του Sean Durkin. Με τους Elizabeth Olsen, Sarah Paulson, Hugh Dancy, John Hawkes
A Star Is Born ερμηνεία της χρονιάς!
του gaRis (@takisgaris)
Μεγαλώνοντας (ή ωριμάζοντας;) έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν εντυπωσιάζομαι εύκολα στη θέαση ταινιών. Λογικό (ή δείγμα έλλειψης σεναριακής πρωτοτυπίας;) αυτό, δεν παύει όμως να με προβληματίζει. Γιατί εδώ κάποιος έχει χάσει τη φρεσκάδα του και σημειωτέον στην περίπτωση αυτή είμαστε μόνο δύο: Ή εγώ ή το σινεμά συλλήβδην. Για πολλούς η εμπειρία της σκοτεινής (άρα ιδιωτικής) αίθουσας είναι μια ερωτική εμπειρία διαδραστικής αυτοϊκανοποίησης. Όταν αυτή δεν προσφέρεται από τον δημιουργό στον θεατή - αποδέκτη, τότε η εμπειρία λαθεύει ως προς την αποστολή της. Έτσι απλά, ώστε να συντονιστούμε στην ίδια συχνότητα, όσοι τουλάχιστον δεν πάμε κινηματογράφο για να σκοτώσουμε την ώρα μας ή να μπαλαμουτιάσουμε το μπουτάκι του secret rendezvous μας.
Προλόγου συνέχεια. Πριν από κάποια χρόνια, είχα «πάθει ένα… κάτι» με το φαινόμενο Maggie Gyllenhaal. Το Secretary, ανεξάρτητα από την τολμηρή ερωτική του οπτική, μου έδωσε μια εμπειρία από τον βωβό των 20s, μια απίστευτα γλυκιά, χαρτογραφημένη στην εντέλεια εκφραστικά, 100% θηλυκή περσόνα, η οποία ήξερα δευτερολέπτια, πως θα μαγέψει το φακό για πολλές δεκαετίες αργότερα. Μπορεί η καριέρα της Maggie να μην εκτοξεύτηκε πραγματικά (ήθελε οικογένεια με τον P. Sarsgaard, κάπου ξώμεινε σε indie παραγωγές και δεν πέρασε ποτέ στις Α’ listers), όμως παραμένει ένα τεράστιο ερμηνευτικό ταλέντο (Sherry Baby). Αναρωτιόμουν λοιπόν συχνά ποια θα ήταν η διάδοχός της στην κορυφή της προσωπικής μου εκτίμησης.
Προλόγου συνέχεια. Πριν από κάποια χρόνια, είχα «πάθει ένα… κάτι» με το φαινόμενο Maggie Gyllenhaal. Το Secretary, ανεξάρτητα από την τολμηρή ερωτική του οπτική, μου έδωσε μια εμπειρία από τον βωβό των 20s, μια απίστευτα γλυκιά, χαρτογραφημένη στην εντέλεια εκφραστικά, 100% θηλυκή περσόνα, η οποία ήξερα δευτερολέπτια, πως θα μαγέψει το φακό για πολλές δεκαετίες αργότερα. Μπορεί η καριέρα της Maggie να μην εκτοξεύτηκε πραγματικά (ήθελε οικογένεια με τον P. Sarsgaard, κάπου ξώμεινε σε indie παραγωγές και δεν πέρασε ποτέ στις Α’ listers), όμως παραμένει ένα τεράστιο ερμηνευτικό ταλέντο (Sherry Baby). Αναρωτιόμουν λοιπόν συχνά ποια θα ήταν η διάδοχός της στην κορυφή της προσωπικής μου εκτίμησης.
Έρχομαι στο θέμα. Η Martha, ή Marcy May ή έστω Marlene, σηματοδοτεί την άφιξη στον κινηματογραφικό γαλαξία μιας απόλυτα άπειρης θεσπίδος, 22 μόλις Μαΐων, τελευταία από τα 4 αδέλφια που είναι γνωστά από τις δίδυμες Olsen. Καλωσορίστε την Elizabeth Olsen, στην a-star-is-born ερμηνεία της χρονιάς. Ηρωίδα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Sean Durkin, o οποίος, έχοντας αφομοιώσει πλήρως τα μαθήματα του Roman Polanski, πατώντας στα παγερά, αφιλόξενα μονοπάτια των αμερικάνικων αγροικιών όπως τα ιχνηλάτησε το περυσινό Winter’s Bone, αναδεικνύεται αδιαφιλονίκητα ως ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης της χρονιάς. Κι αυτό είναι σημαντικότερο από το βραβείο που κατέκτησε στο φετινό Sundance.
To να επεκταθώ στο story θα αδικήσει την έκπληξη της πρώτης θέασης. H Μartha το σκάει (ως Marcy May ή Marlene) από ένα κοινόβιο που θυμίζει έντονα το φαινόμενο Charles Manson των 60s, μετά από δύο χρόνια γεμάτα ένα σωρό τραυματικές, πλέον εφιαλτικές για την ίδια εμπειρίες. Στο σπίτι της αδελφής (η κρυστάλλινη ερμηνεία της Sarah Paulson) και του γαμπρού (Ηugh Dancy, στη μοναδική ερμηνευτική παραφωνία του cast) της, θα έρθει αντιμέτωπη με τους εφιάλτες του παρελθόντος, καθώς αδυνατεί να ισορροπήσει σε μια πραγματικότητα, που φαντάζει εξίσου τρομακτική για την ελευθερία της: Αυτή του υπερκαταναλωτικού, mainstream αμερικάνικου τρόπου ζωής. Ποια φυλακή είναι αγριότερη; Θα μπορέσει ποτέ να αποδράσει από την ειρκτή της σαγήνης που εκ-βιαστικά κηλίδωσε μέσα της ο «χαρισματικός» πνευματικός ηγέτης του κοινοβίου; (O διακριθείς στο Winter’s Bone, John Hawkes σε μια μετρημένα διεστραμμένη εμφάνιση, από αυτές που χρήζουν επιβράβευσης).
Το ευρηματικό ψαλίδι, αυτό που κόβει χωρίς να αφήνει σημάδι, κλέβει την παράσταση εδώ. Επιτυχημένο, όσο απέτυχε στο J.Edgar, όπου τη θέση του είχε πάρει το κακόγουστο makeup. Στο ίδιο κάδρο, το παρελθόν και το παρόν συναλλάσσονται αδιόρατα, με μόνο διακριτικό την απειλητική ηχητική μπάντα που περιγράφει τις, σαν σε κακό όνειρο, μέρες (αλλά ιδίως τις νύχτες) του κοινοβίου. Όλα τόσο καλοζυγισμένα από τον Durkin, τολμηρά όπου χρειάζεται, διακριτικά εκεί που η φαντασία μας κάνει καλύτερα τη δουλειά (του). Ενστάσεις υπάρχουν, αφενός για την εμμονή στο λεπτομερές ψυχογράφημα της ηρωίδας του, χωρίς να πάρει ξεκάθαρη θέση στο ζήτημα Cults Vs American Dream, αφετέρου ολοκληρώνοντας το story χωρίς καθαρτήριο τέλος, αφήνοντας τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά στην Martha Marcy May Marlene του.
Παρόλα αυτά, η ταινία θα μπορούσε να περιγραφεί με δύο λέξεις: Elizabeth Olsen. Αιθέρια, περίπλοκη, τραυματισμένη, αποπροσανατολισμένη, εγκαταλειμμένη, οργισμένη, διψασμένη για Αγάπη. Αυτή ειδικά, όπως κι ο θαυμασμός για ένα ξεκάθαρο achievement in acting, της αξίζουν στον ύψιστο βαθμό.
To να επεκταθώ στο story θα αδικήσει την έκπληξη της πρώτης θέασης. H Μartha το σκάει (ως Marcy May ή Marlene) από ένα κοινόβιο που θυμίζει έντονα το φαινόμενο Charles Manson των 60s, μετά από δύο χρόνια γεμάτα ένα σωρό τραυματικές, πλέον εφιαλτικές για την ίδια εμπειρίες. Στο σπίτι της αδελφής (η κρυστάλλινη ερμηνεία της Sarah Paulson) και του γαμπρού (Ηugh Dancy, στη μοναδική ερμηνευτική παραφωνία του cast) της, θα έρθει αντιμέτωπη με τους εφιάλτες του παρελθόντος, καθώς αδυνατεί να ισορροπήσει σε μια πραγματικότητα, που φαντάζει εξίσου τρομακτική για την ελευθερία της: Αυτή του υπερκαταναλωτικού, mainstream αμερικάνικου τρόπου ζωής. Ποια φυλακή είναι αγριότερη; Θα μπορέσει ποτέ να αποδράσει από την ειρκτή της σαγήνης που εκ-βιαστικά κηλίδωσε μέσα της ο «χαρισματικός» πνευματικός ηγέτης του κοινοβίου; (O διακριθείς στο Winter’s Bone, John Hawkes σε μια μετρημένα διεστραμμένη εμφάνιση, από αυτές που χρήζουν επιβράβευσης).
Το ευρηματικό ψαλίδι, αυτό που κόβει χωρίς να αφήνει σημάδι, κλέβει την παράσταση εδώ. Επιτυχημένο, όσο απέτυχε στο J.Edgar, όπου τη θέση του είχε πάρει το κακόγουστο makeup. Στο ίδιο κάδρο, το παρελθόν και το παρόν συναλλάσσονται αδιόρατα, με μόνο διακριτικό την απειλητική ηχητική μπάντα που περιγράφει τις, σαν σε κακό όνειρο, μέρες (αλλά ιδίως τις νύχτες) του κοινοβίου. Όλα τόσο καλοζυγισμένα από τον Durkin, τολμηρά όπου χρειάζεται, διακριτικά εκεί που η φαντασία μας κάνει καλύτερα τη δουλειά (του). Ενστάσεις υπάρχουν, αφενός για την εμμονή στο λεπτομερές ψυχογράφημα της ηρωίδας του, χωρίς να πάρει ξεκάθαρη θέση στο ζήτημα Cults Vs American Dream, αφετέρου ολοκληρώνοντας το story χωρίς καθαρτήριο τέλος, αφήνοντας τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά στην Martha Marcy May Marlene του.
Παρόλα αυτά, η ταινία θα μπορούσε να περιγραφεί με δύο λέξεις: Elizabeth Olsen. Αιθέρια, περίπλοκη, τραυματισμένη, αποπροσανατολισμένη, εγκαταλειμμένη, οργισμένη, διψασμένη για Αγάπη. Αυτή ειδικά, όπως κι ο θαυμασμός για ένα ξεκάθαρο achievement in acting, της αξίζουν στον ύψιστο βαθμό.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Ιανουαρίου 2012 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική