Εμβόλιμο αυτό το πλανάκι, μόλις λίγων δευτερολέπτων, στο Ποιος Θανάσης, εκείνη την κομεντί που συμμορία λαμόγιων βάζει στο στόχαστρο, μικρομεσαίο επιχειρηματία: Μέσα στην διαρκή τρεχάλα του, για να προλάβει τα πάντα και να μην αφήσει δυσαρεστημένο κανέναν, ο φουκαράς βιοπαλαιστής περνά μπροστά από τον πάγκο υπαίθριου λουλουδοπωλείου και καλημερίζοντας την ευτραφή κυρία, που λιάζεται όπως πάντα, της προσφέρει το ημερήσιο γλύκισμα της, την σοκολατίτσα της. Δεν διανοούμαι να φανταστώ το πως ο νεοέλληνας θα μπορούσε να απεικονιστεί καλύτερα στην μεγάλη οθόνη. Με τα ντέρτια, τις σκοτούρες, τα κουσούρια, τις εμφανείς αδυναμίες, τα χίλια μύρια προβλήματα, την καθημερινή μιζέρια, να δηλώνουν διαρκώς παρόν κι όμως εκείνος όχι απλά να τα ξεπερνά, όχι να βρίσκει τον χρόνο για να αναζητήσει την αγάπη, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού του να σκέφτεται και τον συνάνθρωπο του, να του χαρίσει μια έστω και στιγμιαία απόλαυση, ηλιαχτίδα στην μουνταμάρα του συννεφιασμένου κάθε μέρα.
Αυτός ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Το συναίσθημα που νιώθεις σαν θεατής, μόλις διαβάζεις το όνομα του στα κρέντιτς των χιλιοειδωμένων, ασπρόμαυρων συνήθως, ταινιών του, είναι σαν κι εκείνο όταν σου κτυπά το κουδούνι για επίσκεψη ο αγαπημένος σου συγγενής, ο καλός δικός σου άνθρωπος. Που ξέρεις πως η συντροφιά του για την επόμενη ώρα θα απογειώσει το κέφι σου, θα σε διασκεδάσει στο έπακρο, θα σε κάνει να γελάσεις, όχι με τίποτα καραγκιοζιλίκια και βωμολοχίες, αλλά με έναν τρόπο μοναδικό, που μόνο εκείνος γνωρίζει. Ακόμη κι αν τα αστεία του τα έχεις ξανακούσει μυριάδες φορές, κρέμεσαι από τα χείλη του για να τα ξαναζήσεις, σαν να είναι η πρώτη φορά. "Έλα θείε, ξαναπές εκείνο το καλαμπούρι με το μουλάρι τον Αστραχάν. Και αυτό που παρίστανες τον ατζαμή φωτογράφο. Κι αυτό που έκανες τον θυρωρό, με εκείνη την χοντρή μαντάμ Καλιακούδα (μου) που ανέβαζες τις σκάλες, όταν δεν λειτουργούσε το ασανσέρι..."
Από σήμερα το πρωί, λέει το κακό μαντάτο, αυτός ο καλός μας άνθρωπος, ο μανού - ανθού, ο ξέρεις από βέσπα, ο θα σε κάνω βασίλισσα, ο άτιμε Κατραμπά έβαψα τα χέρια μου με το αίμα σου, ο Αχόρταγος, ο μυστικός πράκτωρ της γκάφας, ο πολυτεχνίτης, μα και συνάμα ερημοσπίτης, ο Θρασύβουλας με τον ατμό του, σωματικά δεν είναι κοντά μας. Κι η ψυχή του έχει ταξιδέψει εκεί ψηλά και λάμπει σαν ήλιος, στον ουράνιο γαλαξία, μαζί με τον Λογοθετίδη, τον Κωνσταντάρα, τον Χατζηχρήστο... Παραμύθια, σενάριο φτηνό και διόλου πλακατζίδικο... Δεν το πιστεύω σου λέω. Απέναντι μου τον βλέπω, τώρα δα, στο παρκάκι να προσφέρει την καθημερινή σοκολάτα της κυρίας Ολυμπίτσας. Χρόνια τώρα δεν άργησε στιγμή στο πέρασμα του. Και ούτε πιστεύω θα αργήσει ποτέ του, ακόμη και δυο αιώνες να περάσουν!
Αυτός ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Το συναίσθημα που νιώθεις σαν θεατής, μόλις διαβάζεις το όνομα του στα κρέντιτς των χιλιοειδωμένων, ασπρόμαυρων συνήθως, ταινιών του, είναι σαν κι εκείνο όταν σου κτυπά το κουδούνι για επίσκεψη ο αγαπημένος σου συγγενής, ο καλός δικός σου άνθρωπος. Που ξέρεις πως η συντροφιά του για την επόμενη ώρα θα απογειώσει το κέφι σου, θα σε διασκεδάσει στο έπακρο, θα σε κάνει να γελάσεις, όχι με τίποτα καραγκιοζιλίκια και βωμολοχίες, αλλά με έναν τρόπο μοναδικό, που μόνο εκείνος γνωρίζει. Ακόμη κι αν τα αστεία του τα έχεις ξανακούσει μυριάδες φορές, κρέμεσαι από τα χείλη του για να τα ξαναζήσεις, σαν να είναι η πρώτη φορά. "Έλα θείε, ξαναπές εκείνο το καλαμπούρι με το μουλάρι τον Αστραχάν. Και αυτό που παρίστανες τον ατζαμή φωτογράφο. Κι αυτό που έκανες τον θυρωρό, με εκείνη την χοντρή μαντάμ Καλιακούδα (μου) που ανέβαζες τις σκάλες, όταν δεν λειτουργούσε το ασανσέρι..."
Από σήμερα το πρωί, λέει το κακό μαντάτο, αυτός ο καλός μας άνθρωπος, ο μανού - ανθού, ο ξέρεις από βέσπα, ο θα σε κάνω βασίλισσα, ο άτιμε Κατραμπά έβαψα τα χέρια μου με το αίμα σου, ο Αχόρταγος, ο μυστικός πράκτωρ της γκάφας, ο πολυτεχνίτης, μα και συνάμα ερημοσπίτης, ο Θρασύβουλας με τον ατμό του, σωματικά δεν είναι κοντά μας. Κι η ψυχή του έχει ταξιδέψει εκεί ψηλά και λάμπει σαν ήλιος, στον ουράνιο γαλαξία, μαζί με τον Λογοθετίδη, τον Κωνσταντάρα, τον Χατζηχρήστο... Παραμύθια, σενάριο φτηνό και διόλου πλακατζίδικο... Δεν το πιστεύω σου λέω. Απέναντι μου τον βλέπω, τώρα δα, στο παρκάκι να προσφέρει την καθημερινή σοκολάτα της κυρίας Ολυμπίτσας. Χρόνια τώρα δεν άργησε στιγμή στο πέρασμα του. Και ούτε πιστεύω θα αργήσει ποτέ του, ακόμη και δυο αιώνες να περάσουν!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική