του David Cronenberg. Με τους Michael Fassbender, Viggo Mortensen, Keira Knightley, Vincent Cassel
Not Your Typical Cronenberg Method
του gaRis (@takisgaris)
Sigmund Freud, πατέρας της ψυχανάλυσης. Karl Jung, ο σημαντικότερος μαθητής του, αυτός που συνεισέφερε στην επιστήμη τη σημειωτική των ονείρων. Sabina Spielrein, ρωσοεβραία υστερική παρθένα, ασθενής και των δύο, ερωμένη του Jung. David Cronenberg, ο μύστης της ψυχοσωματικής κινηματογραφικής παράλλαξης, από το προφητικό Videodrome στο ανεπανάληπτο Dead Ringers. Christopher Hampton, o σεναριογράφος - αρχιμάστορας του, σημείου αναφοράς για τις ταινίες εποχής, Dangerous Liaisons. Εδώ η συγγραφή προκύπτει ως προσαρμογή του θεατρικού του έργου The Talking Cure (2003), βασισμένο στην πρωτότυπη συγγραφή του John Kerr “A Most Dangerous Method: The Story of Jung, Freud, and Sabina Spielrein”.
Ο Michael Fassbender (σε πλήρη απογείωση καριέρας εφέτος με Shame και Χ-Men: First Class) είναι ο Carl Jung. Χωρίστρα, περιποιημένο μουστάκι, διοπτροφόρο βλέμμα, υποδειγματικός σύζυγος και επιστήμονας. Όλα καλοζυγισμένα, ορθοτομημένα. Αμφισβητεί τον Freud, καιόμενος από τον ζήλο που προκαλεί η αναζήτηση της εσώτερης ανθρώπινης ουσίας. Ο ίδιος όμως είναι στεγνός, αποδυναμωμένος από το φόβο της καταστροφής που προκαλεί η έκθεση στα ανθρώπινα σαρκικά πάθη. Παρότι θα απατήσει πολλάκις τη σύζυγό του (η αισθαντική Sarah Gandon) μητέρα των 6 παιδιών του με τη Sabina, ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του επικούρειου συναδέλφου του Otto Gross (ο τυποποιημένα υπερεκδηλωτικός Vincent Cassel), δε θα ξεφύγει από τη μέγκενη της προσωπικής του αποτυχίας, ώστε να ζήσει ακολουθώντας το θέλω του, αγκυλωμένος στις κοινωνικές του νευρώσεις.
Ο Michael Fassbender (σε πλήρη απογείωση καριέρας εφέτος με Shame και Χ-Men: First Class) είναι ο Carl Jung. Χωρίστρα, περιποιημένο μουστάκι, διοπτροφόρο βλέμμα, υποδειγματικός σύζυγος και επιστήμονας. Όλα καλοζυγισμένα, ορθοτομημένα. Αμφισβητεί τον Freud, καιόμενος από τον ζήλο που προκαλεί η αναζήτηση της εσώτερης ανθρώπινης ουσίας. Ο ίδιος όμως είναι στεγνός, αποδυναμωμένος από το φόβο της καταστροφής που προκαλεί η έκθεση στα ανθρώπινα σαρκικά πάθη. Παρότι θα απατήσει πολλάκις τη σύζυγό του (η αισθαντική Sarah Gandon) μητέρα των 6 παιδιών του με τη Sabina, ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του επικούρειου συναδέλφου του Otto Gross (ο τυποποιημένα υπερεκδηλωτικός Vincent Cassel), δε θα ξεφύγει από τη μέγκενη της προσωπικής του αποτυχίας, ώστε να ζήσει ακολουθώντας το θέλω του, αγκυλωμένος στις κοινωνικές του νευρώσεις.
H Keira Knightley (σε μια ακραία κατά το ήμισυ, εντυπωσιακά ισοσκελισμένη στη συνέχεια ερμηνεία) είναι η Sabina Spielrein. Απελπισμένη αρχικά, γιατί έχει συναισθηματικά τραυματιστεί και ψυχικά κυλίσει στην μαζοχίζουσα υστερίαση από την τρυφερή ηλικία των 4 ετών, εξαιτίας του αυταρχικού πατέρα της. Ο Jung θα την απελευθερώσει με ισοζυγισμένα πυγοραπίσματα (βλ. spanking), θα της δώσει όμως πάνω απ όλα την ευκαιρία να γίνει η ίδια ψυχαναλύτρια, εντέλει του ίδιου του Karl. Η αντιστροφή των ρόλων, η κατάρρευση της ιατρικής δεοντολογίας στη σχέση ψυχαναλυτή - ασθενή. Ποιος κερδίζει, ποιος χάνει στη μοιραία κατάληξη; Η σύζυγος, ο Jung, η ή Sabina; Ουσιαστικά κανείς, αν και η ζωή αποφασίζει μόνη της να δώσει μια κάθαρση που θα λύσει το δεσμό χωρίς να λυτρώσει από το δράμα.
Ο (τρις κατά σειρά συνεργαζόμενος με τον Cronenberg) Viggo Mortensen είναι η ανέλπιστα επιτυχημένη επιλογή για το ρόλο του Sigmund Freud. Cool αλλά και αιχμηρά κυνικός, αυτοεξόριστος στο βασίλειο της επιστημονικής παρατήρησης που βασιλεύει επί θεών και δαιμόνων, χωρίς να προσκυνά κανέναν, ει μη μόνον την ίδια της την αυθεντία. Αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τον Jung, είναι το τείχος του παλιού που ορθώνεται αναπόδραστα εμπρός στο καινούργιο. Δεν πείθεται, δεν εξελίσσεται. Κι όμως, δικαιώνεται διαχρονικά, εκεί όπου καταρρέουν τα μεγαλεπήβολα νεωτεριστικά σχέδια του μαθητή του, θαμμένα κάτω από το γκρέμιο των απραγματοποίητων ονείρων.
Η μπάντα του μέγα Καναδού είναι καλοκουρδισμένη κι εντός του πνεύματος «επιστημονική διατριβή εποχής» έναν αιώνα πριν (Howard Shore στα συνήθη μουντά μουσικά ημιτόνια, Peter Suschitzky στην λουσάτη φωτογραφία, η αδελφή του David, Denise Cronenberg, στα ατσαλάκωτα αρχοντικά κοστούμια). Η παραφωνία εδώ είναι μόνο μία: O ίδιος ο μαέστρος.
Ακόμη και στις ελάσσονες δημιουργίες του ο μαιτρ δεν υπολειπόταν σε, έστω σποραδικές, σκηνές σωματικού εφιάλτη, σαρκικού υπερρεαλισμού, ψυχολογικής απειλής. Η μπρεχτική του αποστασιοποίηση, βασισμένη στο θεώρημα ότι υπάρχει πλούσιο (μόνο του όμως όχι αρκετό) υλικό για να καθηλώσει τον θεατή του, περιορίστηκε στο κούρδισμα των ερμηνευτικών εργαλείων του και δέθηκε με ζουρλομανδία, για να αφήσει ανεπηρέαστη την ανηλεή αντιφατικότητα των ηρώων του να δώσει μόνη της τις απαντήσεις που γυρεύουμε ως θεατές. Λάθος κίνηση. Υπάρχει μία λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ πλήρους ελέγχου εκφραστικών μέσων και αποστειρωμένου ακαδημαϊσμού. Από την συμβολική αποχή από οποιαδήποτε παθιασμένη σκηνοθετική εκδήλωση ώστε να τονιστεί η αυτοκαταστροφική δειλία του κεντρικού χαρακτήρα, ως την αυστηρή, εγκεφαλική εξιστόρηση, χωρίς το φιλμικό βέλος να τρυπήσει την καρδιά του ερωτικού του αποδέκτη.
Αυτή η Επικίνδυνη Μέθοδος αποβαίνει μια εξαιρετική ευκαιρία που κατακρημνίζεται άδοξα στην αυταρέσκειά της. Ο Cronenberg δεν βρίσκεται σε δημιουργική παρακμή – το αντίθετο. Δείχνει φρέσκος, τολμηρός κι έτοιμος να ανεβάσει ψηλά τo production value του. Όμως, αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι όπως το φαγητό που τρώει στη φούχτα σε μια σκηνή- σήμα κατατεθέν η Sabina: Kάτι σα λάσπη, νιά-νιά, θρεπτικότατη μεν, αλλά οδυνηρή στη γεύση της.
Ο (τρις κατά σειρά συνεργαζόμενος με τον Cronenberg) Viggo Mortensen είναι η ανέλπιστα επιτυχημένη επιλογή για το ρόλο του Sigmund Freud. Cool αλλά και αιχμηρά κυνικός, αυτοεξόριστος στο βασίλειο της επιστημονικής παρατήρησης που βασιλεύει επί θεών και δαιμόνων, χωρίς να προσκυνά κανέναν, ει μη μόνον την ίδια της την αυθεντία. Αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τον Jung, είναι το τείχος του παλιού που ορθώνεται αναπόδραστα εμπρός στο καινούργιο. Δεν πείθεται, δεν εξελίσσεται. Κι όμως, δικαιώνεται διαχρονικά, εκεί όπου καταρρέουν τα μεγαλεπήβολα νεωτεριστικά σχέδια του μαθητή του, θαμμένα κάτω από το γκρέμιο των απραγματοποίητων ονείρων.
Η μπάντα του μέγα Καναδού είναι καλοκουρδισμένη κι εντός του πνεύματος «επιστημονική διατριβή εποχής» έναν αιώνα πριν (Howard Shore στα συνήθη μουντά μουσικά ημιτόνια, Peter Suschitzky στην λουσάτη φωτογραφία, η αδελφή του David, Denise Cronenberg, στα ατσαλάκωτα αρχοντικά κοστούμια). Η παραφωνία εδώ είναι μόνο μία: O ίδιος ο μαέστρος.
Ακόμη και στις ελάσσονες δημιουργίες του ο μαιτρ δεν υπολειπόταν σε, έστω σποραδικές, σκηνές σωματικού εφιάλτη, σαρκικού υπερρεαλισμού, ψυχολογικής απειλής. Η μπρεχτική του αποστασιοποίηση, βασισμένη στο θεώρημα ότι υπάρχει πλούσιο (μόνο του όμως όχι αρκετό) υλικό για να καθηλώσει τον θεατή του, περιορίστηκε στο κούρδισμα των ερμηνευτικών εργαλείων του και δέθηκε με ζουρλομανδία, για να αφήσει ανεπηρέαστη την ανηλεή αντιφατικότητα των ηρώων του να δώσει μόνη της τις απαντήσεις που γυρεύουμε ως θεατές. Λάθος κίνηση. Υπάρχει μία λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ πλήρους ελέγχου εκφραστικών μέσων και αποστειρωμένου ακαδημαϊσμού. Από την συμβολική αποχή από οποιαδήποτε παθιασμένη σκηνοθετική εκδήλωση ώστε να τονιστεί η αυτοκαταστροφική δειλία του κεντρικού χαρακτήρα, ως την αυστηρή, εγκεφαλική εξιστόρηση, χωρίς το φιλμικό βέλος να τρυπήσει την καρδιά του ερωτικού του αποδέκτη.
Αυτή η Επικίνδυνη Μέθοδος αποβαίνει μια εξαιρετική ευκαιρία που κατακρημνίζεται άδοξα στην αυταρέσκειά της. Ο Cronenberg δεν βρίσκεται σε δημιουργική παρακμή – το αντίθετο. Δείχνει φρέσκος, τολμηρός κι έτοιμος να ανεβάσει ψηλά τo production value του. Όμως, αυτό που συμβαίνει εδώ, είναι όπως το φαγητό που τρώει στη φούχτα σε μια σκηνή- σήμα κατατεθέν η Sabina: Kάτι σα λάσπη, νιά-νιά, θρεπτικότατη μεν, αλλά οδυνηρή στη γεύση της.
Στις δικές μας αίθουσες, στις 24 Νοεμβρίου 2011 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική