by Takis Garis
Episode 4 - Fifty Fifty!
> 50/50 (****): Όπου 50/50 (1 στις 2 περιπτώσεις δηλαδή) είναι οι πιθανότητες επιβίωσης από τον καρκίνο της σπονδυλικής στήλης από τον οποίο πάσχει ο ήρωας μας (αληθινός, καθότι πρόκειται για παραλλαγή της εμπειρίας του σεναριογράφου της ταινίας Will Reiser και κολλητού του – όπως και στο film - Seth Rogen) Adam Lerner. Είμαστε στην ταινία που, όταν ο (Adam) Joseph Gordon-Levitt με περισσή αμηχανία ανακοινώνει στην παθολογικά ανήσυχη μαμά του Angelica Huston την αρρώστια του, μπροστά στον πάσχοντα από άνοια πατέρα του και την ψιλο-σκρόφα φιλενάδα του (Bryce Dallas Howard) της το πασάρει με την ατάκα “έχεις δει το Terms of Endearment?”. E, να συμπληρώσω, καμία σχέση.
> Είναι επίσης η ίδια ταινία που βασιλεύει το μη εξαιρετέο γλυκούτσικα χοντροκοπιάρικο humor της Superbad παρεούλας του Seth Rogen. Η αντίστιξη της υποχόνδριας, πονεμένα ερμητικής ερμηνείας του Levitt (Τhe Lookout, 500 Days of Summer) που με κάνει να αναθεωρήσω πάραυτα για τον θρόνο του χαρισματικότερου ηθοποιού της γενιάς του (sorry about that Ryan). Ο μόνος λόγος που αυτός ο ρόλος δεν θα τον φτάσει καροτσάκι ως τα Oscars είναι η σωστή, δυσκολο-μανουβραρισμένη, όμως ολίγον safe σκηνοθετική γραμμή του σκηνοθέτη Jonathan Levine, που έχει μια εμμονή με το weed («χόρτο») από το προηγούμενο film του (The Wackness).
> Δάκρυσα, γέλασα σε μια ταινία που οι γυναικείοι χαρακτήρες δε βρίσκονται ακριβώς στο θετικό πρόσημο (η δόκιμη ψυχολόγος-ερωτικό ενδιαφέρον του Adam, Αnna Kendrick, δυστυχώς επαναλαμβάνει τον ρόλο του Up In the Air, καίτοι ταλαντούχα, ενώ για την Bryce Howard, δε φτάνει το ταλέντο της, μην ξεχνάμε πως περίπου χάλασε και το ensemble του The Help φέτο – ας όψεται ο μπαμπάς που της βρίσκει τις καλύτερες δουλειές). Καταλήγοντας, το ντουέτο Levitt - Rogen είναι τουλάχιστον μια κλάση ανώτερο από αυτό των Pitt - Hill του Moneyball, όμως κάποια πράγματα στη ζωή (και στο σινεμά) είναι εντέλει θέμα pushαρίσματος, κάτι που το 50/50 έχει 0/100 επιθυμία (και budget) να το πράξει.
> Είναι επίσης η ίδια ταινία που βασιλεύει το μη εξαιρετέο γλυκούτσικα χοντροκοπιάρικο humor της Superbad παρεούλας του Seth Rogen. Η αντίστιξη της υποχόνδριας, πονεμένα ερμητικής ερμηνείας του Levitt (Τhe Lookout, 500 Days of Summer) που με κάνει να αναθεωρήσω πάραυτα για τον θρόνο του χαρισματικότερου ηθοποιού της γενιάς του (sorry about that Ryan). Ο μόνος λόγος που αυτός ο ρόλος δεν θα τον φτάσει καροτσάκι ως τα Oscars είναι η σωστή, δυσκολο-μανουβραρισμένη, όμως ολίγον safe σκηνοθετική γραμμή του σκηνοθέτη Jonathan Levine, που έχει μια εμμονή με το weed («χόρτο») από το προηγούμενο film του (The Wackness).
> Δάκρυσα, γέλασα σε μια ταινία που οι γυναικείοι χαρακτήρες δε βρίσκονται ακριβώς στο θετικό πρόσημο (η δόκιμη ψυχολόγος-ερωτικό ενδιαφέρον του Adam, Αnna Kendrick, δυστυχώς επαναλαμβάνει τον ρόλο του Up In the Air, καίτοι ταλαντούχα, ενώ για την Bryce Howard, δε φτάνει το ταλέντο της, μην ξεχνάμε πως περίπου χάλασε και το ensemble του The Help φέτο – ας όψεται ο μπαμπάς που της βρίσκει τις καλύτερες δουλειές). Καταλήγοντας, το ντουέτο Levitt - Rogen είναι τουλάχιστον μια κλάση ανώτερο από αυτό των Pitt - Hill του Moneyball, όμως κάποια πράγματα στη ζωή (και στο σινεμά) είναι εντέλει θέμα pushαρίσματος, κάτι που το 50/50 έχει 0/100 επιθυμία (και budget) να το πράξει.
> Fright Night (**1/2): Κάποιος πρέπει το συντομότερο δυνατό (Α’ lister σκηνοθέτης, παραγωγός) να εμπιστευτεί αυτό το ιρλανδέζικο sexy beast γιατί θα πάει άκλαφτο και θά’ναι κρίμας. Ο εκπληκτικός στο Horrible Bosses (κωμωδία της χρονιάς) Colin Farrell, είναι κυριολεκτικά «καυτός» εδώ ως βρικόλακας, κουβαλώντας πάνω του το remake της cult για το vampire genre ταινίας του Τom Holland (Child’s Play), που (θυμάσαι ZerVo;) είχε στοιχειώσει τα εφηβικά μας χρόνια στα μέσα ακριβώς των 80s. O Craig Gillespie έχει δώσει με το Lars & The Real Girl (κορυφαία ερμηνεία σου, Ryan, eh?) διαπιστευτήρια για το υποδειγματικό κοουτσάρισμα του cast, το οποίο πράττει ξανά εδώ, με (αγαπώ) Toni Collette, Anton Yelchin και David Tennant. Εκεί που τα χάνει είναι στο χτίσιμο μιας πειστικής gothic ατμόσφαιρας που δεν αυτό-υπονομεύεται από το κωμικό της στοιχείο, τομέας στον οποίο έχει αριστεύσει ο προκάτοχός του. Το 3D δεν προσφέρει τίποτε στη θέαση, οι νεαροί όμως θα περάσουν ζάχαρη ενώ εμείς οι λοιπές ηλικιακές δυνάμεις μετράμε 25+ χρόνια από τότε που είδαμε το ανώτερο original σε κάποιο θερινό σινέ- Λεβάντα στο Δάσος Χαϊδαρίου.
> Killer Elite (**): Είσαι ο executive producer και στήνεις μια ταινία δράσης που θες (λέμε τώρα) να διαθέτει περισσότερο εγκεφαλικό φλοιό από μπαμ-μπουμ πιστολίδια και καταδιώξεις με αυτοκίνητα τύπου The Transporter και Crank. Εύκολο, θα βάλεις μέσα δύο πρωτοκλασάτους που χρειάζονται το παραδάκι για να συντηρήσουν αυτή την έρημη πισίνα στο Malibu, που έχει γίνει γκρεμίδια από τους τυφώνες του Ειρηνικού. Παίρνεις λοιπόν τον De Niro, που είναι πλέον έτοιμος να παίξει από Colombiana 2 μέχρι τον Gargamel στo sequel των Smurfs 3D. Κατόπιν πιάνεις τoν Clive Owen, ο οποίος, μετά την εκρηκτική του ερμηνεία στο Closer και την εντελώς αδικαιολόγητη πόρτα που έφαγε για τον ρόλο του James Bond ψάχνεται εδώ-κι-εκεί φιλμικά. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Η ταινία είναι star vehicle για τον αγγλο-μπουνταλά Statham, που εξασφαλίζει σίγουρο box-office στο είδος. Τι δεν πρέπει να κάνεις; Μα φυσικά να δώσεις την κάμερα σε έναν παντελώς άγνωστο, άψητο σκηνοθετάκο. Εκτός αν θες τροχονόμο, χειριστή εδάφους κι όχι πιλότο φάντομ (που το θυμήθηκα αυτό). Gary McKendry ασούμε (ποιος ήρθε ;)
> Killer Elite (**): Είσαι ο executive producer και στήνεις μια ταινία δράσης που θες (λέμε τώρα) να διαθέτει περισσότερο εγκεφαλικό φλοιό από μπαμ-μπουμ πιστολίδια και καταδιώξεις με αυτοκίνητα τύπου The Transporter και Crank. Εύκολο, θα βάλεις μέσα δύο πρωτοκλασάτους που χρειάζονται το παραδάκι για να συντηρήσουν αυτή την έρημη πισίνα στο Malibu, που έχει γίνει γκρεμίδια από τους τυφώνες του Ειρηνικού. Παίρνεις λοιπόν τον De Niro, που είναι πλέον έτοιμος να παίξει από Colombiana 2 μέχρι τον Gargamel στo sequel των Smurfs 3D. Κατόπιν πιάνεις τoν Clive Owen, ο οποίος, μετά την εκρηκτική του ερμηνεία στο Closer και την εντελώς αδικαιολόγητη πόρτα που έφαγε για τον ρόλο του James Bond ψάχνεται εδώ-κι-εκεί φιλμικά. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Η ταινία είναι star vehicle για τον αγγλο-μπουνταλά Statham, που εξασφαλίζει σίγουρο box-office στο είδος. Τι δεν πρέπει να κάνεις; Μα φυσικά να δώσεις την κάμερα σε έναν παντελώς άγνωστο, άψητο σκηνοθετάκο. Εκτός αν θες τροχονόμο, χειριστή εδάφους κι όχι πιλότο φάντομ (που το θυμήθηκα αυτό). Gary McKendry ασούμε (ποιος ήρθε ;)
> Το να πεις ότι υπάρχει καθ’υποψίαν υλικό για το νέο Bourne franchise θα είναι μέγα ψέμα. Το ίδιο υποστηρίχθηκε ως wishful thinking και για το ψιλοάθλιο Abduction που άνοιξε την ίδια εβδομάδα, λίγο παραπάνω (1,5 εκατ., στα 10.9 εκατ. σύνολο) εισπρακτικά εδώ κοντά στα μέρη μας. Τουλάχιστον όμως, με τέτοιο cast, οι προσδοκίες πετάνε ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα διεκπεραιωτικά πλάνα του McKendry, όπου δεν είναι άσχημος. Απλά θα έπρεπε να προσλάβουν τον Michael Mann να γυρίσει τις σεκάνς που συνδέουν αυτή την πληθώρα εικόνων δράσης, κουραστικές στο σύνολό τους, χωρίς το παραμικρό στοιχείο έκπληξης, πλην του γάτα-με-το-ποντίκι παιγνιδιού μεταξύ Statham και Owen. Συμπέρασμα: Κατευθείαν στο DVD, με πεπερόνι πίτσα (αυτή με το μέτρο) κι ένα καφάσι σόδες.
Next Week: Αυτός ο εξαιρετικός Σεπτέμβρης του 2011 φεύγει δαφνοστεφανωμένος, δίνοντας στη θέση του σε έναν ιδιαίτερα αναιμικό Οκτώβρη. Ελπίζω να διαψευστώ, αρχής γενομένης next week, με την ταινία που έχει συζητηθεί περισσότερο από κάθε άλλη από όσες έχουν προβληθεί, αναφορικά με το Oscar caliber που διαθέτει(;) Τhe Ides of March – George Clooney. Not bad for a kick start, eh?
Next Week: Αυτός ο εξαιρετικός Σεπτέμβρης του 2011 φεύγει δαφνοστεφανωμένος, δίνοντας στη θέση του σε έναν ιδιαίτερα αναιμικό Οκτώβρη. Ελπίζω να διαψευστώ, αρχής γενομένης next week, με την ταινία που έχει συζητηθεί περισσότερο από κάθε άλλη από όσες έχουν προβληθεί, αναφορικά με το Oscar caliber που διαθέτει(;) Τhe Ides of March – George Clooney. Not bad for a kick start, eh?
gaRis
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική