (Clooney) πρέπει να συνθέσει τα κομμάτια της διαλυμένης του οικογένειας, να τα βγάλει πέρα με τον αντιπαθητικό του πεθερό, τον αλλοπαρμένο κολλητό της μεγάλης του κόρης και ένα τσούρμο ξαδέλφια που θέλουν να ξεπουλήσει σε ένα επιχειρηματικό κολοσσό, το τελευταίο κομμάτι παρθένας γης (Kawai) στο οποίο έχει οριστεί διαχειριστής. Α, και να συγχωρέσει την άπιστη (γεγονός που το μαθαίνει από τα χείλη της ρέμπελης μεγάλης του κόρης Alexandra, μετά το ατύχημα) προτού της αφαιρέσει…την πρίζα.
> Όταν η πρώτη σκηνή ξεκινά με voiceover του Clooney να καταλήγει στην ατάκα «Paradise can go #@$% itself» χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει: Ο Payne, διαλέγει, περίτεχνα ομολογώ, την οδό του συγκινησιακού εκβιασμού, πλάθοντας μια λίαν δυσάρεστη οικογενειακή ίντριγκα, με την μοιχαλίδα σύζυγο σε μόνιμη αφασία να δέχεται τα σιχτιρλίκια από άντρα, κόρη ακόμα και από τη γυναίκα του εραστή της (…), καθώς το πορτραίτο του Matt είναι αυτό του συζύγου-μάρτυρα, που επιλέγει να μη γκρεμίσει την ιδανική εικόνα του ανταγωνιστικού πεθερού του για την κοράκλα του (την ίδια ώρα που η πεθερά του πάσχει από γεροντική άνοια, ο μπατζανάκης του είναι στα όρια της βλακείας, αυτά που έχει ξεπεράσει προ πολλού ο φίλος (;) της Alexandra – η Woodley πάει λέει για Oscar β’; Δε σφάξανε!)
> Δε θα γκρίνιαζα αν δεν αποθεωνόταν ο Αλέκος από την διανοουμενίστικη κριτική, αυτή που δε μπορεί να φανταστεί τον The Beard με άλλο ένα Oscar (βλ. War Horse). Μη φάτε και οι δυο, έχει γλαρόσουπα (The Artist). Δε θυμάμαι αν το έχω ξαναπεί, άλλα o Payne θα μπορούσε να κάνει λαμπρή καριέρα στην εποχή του Φιλοποίμενος Φίνου. Προς Θεού, δεν το λέω για κακό αυτό. Αυτό το ανώδυνα αιχμηρό στοιχείο που θα καταλήξει σε ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων και μετά όλα θα βρουν τη θέση που τους ανήκει, θέλει μόνο ένα Λογοθετίδη για να δέσει η μαγιονέζα (όλα τα γνωμικά σήμερα είναι για να τρελάνω το google, μη δίνεις σημασία). Ε, λοιπόν, μάντεψε αυτό: Ο George Clooney δεν είναι Λογοθετίδης. Α. Αλεξανδράκης, μπορεί.
> Έχω τουλάχιστον δύο ταινίες-πειστήρια (τις ξέρεις) ώστε να εκτιμήσω μια σκάλα παραπάνω τον Clooney σκηνοθέτη από τον George ηθοποιό. Είναι ευφυέστατος, ομαδικός παίκτης, μεθοδικός, ικανός να αποδώσει χαρακτήρες σε ηθικό δίλημμα. Μόνο όμως στο Syriana με έχει πείσει για το ότι μπορεί να δώσει ερμηνεία top class, σε κόντρα ρόλο εντελώς. Δεν αμφισβητώ το ότι θα είναι κι εδώ υποψήφιος, όσο κι ο Payne στο σενάριο κι ο Φαίδωνας Παπαμιχαήλ στην χρωματισμένη χαρωπά φωτογραφία που δένει γλυκά με τη μονότονα λυρική χαβανέζικη μουσική. Όμως, σε μια χρονιά που ο Tom Hardy θα μείνει εκτός για το φοβερό Warrior ή ο Gosling δύσκολα θα πιάσει πεντάδα τη χρονιά που ο ίδιος ο Clooney τον έκανε star, θεωρώ ότι η ατάκα «ερμηνεία καριέρας του G. Clooney» είναι το κλισέ της χρυσής μετριότητας των κινηματογραφικών μεγάστερων (βλ. επίσης και Brad Pitt σε Tree of Life / Moneyball), όταν (δε βάζω τελεία ακόμα) ερμηνειάρες σαν του Fassbender (Shame) και Michael Shannon (Take Shelter) ψάχνουν ακόμη για διανομή.
> Τόσο ο ρόλος του ξαδέλφου- αρπαχτικό (χαρακτηριστικά cool o Beau Bridges) όσο και του πεθερού που δέρνει (ο 70άρης Robert Forster που κλέβει την παράσταση) έπαιρναν άνετα ένα δεύτερο χέρι στην ανάπτυξή τους. Σταματώ εδώ όμως. Τελικά ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά για τον Payne κι ενδεχομένως αυτό τον ώθησε να προτιμήσει τον συναισθηματικό υποχειριασμό από το ρίσκο μιας ωδής στην ηθική σύγκρουση χαρακτήρων, μια υπόθεση πολύ προσωπική για να μας ταϊστεί στο στόμα ως θεατές. Μολαταύτα, οι Επίγονοι είναι μια ταινία ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη, με περισσότερα προτερήματα από ότι ενστάσεις, σίγουρο χαρτί για αρκετό δάκρυ- ιδιαίτερα προσφιλές στο γυναικείο κοινό. Απλά, μου λείπει εκείνος ο πνιχτός λυγμός στο About Schmidt, όταν ο αντι-ήρωας συνειδητοποιεί το τέλος του μοναχικού του ταξιδιού. Αυτό το ακίνητο, πέρα από τον ψυχικό τρόμο βλέμμα, που σε κάνει να αναλογιστείς την προσωπική σου διαδρομή, σε αδιέξοδη τροχιά σαν αυτή που ο φορμαρισμένος Payne ξέρει τόσο καλά να ξεδιπλώνει στο πανί.
> Albert Nobbs (***): Ή αλλιώς η ολική επαναφορά της υπέροχης Glenn Close, μετά από εικοσαετή+ σιωπηλή εξορία (Reversal of Fortune) στο περιθώριο ενός Hollywood, που προτιμά τις ηρωίδες του κατά κόρον νεαρές και ζουμπουρλούδικες. Έπρεπε να επιστρέψει νοερά στα 1982, όταν είχε βραβευτεί για τον ίδιο ρόλο με το Obie Award, στην off-Broadway παραγωγή του θεατρικού “The Singular Life of Albert Nobbs”, υπογεγραμμένο με την πένα του ιρλανδού George Moore. Στην κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας, η Glenn συμμετέχει στο προσαρμοσμένο σενάριο, καθώς και στην παραγωγή. Το προσωπικό στοίχημα στην πλέον γενναία του μορφή.
> Ο Albert Nobbs είναι ένας ιδιαίτερα συνεσταλμένος μπάτλερ χωρίς προσωπική ζωή που εργάζεται σε ένα ακριβό δουβλινέζικο ξενοδοχείο, στην ιδιαίτερα αυταρχική για τις γυναίκες Ιρλανδία του 19ου αιώνα. Με ιδιαίτερη προσήλωση μαζεύει και τις πενταροδεκάρες του για να ανοίξει ένα μαγαζάκι που θα τον βγάλει από τη μιζέρια, όσο κι από την αφόρητα δύσκολη θέση που έχει περιέλθει προσπαθώντας να επιβιώσει με ψεύτικη ταυτότητα: Ο Albert είναι γυναίκα.
> Εμφανισιακά ο σωσίας του Robin Williams, ως χαρακτήρας πολύ κοντά στον μπάτλερ Anthony Hopkins στο εμβληματικό του είδους Remains of the Day. Μέσα στην αγωνιώδη της καθημερινότητα, η Albert θα προσπαθήσει με κάθε (έντιμο) τρόπο να πείσει την νεαρή τσαχπινούλα υπηρέτρια- συνάδελφο (η αφοπλιστική Mia Wasikowska του Jane Eyre) έστω κι αν η καρδιά της τελευταίας χτυπά δυνατά για τον νεοαφιχθέντα στη δουλειά εργατάκο Joe (Aaron Johnson) ο οποίος τη σπρώχνει άθελά της στον Albert για να του φάει τα λεφτά και να φύγουν για Αμερική. H άφιξη της / του Hubert (το πιάσατε το gender υπονοούμενο, παίζει η θαυμάσια αγγλίδα θεατρική ηθοποιός Janet McTeer, που θέτει υποψηφιότητα για β’ γυναικείο ρόλο) θα δώσει στην Albert άλλη οπτική στο δράμα της, στο οποίο όμως δε φαίνεται να βρίσκει τη λύση.
> Ο Rodrigo Garcia θα μείνει στην ιστορία ως ο γιος του μεγάλου συγγραφέα Gabriel Garcia Marques. Έχει ξανασκηνοθετήσει την Close στο φεμινιστικό δράμα Nine Lives στα 2005. Εδώ δείχνει να στρώνει εντυπωσιακά το τραπέζι των σε πλήρη ασφυξία γυναικείων ψυχών, κυριολεκτικά μέσα στα ανδρικά ρούχα της κεντρικής ηρωίδας του, όμως στη συνέχεια ο ρυθμός χάνεται σε δευτερεύοντες χαρακτήρες κι άτολμες τηλεοπτικίζουσες διαπλοκές. Η low key εικονογράφηση και το ανεπαίσθητο score (ενώ αντίθετα το τραγούδι τίτλων τέλους Lay Υour Head Down, με την ξεχασμένη Sinead O’ Connor, πλασάρεται ιδιαιτέρως oscarικά) δείχνουν να αντιπαλεύουν την τιτάνια ερμηνευτική προσπάθεια της Close, να γεννήσει χωρίς καμιά εκφραστική υπερβολή έναν αλησμόνητο χαρακτήρα.
> Όταν για λίγο αντικρίζουμε απελευθερωμένη την Albert να τρέχει στην παραλία με γυναικεία ρούχα έπειτα από 30 χρόνια αυτο-θανάτωσης του φύλου της, αντιλαμβανόμαστε το θαύμα της μεταμόρφωσης. Δε βλέπω καμιά αντίπαλο στην ακόμη και σήμερα μη αναγνωρισμένη oscarικά Glenn, ει μη μόνο το ιερό τέρας Meryl Streep που επιχειρεί την απόλυτη ταυτοπροσωπία ως Margaret Thatcher. Αμφότερες, εδώ καταφανέστερα η Close, δεν υποστηρίζονται ικανοποιητικά από τους σκηνοθέτες τους. Κι αν σε αυτή την τρυφερή ταινία, σε μια συντριπτικά σιωπηλή έκβαση, πλήρη συγκίνησης, η Albert δε βρίσκει λιμάνι στη γυναικεία χειραφέτησή της, στην 86η Απονομή θα φωνάξω δυνατά το όνομά της. Είθε ο θείος Oscar να με ακούσει.
> Έχω τουλάχιστον δύο ταινίες-πειστήρια (τις ξέρεις) ώστε να εκτιμήσω μια σκάλα παραπάνω τον Clooney σκηνοθέτη από τον George ηθοποιό. Είναι ευφυέστατος, ομαδικός παίκτης, μεθοδικός, ικανός να αποδώσει χαρακτήρες σε ηθικό δίλημμα. Μόνο όμως στο Syriana με έχει πείσει για το ότι μπορεί να δώσει ερμηνεία top class, σε κόντρα ρόλο εντελώς. Δεν αμφισβητώ το ότι θα είναι κι εδώ υποψήφιος, όσο κι ο Payne στο σενάριο κι ο Φαίδωνας Παπαμιχαήλ στην χρωματισμένη χαρωπά φωτογραφία που δένει γλυκά με τη μονότονα λυρική χαβανέζικη μουσική. Όμως, σε μια χρονιά που ο Tom Hardy θα μείνει εκτός για το φοβερό Warrior ή ο Gosling δύσκολα θα πιάσει πεντάδα τη χρονιά που ο ίδιος ο Clooney τον έκανε star, θεωρώ ότι η ατάκα «ερμηνεία καριέρας του G. Clooney» είναι το κλισέ της χρυσής μετριότητας των κινηματογραφικών μεγάστερων (βλ. επίσης και Brad Pitt σε Tree of Life / Moneyball), όταν (δε βάζω τελεία ακόμα) ερμηνειάρες σαν του Fassbender (Shame) και Michael Shannon (Take Shelter) ψάχνουν ακόμη για διανομή.
> Τόσο ο ρόλος του ξαδέλφου- αρπαχτικό (χαρακτηριστικά cool o Beau Bridges) όσο και του πεθερού που δέρνει (ο 70άρης Robert Forster που κλέβει την παράσταση) έπαιρναν άνετα ένα δεύτερο χέρι στην ανάπτυξή τους. Σταματώ εδώ όμως. Τελικά ο πήχης ανέβηκε πολύ ψηλά για τον Payne κι ενδεχομένως αυτό τον ώθησε να προτιμήσει τον συναισθηματικό υποχειριασμό από το ρίσκο μιας ωδής στην ηθική σύγκρουση χαρακτήρων, μια υπόθεση πολύ προσωπική για να μας ταϊστεί στο στόμα ως θεατές. Μολαταύτα, οι Επίγονοι είναι μια ταινία ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη, με περισσότερα προτερήματα από ότι ενστάσεις, σίγουρο χαρτί για αρκετό δάκρυ- ιδιαίτερα προσφιλές στο γυναικείο κοινό. Απλά, μου λείπει εκείνος ο πνιχτός λυγμός στο About Schmidt, όταν ο αντι-ήρωας συνειδητοποιεί το τέλος του μοναχικού του ταξιδιού. Αυτό το ακίνητο, πέρα από τον ψυχικό τρόμο βλέμμα, που σε κάνει να αναλογιστείς την προσωπική σου διαδρομή, σε αδιέξοδη τροχιά σαν αυτή που ο φορμαρισμένος Payne ξέρει τόσο καλά να ξεδιπλώνει στο πανί.
> Albert Nobbs (***): Ή αλλιώς η ολική επαναφορά της υπέροχης Glenn Close, μετά από εικοσαετή+ σιωπηλή εξορία (Reversal of Fortune) στο περιθώριο ενός Hollywood, που προτιμά τις ηρωίδες του κατά κόρον νεαρές και ζουμπουρλούδικες. Έπρεπε να επιστρέψει νοερά στα 1982, όταν είχε βραβευτεί για τον ίδιο ρόλο με το Obie Award, στην off-Broadway παραγωγή του θεατρικού “The Singular Life of Albert Nobbs”, υπογεγραμμένο με την πένα του ιρλανδού George Moore. Στην κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας, η Glenn συμμετέχει στο προσαρμοσμένο σενάριο, καθώς και στην παραγωγή. Το προσωπικό στοίχημα στην πλέον γενναία του μορφή.
> Ο Albert Nobbs είναι ένας ιδιαίτερα συνεσταλμένος μπάτλερ χωρίς προσωπική ζωή που εργάζεται σε ένα ακριβό δουβλινέζικο ξενοδοχείο, στην ιδιαίτερα αυταρχική για τις γυναίκες Ιρλανδία του 19ου αιώνα. Με ιδιαίτερη προσήλωση μαζεύει και τις πενταροδεκάρες του για να ανοίξει ένα μαγαζάκι που θα τον βγάλει από τη μιζέρια, όσο κι από την αφόρητα δύσκολη θέση που έχει περιέλθει προσπαθώντας να επιβιώσει με ψεύτικη ταυτότητα: Ο Albert είναι γυναίκα.
> Εμφανισιακά ο σωσίας του Robin Williams, ως χαρακτήρας πολύ κοντά στον μπάτλερ Anthony Hopkins στο εμβληματικό του είδους Remains of the Day. Μέσα στην αγωνιώδη της καθημερινότητα, η Albert θα προσπαθήσει με κάθε (έντιμο) τρόπο να πείσει την νεαρή τσαχπινούλα υπηρέτρια- συνάδελφο (η αφοπλιστική Mia Wasikowska του Jane Eyre) έστω κι αν η καρδιά της τελευταίας χτυπά δυνατά για τον νεοαφιχθέντα στη δουλειά εργατάκο Joe (Aaron Johnson) ο οποίος τη σπρώχνει άθελά της στον Albert για να του φάει τα λεφτά και να φύγουν για Αμερική. H άφιξη της / του Hubert (το πιάσατε το gender υπονοούμενο, παίζει η θαυμάσια αγγλίδα θεατρική ηθοποιός Janet McTeer, που θέτει υποψηφιότητα για β’ γυναικείο ρόλο) θα δώσει στην Albert άλλη οπτική στο δράμα της, στο οποίο όμως δε φαίνεται να βρίσκει τη λύση.
> Ο Rodrigo Garcia θα μείνει στην ιστορία ως ο γιος του μεγάλου συγγραφέα Gabriel Garcia Marques. Έχει ξανασκηνοθετήσει την Close στο φεμινιστικό δράμα Nine Lives στα 2005. Εδώ δείχνει να στρώνει εντυπωσιακά το τραπέζι των σε πλήρη ασφυξία γυναικείων ψυχών, κυριολεκτικά μέσα στα ανδρικά ρούχα της κεντρικής ηρωίδας του, όμως στη συνέχεια ο ρυθμός χάνεται σε δευτερεύοντες χαρακτήρες κι άτολμες τηλεοπτικίζουσες διαπλοκές. Η low key εικονογράφηση και το ανεπαίσθητο score (ενώ αντίθετα το τραγούδι τίτλων τέλους Lay Υour Head Down, με την ξεχασμένη Sinead O’ Connor, πλασάρεται ιδιαιτέρως oscarικά) δείχνουν να αντιπαλεύουν την τιτάνια ερμηνευτική προσπάθεια της Close, να γεννήσει χωρίς καμιά εκφραστική υπερβολή έναν αλησμόνητο χαρακτήρα.
> Όταν για λίγο αντικρίζουμε απελευθερωμένη την Albert να τρέχει στην παραλία με γυναικεία ρούχα έπειτα από 30 χρόνια αυτο-θανάτωσης του φύλου της, αντιλαμβανόμαστε το θαύμα της μεταμόρφωσης. Δε βλέπω καμιά αντίπαλο στην ακόμη και σήμερα μη αναγνωρισμένη oscarικά Glenn, ει μη μόνο το ιερό τέρας Meryl Streep που επιχειρεί την απόλυτη ταυτοπροσωπία ως Margaret Thatcher. Αμφότερες, εδώ καταφανέστερα η Close, δεν υποστηρίζονται ικανοποιητικά από τους σκηνοθέτες τους. Κι αν σε αυτή την τρυφερή ταινία, σε μια συντριπτικά σιωπηλή έκβαση, πλήρη συγκίνησης, η Albert δε βρίσκει λιμάνι στη γυναικεία χειραφέτησή της, στην 86η Απονομή θα φωνάξω δυνατά το όνομά της. Είθε ο θείος Oscar να με ακούσει.
gaRis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική