by Takis Garis
Episode 10 - Έρευνα και Ψυχανάλυση
> J. Edgar (***): J. Edna! Αυτό ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν πίσω από την πλάτη του, οι υφιστάμενοι του ανθρώπου, που για μισό αιώνα περίπου, μέχρι το θάνατό του στα 1972, ταυτίστηκε με το Federal Bureau of Investigation, κοινώς FBI. Που στα 24 του είχε ήδη συλλάβει 4.000 υπόπτους για αντικαθεστωτικές ενέργειες, στο όνομα του άκρατου αντι-μπολσεβικισμού του. Που κατασκεύασε χιλιάδες «αρχεία», που ξεμπρόστιαζαν από τις σκανταλιές της οικογένειας Κέννεντυ, μέχρι τον λεσβιασμό της Ελεονόρας Ρούσβελτ. Που «πραγματοποίησε» δεκάδες ψεύτικες συλλήψεις, για να ικανοποιήσει την άσβεστη δίψα του, ως μια γνήσια publicity whore. Που, ως πνευματικός συγγενής του μισητού του Μακάρθυ, έφτασε να γίνει το συνώνυμο της απόλυτης εξουσίας από τα 60s μέχρι το τέλος της ζωής του. Κι όμως, αυτό το τρομακτικό σκιάχτρο ήταν απλά ένας κρυπτο - ομοφυλόφιλος, παρενδυσίας, μαμόθρεφτο (όταν έχεις μαμά την dame Judi Dench σε έναν ακόμη powerhouse ρόλο δεν έχεις περιθώρια) χωρίς φίλους ή αληθινή ζωή.
> Αυτή είναι η γραμμή του γερο - Clint. Στα πρότυπα του Changeling και με πλήρως αποπροσανατολιστική από την καυτή πατάτα που λέγεται J. Edgar διάθεση. Είναι απόδειξη ωριμότητας, το να παρουσιάζονται στοίβες κατάφορα αρνητικών στιγμών μιας δημόσιας φιγούρας τεράστιας επιρροής, σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το κεντρικό ερώτημα «ήταν daffodil ο Edgar που φορούσε το κολιέ και το φουστάνι της υπερπροστατευτικής μαμάς του»; Ή, «τα είχαν τελικά, εφ’ όρου ζωής, με τον Clyde Tolson;», μοναδικό κοντινό του πρόσωπο κι εντέλει κληρονόμο του; Ο Eastwood μπορεί να διατρανώνει ότι δε δίνει δεκάρα για την σεξουαλικότητα του κεντρικού του ήρωα, όμως πρέπει να ρωτήσει τον σεναριογράφο του (Dustin Lance Black, βραβευμένος πρόσφατα για το εξαιρετικό Milk) αν αυτό ισχύει στ’ αλήθεια. Όταν υπάρχει υλικό τουλάχιστον για τηλεοπτική σειρά που δύσκολα εξαρχής καλύπτεται στα 137 λεπτά διάρκειας μιας ταινίας, δεν υπάρχει χρόνος για άτολμα φληναφήματα σεξουαλικού innuendo.
> Τα προβλήματα δεν εξαντλούνται στο σενάριο. Η συνήθως συγκινησιακή προσωπική παρτιτούρα του Clint δεν ταιριάζει στο grandeur ενός biopic, «δανειζόμενη» κιόλας νότες από το διαχρονικό Solitude του Duke Ellington. Τα συνεχή μπρος-πίσω στην αφήγηση τροχηλατούνται πάνω στη βάση του prosthetic makeup, που αγγίζει τα όρια του halloween party. Το ζήτημα είναι ότι ο Leo Di Caprio, ταλαντούχο παιδί κι αφιερωμένος στα όρια της τρέλας ηθοποιός, είναι εντελώς miscast. Παγιδευμένος πίσω από ένα αιώνια babyface παρουσιαστικό, καταφεύγει (λιγότερο εδώ για τη δικαιοσύνη του πράγματος από ότι στο The Aviator) σε gimmicks ώστε να αποδώσει για άλλη μια φορά τη μίμηση παρά την ερμηνεία του «ήρωα» που ενσαρκώνει. Το make up είναι βαρύ στο βαθμό που ελαχιστοποιεί τις πιθανότητές του για μία 4η ευκαιρία στα Oscars, παρότι είναι μέσα σε κάθε σκηνή της ταινίας. Η μόνη στιγμή που δικαιώνει ερμηνευτικά τον Leo, όσο και τον Clint, είναι αυτή στον καθρέφτη με τα ρούχα της μαμάς, αμέσως μετά τον θάνατό της. Ίσως η μόνη αληθινή κατάθεση ψυχής και των δύο.
> Αυτή είναι η γραμμή του γερο - Clint. Στα πρότυπα του Changeling και με πλήρως αποπροσανατολιστική από την καυτή πατάτα που λέγεται J. Edgar διάθεση. Είναι απόδειξη ωριμότητας, το να παρουσιάζονται στοίβες κατάφορα αρνητικών στιγμών μιας δημόσιας φιγούρας τεράστιας επιρροής, σε δεύτερο πλάνο, πίσω από το κεντρικό ερώτημα «ήταν daffodil ο Edgar που φορούσε το κολιέ και το φουστάνι της υπερπροστατευτικής μαμάς του»; Ή, «τα είχαν τελικά, εφ’ όρου ζωής, με τον Clyde Tolson;», μοναδικό κοντινό του πρόσωπο κι εντέλει κληρονόμο του; Ο Eastwood μπορεί να διατρανώνει ότι δε δίνει δεκάρα για την σεξουαλικότητα του κεντρικού του ήρωα, όμως πρέπει να ρωτήσει τον σεναριογράφο του (Dustin Lance Black, βραβευμένος πρόσφατα για το εξαιρετικό Milk) αν αυτό ισχύει στ’ αλήθεια. Όταν υπάρχει υλικό τουλάχιστον για τηλεοπτική σειρά που δύσκολα εξαρχής καλύπτεται στα 137 λεπτά διάρκειας μιας ταινίας, δεν υπάρχει χρόνος για άτολμα φληναφήματα σεξουαλικού innuendo.
> Τα προβλήματα δεν εξαντλούνται στο σενάριο. Η συνήθως συγκινησιακή προσωπική παρτιτούρα του Clint δεν ταιριάζει στο grandeur ενός biopic, «δανειζόμενη» κιόλας νότες από το διαχρονικό Solitude του Duke Ellington. Τα συνεχή μπρος-πίσω στην αφήγηση τροχηλατούνται πάνω στη βάση του prosthetic makeup, που αγγίζει τα όρια του halloween party. Το ζήτημα είναι ότι ο Leo Di Caprio, ταλαντούχο παιδί κι αφιερωμένος στα όρια της τρέλας ηθοποιός, είναι εντελώς miscast. Παγιδευμένος πίσω από ένα αιώνια babyface παρουσιαστικό, καταφεύγει (λιγότερο εδώ για τη δικαιοσύνη του πράγματος από ότι στο The Aviator) σε gimmicks ώστε να αποδώσει για άλλη μια φορά τη μίμηση παρά την ερμηνεία του «ήρωα» που ενσαρκώνει. Το make up είναι βαρύ στο βαθμό που ελαχιστοποιεί τις πιθανότητές του για μία 4η ευκαιρία στα Oscars, παρότι είναι μέσα σε κάθε σκηνή της ταινίας. Η μόνη στιγμή που δικαιώνει ερμηνευτικά τον Leo, όσο και τον Clint, είναι αυτή στον καθρέφτη με τα ρούχα της μαμάς, αμέσως μετά τον θάνατό της. Ίσως η μόνη αληθινή κατάθεση ψυχής και των δύο.
> Αυτός που ειλικρινά εντυπωσιάζει είναι ο δίμετρος μορφονιός με τη φυσικότητα γόνου της «καλής κοινωνίας» Armie Hammer, ως Clyde Tolson. Τον θυμόμαστε από τον διπλό ρόλο των διδύμων αδερφών Winklevoss στο The Social Network. Ίσως τελικά να κλέβει την παράσταση από τον Leo. Το δυστύχημα όμως παραμένει πως εδώ το makeup dpt του έχει επιφυλάξει μια τραγική μουτσούνα για τα γεράματά του, η οποία στην ουσία μηδενίζει κάθε αυθεντικότητα στις εκφράσεις. Το αυτό συμβαίνει και με τη Naomi Watts, η οποία εξελίσσει την καριέρα της, θυμίζοντας πλέον έντονα ρόλους υπηρετριών στις «παλιές - καλές» ελληνικές ταινίες. Δεν της αφήνει κι ο Clint (βλ. Dustin L. Black) πολλά περιθώρια, παρότι υπήρξε η μόνιμη ιδιαιτέρα γραμματεύς και η μόνη γυναίκα στην οποία πρότεινε ποτέ γάμο οJ. Edgar (στο πρώτο και τελευταίο τους ραντεβού). H δικαιολογία της, ότι θέλει να αφιερωθεί στην καριέρα της. Το βρώμικο μυαλό θα πήγαινε σε σκοτεινότερα μέρη, όπως στα βάθη της ντουλάπας της, όπου πιθανότατα θα εκτυλίσσονταν μάχες για ποιος θα φορέσει τα ωραιότερα φουστάνια.
> Ή όπως στη μάχη σώμα - με - σώμα του Edgar με τον Clyde, όταν ο πρώτος του ανακοινώνει διστακτικά ότι σκέφτεται να προτείνει γάμο - φερετζέ στην τότε αστεράντζα του σινεμά Dorothy Lamour. O πάντοτε πιστός (μαζοχιστικά) Clyde του καταφέρνει ένα αιματηρό φιλί στο στόμα. Είναι αυτές οι σκηνές της έντασης που τυπώνονται αντί για τη δημόσια δράση του Hoover που θα γέμιζε βιβλία και ντοκιμαντέρ μεγάλης διάρκειας. Μήπως εντέλει οEastwood έκανε μια ταινία κλειδαρότρυπας με το δικό του παλιακό – ελεγκάντ στυλ; Με τη γνωστή ομάδα – Tom Stern στον ντεγκραντέ φωτογραφικό αποχρωματισμό, Joel Cox στο ψαλίδι που κόβει σε ασύγχρονους ρυθμούς, με την προσθήκη του νέου στην παρέα Greg Berry με βιογραφικό από Traffic έως Memoirs of a Geisha στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Στέκομαι στο τεχνικό κομμάτι που είναι στην ουσία εκείνο που διασώζει το εγχείρημα.
> Το Hollywood έχει λόγους να προσκυνά τον 80χρονο πλέον The Clint. Από τον κεραυνό του Unforgiven και κατόπι, δε σταματά να μας εκπλήσσει με το τρανό κινηματογραφικό του ρίσκο που άλλοτε τον δικαιώνει απόλυτα (Mystic river, Million Dollar Baby, Letters from Iwo Jima) και φορές δεν τον φτάνει στη στεριά (Flags of our Fathers, Changeling, Invictus). Εμφανώς η ζυγαριά σε αυτή την περίπτωση γέρνει προς τα κάτω, όμως υπάρχει ένα φανατικό κοινό στην βιομηχανία που ριγεί στο άκουσμα του ονόματός του και μόνο. Αυτοί μπορούν να οδηγήσουν το J. Edna μέχρι την δεκάδα των Oscar. Αυτό όμως, ακόμη και για τον ίδιο, ελάχιστη σημασία έχει. Εκείνο που πραγματικά μετράει είναι η αναμέτρηση με γκρίζα κομμάτια της αμερικάνικης ιστορίας, έστω κι αν πολλοί θα ήλπιζαν σε μια περισσότερο α λα Oliver Stone ιντριγκαδόρικη προσέγγιση (όπως στο Nixon, όπου ο Bob Hoskins έδωσε στο κοινό μια μπουλντόγκ εκδοχή του Hoover όπως οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να τον θυμούνται). Ο Eastwood όμως δεν είναι Stone κι έχω την βεβαιότητα ότι κανείς τους δε θα προτιμούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ούτε κι εμείς επίσης.
> A Dangerous Method (***): Sigmund Freud, πατέρας της ψυχανάλυσης. Karl Jung, ο σημαντικότερος μαθητής του, αυτός που συνεισέφερε στην επιστήμη τη σημειωτική των ονείρων. Sabina Spielrein, ρωσοεβραία υστερική παρθένα, ασθενής και των δύο, ερωμένη του Jung. David Cronenberg, ο μύστης της ψυχοσωματικής κινηματογραφικής παράλλαξης, από το προφητικό Videodrome στο ανεπανάληπτο Dead Ringers. Christopher Hampton, o σεναριογράφος - αρχιμάστορας του, σημείου αναφοράς για τις ταινίες εποχής, Dangerous Liaisons. Εδώ η συγγραφή προκύπτει ως προσαρμογή του θεατρικού του έργου The Talking Cure (2003), βασισμένο στην πρωτότυπη συγγραφή του John Kerr “A Most Dangerous Method: The Story of Jung, Freud, and Sabina Spielrein”.
> Ο Michael Fassbender (σε πλήρη απογείωση καριέρας εφέτος με Shame και Χ-Men: First Class) είναι ο Carl Jung. Χωρίστρα, περιποιημένο μουστάκι, διοπτροφόρο βλέμμα, υποδειγματικός σύζυγος και επιστήμονας. Όλα καλοζυγισμένα, ορθοτομημένα. Αμφισβητεί τον Freud, καιόμενος από τον ζήλο που προκαλεί η αναζήτηση της εσώτερης ανθρώπινης ουσίας. Ο ίδιος όμως είναι στεγνός, αποδυναμωμένος από το φόβο της καταστροφής που προκαλεί η έκθεση στα ανθρώπινα σαρκικά πάθη. Παρότι θα απατήσει πολλάκις τη σύζυγό του (η αισθαντική Sarah Gandon) μητέρα των 6 παιδιών του με τη Sabina, ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του επικούρειου συναδέλφου του Otto Gross (ο τυποποιημένα υπερεκδηλωτικός Vincent Cassel), δε θα ξεφύγει από τη μέγκενη της προσωπικής του αποτυχίας, ώστε να ζήσει ακολουθώντας το θέλω του, αγκυλωμένος στις κοινωνικές του νευρώσεις.
> H Keira Knightley (σε μια ακραία κατά το ήμισυ, εντυπωσιακά ισοσκελισμένη στη συνέχεια ερμηνεία) είναι η Sabina Spielrein. Απελπισμένη αρχικά, γιατί έχει συναισθηματικά τραυματιστεί και ψυχικά κυλίσει στην μαζοχίζουσα υστερίαση από την τρυφερή ηλικία των 4 ετών, εξαιτίας του αυταρχικού πατέρα της. Ο Jung θα την απελευθερώσει με ισοζυγισμένα πυγοραπίσματα (βλ. spanking), θα της δώσει όμως πάνω απ όλα την ευκαιρία να γίνει η ίδια ψυχαναλύτρια, εντέλει του ίδιου του Karl. Η αντιστροφή των ρόλων, η κατάρρευση της ιατρικής δεοντολογίας στη σχέση ψυχαναλυτή - ασθενή. Ποιος κερδίζει, ποιος χάνει στη μοιραία κατάληξη; Η σύζυγος, ο Jung, η ή Sabina; Ουσιαστικά κανείς, αν και η ζωή αποφασίζει μόνη της να δώσει μια κάθαρση που θα λύσει το δεσμό χωρίς να λυτρώσει από το δράμα.
> Ή όπως στη μάχη σώμα - με - σώμα του Edgar με τον Clyde, όταν ο πρώτος του ανακοινώνει διστακτικά ότι σκέφτεται να προτείνει γάμο - φερετζέ στην τότε αστεράντζα του σινεμά Dorothy Lamour. O πάντοτε πιστός (μαζοχιστικά) Clyde του καταφέρνει ένα αιματηρό φιλί στο στόμα. Είναι αυτές οι σκηνές της έντασης που τυπώνονται αντί για τη δημόσια δράση του Hoover που θα γέμιζε βιβλία και ντοκιμαντέρ μεγάλης διάρκειας. Μήπως εντέλει οEastwood έκανε μια ταινία κλειδαρότρυπας με το δικό του παλιακό – ελεγκάντ στυλ; Με τη γνωστή ομάδα – Tom Stern στον ντεγκραντέ φωτογραφικό αποχρωματισμό, Joel Cox στο ψαλίδι που κόβει σε ασύγχρονους ρυθμούς, με την προσθήκη του νέου στην παρέα Greg Berry με βιογραφικό από Traffic έως Memoirs of a Geisha στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Στέκομαι στο τεχνικό κομμάτι που είναι στην ουσία εκείνο που διασώζει το εγχείρημα.
> Το Hollywood έχει λόγους να προσκυνά τον 80χρονο πλέον The Clint. Από τον κεραυνό του Unforgiven και κατόπι, δε σταματά να μας εκπλήσσει με το τρανό κινηματογραφικό του ρίσκο που άλλοτε τον δικαιώνει απόλυτα (Mystic river, Million Dollar Baby, Letters from Iwo Jima) και φορές δεν τον φτάνει στη στεριά (Flags of our Fathers, Changeling, Invictus). Εμφανώς η ζυγαριά σε αυτή την περίπτωση γέρνει προς τα κάτω, όμως υπάρχει ένα φανατικό κοινό στην βιομηχανία που ριγεί στο άκουσμα του ονόματός του και μόνο. Αυτοί μπορούν να οδηγήσουν το J. Edna μέχρι την δεκάδα των Oscar. Αυτό όμως, ακόμη και για τον ίδιο, ελάχιστη σημασία έχει. Εκείνο που πραγματικά μετράει είναι η αναμέτρηση με γκρίζα κομμάτια της αμερικάνικης ιστορίας, έστω κι αν πολλοί θα ήλπιζαν σε μια περισσότερο α λα Oliver Stone ιντριγκαδόρικη προσέγγιση (όπως στο Nixon, όπου ο Bob Hoskins έδωσε στο κοινό μια μπουλντόγκ εκδοχή του Hoover όπως οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να τον θυμούνται). Ο Eastwood όμως δεν είναι Stone κι έχω την βεβαιότητα ότι κανείς τους δε θα προτιμούσε να είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ούτε κι εμείς επίσης.
> A Dangerous Method (***): Sigmund Freud, πατέρας της ψυχανάλυσης. Karl Jung, ο σημαντικότερος μαθητής του, αυτός που συνεισέφερε στην επιστήμη τη σημειωτική των ονείρων. Sabina Spielrein, ρωσοεβραία υστερική παρθένα, ασθενής και των δύο, ερωμένη του Jung. David Cronenberg, ο μύστης της ψυχοσωματικής κινηματογραφικής παράλλαξης, από το προφητικό Videodrome στο ανεπανάληπτο Dead Ringers. Christopher Hampton, o σεναριογράφος - αρχιμάστορας του, σημείου αναφοράς για τις ταινίες εποχής, Dangerous Liaisons. Εδώ η συγγραφή προκύπτει ως προσαρμογή του θεατρικού του έργου The Talking Cure (2003), βασισμένο στην πρωτότυπη συγγραφή του John Kerr “A Most Dangerous Method: The Story of Jung, Freud, and Sabina Spielrein”.
> Ο Michael Fassbender (σε πλήρη απογείωση καριέρας εφέτος με Shame και Χ-Men: First Class) είναι ο Carl Jung. Χωρίστρα, περιποιημένο μουστάκι, διοπτροφόρο βλέμμα, υποδειγματικός σύζυγος και επιστήμονας. Όλα καλοζυγισμένα, ορθοτομημένα. Αμφισβητεί τον Freud, καιόμενος από τον ζήλο που προκαλεί η αναζήτηση της εσώτερης ανθρώπινης ουσίας. Ο ίδιος όμως είναι στεγνός, αποδυναμωμένος από το φόβο της καταστροφής που προκαλεί η έκθεση στα ανθρώπινα σαρκικά πάθη. Παρότι θα απατήσει πολλάκις τη σύζυγό του (η αισθαντική Sarah Gandon) μητέρα των 6 παιδιών του με τη Sabina, ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του επικούρειου συναδέλφου του Otto Gross (ο τυποποιημένα υπερεκδηλωτικός Vincent Cassel), δε θα ξεφύγει από τη μέγκενη της προσωπικής του αποτυχίας, ώστε να ζήσει ακολουθώντας το θέλω του, αγκυλωμένος στις κοινωνικές του νευρώσεις.
> H Keira Knightley (σε μια ακραία κατά το ήμισυ, εντυπωσιακά ισοσκελισμένη στη συνέχεια ερμηνεία) είναι η Sabina Spielrein. Απελπισμένη αρχικά, γιατί έχει συναισθηματικά τραυματιστεί και ψυχικά κυλίσει στην μαζοχίζουσα υστερίαση από την τρυφερή ηλικία των 4 ετών, εξαιτίας του αυταρχικού πατέρα της. Ο Jung θα την απελευθερώσει με ισοζυγισμένα πυγοραπίσματα (βλ. spanking), θα της δώσει όμως πάνω απ όλα την ευκαιρία να γίνει η ίδια ψυχαναλύτρια, εντέλει του ίδιου του Karl. Η αντιστροφή των ρόλων, η κατάρρευση της ιατρικής δεοντολογίας στη σχέση ψυχαναλυτή - ασθενή. Ποιος κερδίζει, ποιος χάνει στη μοιραία κατάληξη; Η σύζυγος, ο Jung, η ή Sabina; Ουσιαστικά κανείς, αν και η ζωή αποφασίζει μόνη της να δώσει μια κάθαρση που θα λύσει το δεσμό χωρίς να λυτρώσει από το δράμα.
> Ο (τρις κατά σειρά συνεργαζόμενος με τον Cronenberg) Viggo Mortensen είναι η ανέλπιστα επιτυχημένη επιλογή για το ρόλο του Sigmund Freud. Cool αλλά και αιχμηρά κυνικός, αυτοεξόριστος στο βασίλειο της επιστημονικής παρατήρησης που βασιλεύει επί θεών και δαιμόνων, χωρίς να προσκυνά κανέναν, ει μη μόνον την ίδια της την αυθεντία. Αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τον Jung, είναι το τείχος του παλιού που ορθώνεται αναπόδραστα εμπρός στο καινούργιο. Δεν πείθεται, δεν εξελίσσεται. Κι όμως, δικαιώνεται διαχρονικά, εκεί όπου καταρρέουν τα μεγαλεπήβολα νεωτεριστικά σχέδια του μαθητή του, θαμμένα κάτω από το γκρέμιο των απραγματοποίητων ονείρων.
> Η μπάντα του μέγα Καναδού είναι καλοκουρδισμένη κι εντός του πνεύματος «επιστημονική διατριβή εποχής» έναν αιώνα πριν (Howard Shore στα συνήθη μουντά μουσικά ημιτόνια, Peter Suschitzky στην λουσάτη φωτογραφία, η αδελφή του David, Denise Cronenberg, στα ατσαλάκωτα αρχοντικά κοστούμια). Η παραφωνία εδώ είναι μόνο μία: O ίδιος ο μαέστρος.
> Ακόμη και στις ελάσσονες δημιουργίες του ο μαιτρ δεν υπολειπόταν σε, έστω σποραδικές, σκηνές σωματικού εφιάλτη, σαρκικού υπερρεαλισμού, ψυχολογικής απειλής. Η μπρεχτική του αποστασιοποίηση, βασισμένη στο θεώρημα ότι υπάρχει πλούσιο (μόνο του όμως όχι αρκετό) υλικό για να καθηλώσει τον θεατή του, περιορίστηκε στο κούρδισμα των ερμηνευτικών εργαλείων του και δέθηκε με ζουρλομανδία, για να αφήσει ανεπηρέαστη την ανηλεή αντιφατικότητα των ηρώων του να δώσει μόνη της τις απαντήσεις που γυρεύουμε ως θεατές. Λάθος κίνηση. Υπάρχει μία λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ πλήρους ελέγχου εκφραστικών μέσων και αποστειρωμένου ακαδημαϊσμού. Από την συμβολική αποχή από οποιαδήποτε παθιασμένη σκηνοθετική εκδήλωση ώστε να τονιστεί η αυτοκαταστροφική δειλία του κεντρικού χαρακτήρα, ως την αυστηρή, εγκεφαλική εξιστόρηση, χωρίς το φιλμικό βέλος να τρυπήσει την καρδιά του ερωτικού του αποδέκτη.
> Αυτή η Επικίνδυνη Μέθοδος αποβαίνει μια εξαιρετική ευκαιρία που κατακρημνίζεται άδοξα στην αυταρέσκειά της. Ο Cronenberg δεν βρίσκεται σε δημιουργική παρακμή – το αντίθετο. Δείχνει φρέσκος, τολμηρός κι έτοιμος να ανεβάσει ψηλά τo production value του. Όμως, αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι όπως το φαγητό που τρώει στη φούχτα σε μια σκηνή- σήμα κατατεθέν η Sabina: Kάτι σα λάσπη, νιά-νιά, θρεπτικότατη μεν, αλλά οδυνηρή στη γεύση της.
> Ακόμη και στις ελάσσονες δημιουργίες του ο μαιτρ δεν υπολειπόταν σε, έστω σποραδικές, σκηνές σωματικού εφιάλτη, σαρκικού υπερρεαλισμού, ψυχολογικής απειλής. Η μπρεχτική του αποστασιοποίηση, βασισμένη στο θεώρημα ότι υπάρχει πλούσιο (μόνο του όμως όχι αρκετό) υλικό για να καθηλώσει τον θεατή του, περιορίστηκε στο κούρδισμα των ερμηνευτικών εργαλείων του και δέθηκε με ζουρλομανδία, για να αφήσει ανεπηρέαστη την ανηλεή αντιφατικότητα των ηρώων του να δώσει μόνη της τις απαντήσεις που γυρεύουμε ως θεατές. Λάθος κίνηση. Υπάρχει μία λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ πλήρους ελέγχου εκφραστικών μέσων και αποστειρωμένου ακαδημαϊσμού. Από την συμβολική αποχή από οποιαδήποτε παθιασμένη σκηνοθετική εκδήλωση ώστε να τονιστεί η αυτοκαταστροφική δειλία του κεντρικού χαρακτήρα, ως την αυστηρή, εγκεφαλική εξιστόρηση, χωρίς το φιλμικό βέλος να τρυπήσει την καρδιά του ερωτικού του αποδέκτη.
> Αυτή η Επικίνδυνη Μέθοδος αποβαίνει μια εξαιρετική ευκαιρία που κατακρημνίζεται άδοξα στην αυταρέσκειά της. Ο Cronenberg δεν βρίσκεται σε δημιουργική παρακμή – το αντίθετο. Δείχνει φρέσκος, τολμηρός κι έτοιμος να ανεβάσει ψηλά τo production value του. Όμως, αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι όπως το φαγητό που τρώει στη φούχτα σε μια σκηνή- σήμα κατατεθέν η Sabina: Kάτι σα λάσπη, νιά-νιά, θρεπτικότατη μεν, αλλά οδυνηρή στη γεύση της.
gaRis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική