του Pablo Larraín. Με τους Alfredo Castro, Antonia Zegers, Amparo Noguera, Jaime Vadell
Τελικά Αυτοκτόνησε...
του zerVo
Θα μπορούσε να περιγράφει μια ιστορία, που να έχει λάβει χώρα σε κάποια γειτονιά δικής μας μεγαλούπολης. Άλλωστε η πατρίδα μας, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, συναισθάνεται τους πόνους και τους καημούς που έχουν ζήσει οι πολύπαθοι λατινοαμερικάνικοι λαοί, εφόσον λίγο έως πολύ τους έχει βιώσει και η ίδια στο πετσί της. Και ιδίως, αν μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για την μπότα των συνταγματαρχών, που άφησε το στίγμα της βαρύ στο κατοπινό μας πολιτικό γίγνεσθαι, άσχετα αν η δύσκολη επταετία αποτελεί θέμα ταμπού - κακώς, πολύ κακώς - για τους σύγχρονους Έλληνες κινηματογραφιστές. Όχι όμως για τους αντίστοιχους Χιλιανούς, Αργεντινούς, Αφρικάνους, που φιλτράρουν το παρόν, μέσα από την εμπειρία του παρελθόντος, επιχειρώντας αντιστοιχήσεις χρονικές, που μπορούν να λειτουργήσουν ως άξονες εμπειρίας. Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στην περίπτωση του Post Mortem...
Δίχως αυξομειώσεις κυλά η ήρεμη καθημερινότητα του Μάριο, ενός πενηντάρη, μοναχικού άντρα, που εργάζεται ως γραμματέας στο νεκροτομείο του Σαντιάγο. Βγάζοντας μετά το ρουτινιάρικο οκτάωρο την ποδιά του δημόσιου λειτουργού, του αρκεί να φορά τις πιτζάμες του μεσήλικα, έχοντας χάσει το όποιο πάθος για τη ζωή. Μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ανατρέψει τα βαριεστημένα δεδομένα, η σαραντάρα γειτόνισσα του, μια ξεπεσμένη χορεύτρια του καμπαρέ, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος. Κάθε προσπάθεια να την προσεγγίσει όμως πέφτει στο κενό, αφού πάντοτε βρίσκεται περικυκλωμένη από άντρες του στενού οικογενειακού της κύκλου, παθιασμένους με την πολιτική, τομέας που αφήνει παγερά αδιάφορο, τόσο εκείνον, όσο κι εκείνη...
Είναι 1973 και η Χιλή βρίσκεται σε μια διαρκή αναταραχή εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης που δείχνει η κομουνιστική κυβέρνηση της χώρας στις προσταγές του πανίσχυρου αμερικάνικου βορρά. Το αποτέλεσμα της ρήξης δεν θα αργήσει να κάνει την εμφάνιση του, όταν τα τανκς θα κυριεύσουν τους δρόμους, κάτω από τις εντολές του δικτάτορα Πινοσέτ. Τα πτώματα των αντιπάλων της "επανάστασης" θα αρχίσουν να φισκάρουν τους νεκροθαλάμους, μια εικόνα που θα παγώσει το βλέμμα του άμαθου σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις άντρα. Ακόμη και τότε όμως - σκεπτόμενος μονοκόμματα και απαθέστατα - δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί την παγίδα που έχει πέσει η πατρίδα του. Δεν τον καίει η φωτιά, του αρκεί η αγαπημένη του τροτέζα να είναι καλά. Η αλληγορία που χρησιμοποιεί για να αναπτύξει το θέμα του ο Pablo Larrain, ένας από τους πολλά υποσχόμενους σκηνοθέτες της ισπανόφωνης νοτιοαμερικάνικης σχολής, είναι πασιφανής, όσο και ειρωνική. Ο Μάριο συμβολίζει την αδιαφορία που επέδειξε το μεγαλύτερο κομμάτι των Χιλιανών (σε μια αντίστοιχη fuzzy λογική και των Ελλήνων) στην στέρηση των ελευθεριών που προκάλεσε η Χούντα, με αποτέλεσμα το κράτος να καταλυθεί για σχεδόν δύο ολόκληρες δεκαετίες. Δεκαέξι χρόνια στο ψυγείο του νεκροτομείου - όντας ζωντανός - ισοδυναμούν με ισοπεδωτική καταστροφή. Και το μόνο που θάφτηκε στο σκοτάδι, με την σύμφωνη γνώμη του "μην μου χαλάτε την βολή" καλοπερασάκια, ήταν η σιγανή φωνή της αντίδρασης. Για ένα καπρίτσιο? Κάπως ο Χιλιανός θα έπρεπε να το δικαιολογήσει...
Για πες: Έχοντας σαν βασικά του όπλα την ακίνητη δίχως το παραμικρό συναίσθημα κάμερα και τα άδεια βλέμματα των πρωταγωνιστών του - ιδίως του ξερακιανού ανέκφραστου - μέχρι δακρύων - Alfredo Castro, το Post Mortem, επιχειρεί να αναπτύξει την θεωρία του, ρίχνοντας βάρη και ευθύνες σε εκείνους που σιγόνταραν με την απουσία τους τον Δον Αουγκούστο. Οι φορτίσεις που ο δημιουργός προσπαθεί να προκαλέσει στον θεατή, δεν έχουν βατήρα κάποιο συγκινητικό μουσικό θέμα, ούτε τις σκηνές αλλοφροσύνης όπως στο ανατριχιαστικό χρονικό του Il Pleut Sur Santiago του Helvio Soto από το 1976. Έχουν όμως αφετηρία τον πάγο των άδειων ημιφωτισμένων διαδρόμων του νεκροτομείου, που ορίζουν το κενό μονοπάτι που θα βαδίσει στο εφεξής η χώρα, αλλά και την μακάβρια σεκάνς του διαλυμένου κρανίου, του δημοκρατικά εκλεγμένου Μαρξιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε, που κυριολεκτικά σε ακινητοποιεί. Όχι περισσότερο όμως από τους παρόντες στην νεκροτομή, που δεν δυσκολεύτηκαν να βγάλουν την συμφέρουσα για όλους απόφαση: Έλα μωρέ, αυτοκτόνησε ο δειλός...
Στις δικές μας αίθουσες, 1 Σεπτεμβρίου 2011 από την Strada / Nutopia
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική