του Mathieu Amalric. Με τους Miranda Colclasure, Dirty Martini, Suzanne Ramsey, Julie Atlas Muz, Angela De Lorenzo, Julie Ferrier και τον Mathieu Amalric
Somewhere αλά Γαλλικά...
του zerVo
Καλλιτέχνης - εργαζόμενος - άνθρωπος. Τριπλή η ιδιότητα εκείνου που έχει αναλάβει να διασκεδάσει και να ψυχαγωγήσει το κοινό, μια πράξη που πρωτίστως βγαίνει μέσα από την ψυχή του, ευφραίνει βασικά τον ίδιο, τον ευχαριστεί, μα βέβαια έχει και βιοποριστικό χαρακτήρα, εφόσον του αποδίδει τα προς το ζην. Πέρα από τις στιγμές που μοιράζεται με το κοινό, υπάρχει και το υπόλοιπο της ημέρας, που έχει να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που του θέτει η καθημερινότητα. Ζόρια που το επάγγελμα του επιτάσσει, ουδέποτε να τα κουβαλά μαζί του στην πίστα, γιατί η πλατεία θα το αντιληφθεί και θα του γυρίσει την πλάτη. Το παρατηρήσαμε το τρίπτυχο, στο Somewhere της κόρης Coppolla, στο πιο εσωστρεφές του, εδώ ας δούμε την ευρωπαϊκή αντίληψη πάνω στο ίδιο θέμα, όπως κτίζεται πάνω σε ένα φόντο πολύ πιο φανφαρόνικό, φασαριόζικο και ιλουστρασιόν από ότι μας έχει συνηθίσει η κινηματογραφική λογική της Γηραιάς Ηπείρου.
Κάποτε είχε κάνει λαμπρή καριέρα σαν τηλεοπτικός παραγωγός. Μετά από κάποια χρόνια στην Αμερική, θα επιστρέψει στην Γαλλία έχοντας κατά νου την αναβίωση του μπουρλέσκ, παρουσιάζοντας στον κόσμο ένα θέαμα εξαφανισμένο στο βάθος του χρόνου. Όπερ σημαίνει, ευτραφείς μα γοητευτικές αρτίστες, που πάνω στο σανίδι μπορούν να σκαρφιστούν ότι μπορεί να φανταστείς, προκειμένου να εξάψουν την ερωτική φαντασία. Ντυμένες με τα ελάχιστα δυνατά αξεσουάρ, οι ντιζέζ χορεύουν, τραγουδούν, κεφάρουν εξιτάροντας τους θαμώνες και των δύο φύλων, προκαλώντας σολντ άουτ στις προγραμματισμένες παραστάσεις τους. Χάβρη, Ναντ, Λα Ροσέλ Τουλούζη, το πάντοτε παραθαλάσσιο ταξίδι του μπουλουκιού που συνθέτουν τα κορίτσια, η Μιμί, η Τζούλι, η Έβυ, η Κίτεν, κάτω από την καθοδήγηση του επιτυχημένου τους ιμπρεσάριου. Με τέτοιο γκελ, είναι δεδομένο πως κάποια στιγμή και το Παρίσι θα καλέσει το πιπεράτο υπερθέαμα. Εκτός και αν...
Εκτός και εάν υπάρχει λόγος, η αρμάδα με τα φουντάκια στις ρώγες και τα γεμάτα νόημα g-strings, να μην επισκεφτεί ποτέ την Πόλη του Φωτός. Κάτι τα υπονοούμενα, κάτι τα λόγια στο κινητό, αφήνουν να διαφανεί πως το παρελθόν του οραματιστή ατζέντη δεν είναι και τόσο διάφανο και κάτι κρύβει, που δεν μάλλον αποκλείει το ενδεχόμενο μιας αποθεωτικής παράστασης στην πρωτεύουσα. Όπως παλιά, τότε που η Μονμάρτη αποτελούσε την έδρα, την βάση κάθε σεβαστού καμπαρέ. Όταν ο Ζοακίμ, μάλιστα, επιστρέψει στα κορίτσια του, γεμάτος αμυχές και μελανιές στο πρόσωπο, αλλά και με δύο ανήλικα κουτσούβελα στην αγκαλιά, τότε εύκολα εκείνες θα αντιληφθούν πως όσα κρύβει η προϊστορία του, πολύ δύσκολα θα φτάσουν την φήμη τους a Paris. Κι εκεί κάπου κρύβεται η αδυναμία ενός φιλμ που δημιουργήθηκε με υγιείς προθέσεις. Στο ότι υπάρχει μια ολόκληρη ταινία πριν από την παρούσα, που το σενάριο σε αφήνει απλά να την φανταστείς, προκειμένου να κτίσεις την οντότητα της μιας από τις δύο κολώνες της ίντριγκας. Του μάνατζερ, που εκμεταλλεύεται τις καλλιτεχνικές ικανότητες της ομάδας που κατευθύνει, για να επανέλθει ξανά στο στάτους που βρισκόταν κάποτε. Όταν αδιευκρίνιστες συνθήκες τον έστειλαν και πάλι να ξεκινήσει από το μηδέν.
Για πες: Θα ήταν μεγάλο λάθος να υποτιμήσει κανείς τις ικανότητες του Mathieu Amalric, ενός ασχημάντρα Γάλλου ερμηνευτή, που πέραν του ρόλου που εκτόξευσε την καριέρα του στο Σκάφανδρο και την Πεταλούδα, έχει συνεργαστεί με τον Spielberg, ενώ έχει υπάρξει και ένας εκ των αντιπάλων του Τζέιμς Μποντ. Στην πρώτη ουσιαστικά μεγάλου μήκους δημιουργία του, ο πολυπράγμων μυστακιοφόρος, στήνει την κάμερα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα ξεχασμένο - πλην σε επανάκαμψη εσχάτως - διασκεδαστικό είδος που συνδυάζει θεατράλε και στριπ σόου. Βάζοντας τις πληθωρικές του ηρωίδες σε πρώτο πλάνο, πλημμυρίζοντας με βυζιά το μεγαλύτερο μέρος του έργου, έχοντας μονίμως τον δικό του χαρακτήρα στο φόντο, να αποδίδει όλη την μελαγχολία, προκαλώντας άτεχνα αναστάτωση στην ψυχοσύνθεση του θεατή του. Όμορφα και ρεαλιστικά δοσμένα πλάνα, που του χάρισαν ένα βραβειάκι στις Κάννες, που πάσχουν όμως εμφανώς από κρίση ταυτότητας. Κομεντί ή δράμα? Τουλάχιστον θα σου μείνει στη μνήμη το βαριετέ, από τις κυρίες με τα φανταχτερά ονόματα, που ώρες ώρες είναι ευρηματικό και αρκούντως ηδονιστικό.
Κάποτε είχε κάνει λαμπρή καριέρα σαν τηλεοπτικός παραγωγός. Μετά από κάποια χρόνια στην Αμερική, θα επιστρέψει στην Γαλλία έχοντας κατά νου την αναβίωση του μπουρλέσκ, παρουσιάζοντας στον κόσμο ένα θέαμα εξαφανισμένο στο βάθος του χρόνου. Όπερ σημαίνει, ευτραφείς μα γοητευτικές αρτίστες, που πάνω στο σανίδι μπορούν να σκαρφιστούν ότι μπορεί να φανταστείς, προκειμένου να εξάψουν την ερωτική φαντασία. Ντυμένες με τα ελάχιστα δυνατά αξεσουάρ, οι ντιζέζ χορεύουν, τραγουδούν, κεφάρουν εξιτάροντας τους θαμώνες και των δύο φύλων, προκαλώντας σολντ άουτ στις προγραμματισμένες παραστάσεις τους. Χάβρη, Ναντ, Λα Ροσέλ Τουλούζη, το πάντοτε παραθαλάσσιο ταξίδι του μπουλουκιού που συνθέτουν τα κορίτσια, η Μιμί, η Τζούλι, η Έβυ, η Κίτεν, κάτω από την καθοδήγηση του επιτυχημένου τους ιμπρεσάριου. Με τέτοιο γκελ, είναι δεδομένο πως κάποια στιγμή και το Παρίσι θα καλέσει το πιπεράτο υπερθέαμα. Εκτός και αν...
Εκτός και εάν υπάρχει λόγος, η αρμάδα με τα φουντάκια στις ρώγες και τα γεμάτα νόημα g-strings, να μην επισκεφτεί ποτέ την Πόλη του Φωτός. Κάτι τα υπονοούμενα, κάτι τα λόγια στο κινητό, αφήνουν να διαφανεί πως το παρελθόν του οραματιστή ατζέντη δεν είναι και τόσο διάφανο και κάτι κρύβει, που δεν μάλλον αποκλείει το ενδεχόμενο μιας αποθεωτικής παράστασης στην πρωτεύουσα. Όπως παλιά, τότε που η Μονμάρτη αποτελούσε την έδρα, την βάση κάθε σεβαστού καμπαρέ. Όταν ο Ζοακίμ, μάλιστα, επιστρέψει στα κορίτσια του, γεμάτος αμυχές και μελανιές στο πρόσωπο, αλλά και με δύο ανήλικα κουτσούβελα στην αγκαλιά, τότε εύκολα εκείνες θα αντιληφθούν πως όσα κρύβει η προϊστορία του, πολύ δύσκολα θα φτάσουν την φήμη τους a Paris. Κι εκεί κάπου κρύβεται η αδυναμία ενός φιλμ που δημιουργήθηκε με υγιείς προθέσεις. Στο ότι υπάρχει μια ολόκληρη ταινία πριν από την παρούσα, που το σενάριο σε αφήνει απλά να την φανταστείς, προκειμένου να κτίσεις την οντότητα της μιας από τις δύο κολώνες της ίντριγκας. Του μάνατζερ, που εκμεταλλεύεται τις καλλιτεχνικές ικανότητες της ομάδας που κατευθύνει, για να επανέλθει ξανά στο στάτους που βρισκόταν κάποτε. Όταν αδιευκρίνιστες συνθήκες τον έστειλαν και πάλι να ξεκινήσει από το μηδέν.
Για πες: Θα ήταν μεγάλο λάθος να υποτιμήσει κανείς τις ικανότητες του Mathieu Amalric, ενός ασχημάντρα Γάλλου ερμηνευτή, που πέραν του ρόλου που εκτόξευσε την καριέρα του στο Σκάφανδρο και την Πεταλούδα, έχει συνεργαστεί με τον Spielberg, ενώ έχει υπάρξει και ένας εκ των αντιπάλων του Τζέιμς Μποντ. Στην πρώτη ουσιαστικά μεγάλου μήκους δημιουργία του, ο πολυπράγμων μυστακιοφόρος, στήνει την κάμερα του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα ξεχασμένο - πλην σε επανάκαμψη εσχάτως - διασκεδαστικό είδος που συνδυάζει θεατράλε και στριπ σόου. Βάζοντας τις πληθωρικές του ηρωίδες σε πρώτο πλάνο, πλημμυρίζοντας με βυζιά το μεγαλύτερο μέρος του έργου, έχοντας μονίμως τον δικό του χαρακτήρα στο φόντο, να αποδίδει όλη την μελαγχολία, προκαλώντας άτεχνα αναστάτωση στην ψυχοσύνθεση του θεατή του. Όμορφα και ρεαλιστικά δοσμένα πλάνα, που του χάρισαν ένα βραβειάκι στις Κάννες, που πάσχουν όμως εμφανώς από κρίση ταυτότητας. Κομεντί ή δράμα? Τουλάχιστον θα σου μείνει στη μνήμη το βαριετέ, από τις κυρίες με τα φανταχτερά ονόματα, που ώρες ώρες είναι ευρηματικό και αρκούντως ηδονιστικό.
Στις δικές μας αίθουσες, 2 Δεκεμβρίου 2010 από την Feelgood
Rewind /// Trailer - Tournée (On Tour )
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική