του Patrick Lussier. Με τους Nicolas Cage, Amber Heard, William Fichtner, David Morse
Hell's Bells
του zerVo
Ανεξάρτητα αν σαν αποτέλεσμα ικανοποιεί ή όχι, το grindhouse που ακόμη και στην χώρα μας μεγάλωσε γενιές σινεφίλ - me included - φαίνεται πως επανέρχεται για τα καλά στη μόδα. Τα ενενηντάλεπτα των σκοτωμών, εκρήξεων και διαμελισμών, όχι με βασική αρχή την λογική συνέχεια, αλλά την άναρχη ασυναρτησία, που διασκεδάζουν το κοινό, περισσότερο με την αφέλεια της μεθόδου που απεικονίζονται, ολοένα και πιο πολύ κάνουν την εμφάνιση τους, αντιλαμβανόμενα τις πρόσφατες επιτυχίες του γνωστού ντουέτου των αναβιωτών. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά. Είναι άλλο να έχεις φάει την ζωή σου σε αίθουσες τύπου "δύο έργα καράτε" και να επιθυμείς να επαναφέρεις κατά κάποιο τρόπο το genre και άλλο να έχεις δει μια δυο ταινίες του Tarantino και του Rodriguez και να προσπαθείς να τους μιμηθείς.
Έχοντας μόλις αποδράσει από την κόλαση, πνιγμένος από θυμό και ορκισμένος να εκδικηθεί τον θάνατο της κόρης του, ο Μίλτον, αναζητά απεγνωσμένα τα ίχνη της συμμορίας που προκάλεσε το φονικό και έχει απαγάγει την ούτε ενός έτους εγγονή του, με σκοπό να την θυσιάσει σε απόκρυφη τελετή. Ο δρόμος θα τον βγάλει σε κωμόπολη του Νότου, που οι σερβιτόρες θυμίζουν Μις Αμερική, φορούν καυτά σορτς και ψηλές μπότες, με μια από αυτές να παίρνει το ρίσκο να τον ακολουθήσει στην θανάσιμη καταδίωξη του, μόνο και μόνο επειδή την βοήθησε να ξεκάνει τον άπιστο μνηστήρα της. Εκείνο που δεν έχουν υπολογίσει όμως είναι η ύπαρξη ενός απεσταλμένου του διαβόλου, του περιβόητου Λογιστή, που βρίσκεται στο κατόπι τους, έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να τσακώσει τον Μίλτον και να τον επιστρέψει στο καθαρτήριο...
Απίθανα πράγματα! Και όλα μαχαιρωμένα στο βωμό του επιτηδευμένου trash, για να προκαλέσουν εντύπωση σε όποιους δεν τα έχουν ζήσει στην ορίτζιναλ 70s εκδοχή τους, τότε που τον ρόλο του - δεδομένα - αήττητου παλικαριού δεν κρατούσε υπεραστέρας και μάλιστα τιμημένος με όσκαρ ερμηνείας. Ας είναι... Με μπόλικη πρώτη ύλη βίαιου κι αιματηρού σπλάτερ, αλλά και μια στροφή προς το κολασμένο μεταφυσικό, το πειραγμένο τρισδιάστατο Drive Angry του Patrick Lussier - σκηνοθέτη, που λίγο πολύ είχε δείξει την ίδια έφεση στην μίξη γυμνού και άιματος στο Bloody Valentine - διαθέτει μια κεφάτη χιουμοριστική λογική, που σπάει σε πολλά σημεία την ένταση του action adventure. Όσο όμως πλησιάζουμε στο τυλιγμένο στις φλόγες φινάλε, εκεί που οι συμμαχίες ανασυντάσσονται και ο έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτος κακός, φοράει την μάσκα του γελοίου, επικρατεί η άσχημη αισθητική του Ghost Rider, με τα κακότεχνα - και καλά επίτηδες - ειδικά εφέ και τους γλαφυρούς διαλόγους.
Έχοντας μόλις αποδράσει από την κόλαση, πνιγμένος από θυμό και ορκισμένος να εκδικηθεί τον θάνατο της κόρης του, ο Μίλτον, αναζητά απεγνωσμένα τα ίχνη της συμμορίας που προκάλεσε το φονικό και έχει απαγάγει την ούτε ενός έτους εγγονή του, με σκοπό να την θυσιάσει σε απόκρυφη τελετή. Ο δρόμος θα τον βγάλει σε κωμόπολη του Νότου, που οι σερβιτόρες θυμίζουν Μις Αμερική, φορούν καυτά σορτς και ψηλές μπότες, με μια από αυτές να παίρνει το ρίσκο να τον ακολουθήσει στην θανάσιμη καταδίωξη του, μόνο και μόνο επειδή την βοήθησε να ξεκάνει τον άπιστο μνηστήρα της. Εκείνο που δεν έχουν υπολογίσει όμως είναι η ύπαρξη ενός απεσταλμένου του διαβόλου, του περιβόητου Λογιστή, που βρίσκεται στο κατόπι τους, έχοντας αναλάβει την υποχρέωση να τσακώσει τον Μίλτον και να τον επιστρέψει στο καθαρτήριο...
Απίθανα πράγματα! Και όλα μαχαιρωμένα στο βωμό του επιτηδευμένου trash, για να προκαλέσουν εντύπωση σε όποιους δεν τα έχουν ζήσει στην ορίτζιναλ 70s εκδοχή τους, τότε που τον ρόλο του - δεδομένα - αήττητου παλικαριού δεν κρατούσε υπεραστέρας και μάλιστα τιμημένος με όσκαρ ερμηνείας. Ας είναι... Με μπόλικη πρώτη ύλη βίαιου κι αιματηρού σπλάτερ, αλλά και μια στροφή προς το κολασμένο μεταφυσικό, το πειραγμένο τρισδιάστατο Drive Angry του Patrick Lussier - σκηνοθέτη, που λίγο πολύ είχε δείξει την ίδια έφεση στην μίξη γυμνού και άιματος στο Bloody Valentine - διαθέτει μια κεφάτη χιουμοριστική λογική, που σπάει σε πολλά σημεία την ένταση του action adventure. Όσο όμως πλησιάζουμε στο τυλιγμένο στις φλόγες φινάλε, εκεί που οι συμμαχίες ανασυντάσσονται και ο έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτος κακός, φοράει την μάσκα του γελοίου, επικρατεί η άσχημη αισθητική του Ghost Rider, με τα κακότεχνα - και καλά επίτηδες - ειδικά εφέ και τους γλαφυρούς διαλόγους.
Για πες: Ακόμη κι εδώ, που η φάτσα του δεν απουσιάζει από σχεδόν κανένα πλάνο, ο Nicolas Cage δεν είναι τελικά η μορφή που θα θυμάσαι από το Drive Angry. Γιατί ενώ με άνεση καταφέρνει ο γαλανομάτης να φορέσει την μπέρτα του αιώνια κολασμένου, δεν σου αποσπά με τίποτα το μάτι από τα γυμνά μπούτια της απίστευτα σέξι Amber Heard, ούτε από την καλοσιδερωμένη κουστουμιά του διώκτη Βελζεβούλη William Fichtner. Μια τριάδα που πέρα από την πλάκα, παραδένει καλά για μια παραγωγή που θέλει να αναδείξει την λογική του σκουπιδαριού, μπας και κάποια στιγμή στο μέλλον κερδίσει την περιζήτητη ταμπέλα του καλτ. Από το θέλει όμως μέχρι το μπορεί, η απόσταση είναι όση από τον παράδεισο στην κόλαση...
Στις δικές μας αίθουσες, 3 Μαρτίου 2011 από την Odeon
Rewind /// Trailer - Drive Angry 3D
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική