του Guillaume Canet. Με τους Benoît Magimel, François Cluzet, Marion Cotillard, Jean Dujardin, Gilles Lellouche
La Big Chill
του zerVo
Επηρεασμένος από το προωθητικό τρέιλερ, είχα την εντύπωση πως το Les Petits Mouchoirs, είναι ακόμη μια γαλλόφωνη κομεντί που παρακολουθεί τις διασκεδαστικές στιγμές μιας πολυμελούς παρέας ενηλίκων φραντσέζων, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών τους διακοπών. Άντε, αυτό το ξέφρενο κέφι και την καλοπέραση, να έσπαζαν καναδυό πλάνα κυκλοθυμίας - από αυτά που κάνουν σχεδόν πάντα την εμφάνιση τους σε πολυμελείς συνυπάρξεις - σαν παρενθεσούλες στο γενικότερο ευδιάθετο κλίμα. Λογικό λοιπόν να νιώσω μια μικρή έκπληξη, όταν στο διάρκειας 150 λεπτών φιλμ, δεν υπάρχει ούτε μισό - ούτε μισό!!! - κεφάτο στιγμιότυπο, αφού από το πρώτο συνταρακτικό δευτερόλεπτο, μέχρι και το τελευταίο τα πάντα έχουν ακραία δραματική όψη. Εξού και ο τίτλος με τα χαρτομάντηλα, δηλαδή...
Το τραγικό τροχαίο δυστύχημα του καλού τους φίλου, Λουντό, δεν εμπόδισε τα μέλη της παλιοπαρέας να μαζευτούν στο πολυτελές εξοχικό σπίτι του πλουσιότερου εξ αυτών στις ακτές του Ατλαντικού, για να περάσουν λίγες εβδομάδες ξενοιασιάς. Από τις πρώτες κοινές ώρες όμως, τα σύννεφα της μελαγχολίας θα κάνουν την εμφάνιση τους πάνω από το σπίτι που διαμένουν οι ζορισμένοι σαραντάρηδες, αφού ο καθένας στην βαλίτσα του, εκτός από την καλή διάθεση, κουβαλά και τις νευρώσεις της καθημερινότητας του.
Υπό κανονικές συνθήκες και με βάση την ρωμέικη λογική, το σενάριο σταματά στο πλάνο που η κομπανία επισκέπτεται στο κρεβάτι του πόνου, τον τσακισμένο και σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση τραυματία κολλητό της. Φυσιολογικά, κατόπιν τούτης της σπαραξικάρδιας - πραγματικά - σκηνής, το έδαφος δεν κρίνεται πρόσφορο για ταξιδάκια, βόλτες με το κρούζερ και παιχνίδια με το κρις κραφτ στα ανοιχτά του Μπιαρίτζ. Ακόμη κι αν δεχτώ, με βαριά καρδιά, την ξενική αντίληψη του life goes on όμως, το συγκεκριμένο δραματικό συμβάν, που εμφανίζεται μόνο στην εισαγωγή και στον επίλογο της ιστορίας, θα μπορούσε με άνεση να αποφευχθεί από τον δημιουργό, ως ελάσσονος συνδεσιμότητας με το υπόλοιπο σκηνικό. Εκτός κι αν ο Guillaume Canet, που δεν το έχει για σκηνοθέτης (ακόμη και το Tell No One του, άλλος θα το είχε πλασάρει με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο) επιθυμούσε διακαώς να προσφέρει μια ζωντανή σεκάνς τρακαρίσματος ή δεν μπορούσε να βρει άλλο τρόπο να φέρει και πάλι κοντά τους κομπανιέρους, που τα έσπασαν στο θέρετρο για ψύλλου πήδημα.
Το τραγικό τροχαίο δυστύχημα του καλού τους φίλου, Λουντό, δεν εμπόδισε τα μέλη της παλιοπαρέας να μαζευτούν στο πολυτελές εξοχικό σπίτι του πλουσιότερου εξ αυτών στις ακτές του Ατλαντικού, για να περάσουν λίγες εβδομάδες ξενοιασιάς. Από τις πρώτες κοινές ώρες όμως, τα σύννεφα της μελαγχολίας θα κάνουν την εμφάνιση τους πάνω από το σπίτι που διαμένουν οι ζορισμένοι σαραντάρηδες, αφού ο καθένας στην βαλίτσα του, εκτός από την καλή διάθεση, κουβαλά και τις νευρώσεις της καθημερινότητας του.
Υπό κανονικές συνθήκες και με βάση την ρωμέικη λογική, το σενάριο σταματά στο πλάνο που η κομπανία επισκέπτεται στο κρεβάτι του πόνου, τον τσακισμένο και σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση τραυματία κολλητό της. Φυσιολογικά, κατόπιν τούτης της σπαραξικάρδιας - πραγματικά - σκηνής, το έδαφος δεν κρίνεται πρόσφορο για ταξιδάκια, βόλτες με το κρούζερ και παιχνίδια με το κρις κραφτ στα ανοιχτά του Μπιαρίτζ. Ακόμη κι αν δεχτώ, με βαριά καρδιά, την ξενική αντίληψη του life goes on όμως, το συγκεκριμένο δραματικό συμβάν, που εμφανίζεται μόνο στην εισαγωγή και στον επίλογο της ιστορίας, θα μπορούσε με άνεση να αποφευχθεί από τον δημιουργό, ως ελάσσονος συνδεσιμότητας με το υπόλοιπο σκηνικό. Εκτός κι αν ο Guillaume Canet, που δεν το έχει για σκηνοθέτης (ακόμη και το Tell No One του, άλλος θα το είχε πλασάρει με πολύ πιο ενδιαφέροντα τρόπο) επιθυμούσε διακαώς να προσφέρει μια ζωντανή σεκάνς τρακαρίσματος ή δεν μπορούσε να βρει άλλο τρόπο να φέρει και πάλι κοντά τους κομπανιέρους, που τα έσπασαν στο θέρετρο για ψύλλου πήδημα.
Για να πω την αλήθεια, αν από τα καρέ του Little White Lies, δεν έκανε παρέλαση η μισή εθνική Γαλλίας, ελάχιστη σημασία θα του έδινα, μένοντας ανεπηρέαστος κι από το γεγονός της σαρωτικής του επιτυχίας στα ντόπια box office. Για να μην το αδικώ όμως, η ερμηνευτική ικανότητα του καστ, είναι τόσο υψηλή, ώστε σε κανένα σημείο το πολυλογάδικο σενάριο να μην βαραίνει τη ματιά, μολονότι τα πάντα συνηγορούν για το αντίθετο. Κορυφαίος ο Cluzet ως παρανοϊκός παραλής, εξαίρετος ο Magimel σαν ιδιότροπος ερωτευμένος, αγνώριστος ο Dujardin ως πολυτραυματίας, αποκάλυψη ο Lelouch ως δυναμικός ζεν πρεμιέ, που καταρρέει στην απώλεια της αγάπημένης του. Όσο για την Cotillard, εύκολα προσφέρει μια δυνατή ερμηνεία ως νευρωσική απογοητευμένη γυναίκα, από εκείνες που καλείται να κάνει τακτικότερα για να μην λησμονηθεί εξαιτίας των χολιγουντιανών μεν, αλλά ελάχιστα αβανταδόρικων, πρόσφατων ρόλων της.
Για πες: Εν ολίγοις, αν έχεις αποφύγει την θέαση του δίλεπτου πρόμο και βαδίζεις στην τέταρτη δεκαετία της ζωής σου, το φιλμ δεν θα σε απογοητεύσει, αντίθετα θα εντοπίσεις μπόλικα χαρακτηριστικά στοιχεία που ταιριάζουν με τις συμπεριφορές της ηλικίας. Και που εκτιμώ πως με τόση δόση ρεαλισμού, μόνο γαλλικό χέρι, θα μπορούσε να τα αποτυπώσει στην μεγάλη οθόνη...
Στις δικές μας αίθουσες, 10 Μαρτίου 2011 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική