Ποιος Φοβάται τους Γάτους της Περσίας?
του Bahman Ghobadi. Με τους Hamed Behdad, Ashkan Koshanejad, Negar Shaghaghi
Ξύπνα Θεέ! Είμαι ένα σκουπίδι!
του zerVo
Μπορεί να φαντάζει απίθανο, αποτελεί όμως πέρα για πέρα μια δραματική πραγματικότητα. Δέκα χρόνια μετά το μιλένιουμ, είκοσι μετά την διαδικτυακή πτώση των συνόρων και σαράντα μετά από την στιγμή που ανθρώπινο πόδι πάτησε ξένο πλανήτη, υπάρχουν γωνιές της γης, που ακόμη και τα αυτονόητα θεωρούνται παράνομα. Που μπορεί να περάσεις το κατώφλι της φυλακής, απλώς γιατί αναπνέεις, γιατί υπάρχεις, γιατί διεκδικείς τον σεβασμό στην προσωπικότητα σου. Το ειρωνικότερο όλων είναι οι περιορισμοί ύπαρξης συμβαίνουν έχοντας την αμέριστη ευλογία του Θεού και σε έναν τόπο, από εκείνους τους ελάχιστους που έχουν υπάρξει - κάποτε - κοιτίδα πολιτισμού.
Στην σύγχρονη Τεχεράνη, δύο νέοι αναζητούν διέξοδο στην απαγόρευση της έκφρασης τους, δια μέσου της μουσικής, πιστεύοντας πως με την δημιουργία ενός ροκ συγκροτήματος, θα καταφέρουν να αποδράσουν στο εξωτερικό, βρίσκοντας την δική τους Γη της Επαγγελίας. Ξεκινώντας κυριολεκτικά εκ του μηδενός, το αγόρι μάλιστα έχοντας βγει μόλις από την φυλακή, που κρατήθηκε δια ασήμαντον αφορμή, θα αναζητήσουν συνομηλίκους, από άκρου εις άκρο της πόλης, για να στήσουν την μπάντα τους, ενώ ταυτόχρονα με όσα χρήματα τους μένουν, θα επιζητήσουν στον υπόκοσμο, τα απαραίτητα χαρτιά που θα τους ανοίξουν διάπλατα τον δρόμο για τον τελικό τους προορισμό, το Λονδίνο. Αρωγός τους στην - ματαιόδοξη κι ας μην το ξέρουν - απόπειρα φυγής τους, ένας αγαθός φίλος με διασυνδέσεις στους παράνομους κύκλους της δυτικής διαβολικής επιρροής, αλλά και με πάμπολλες γνωριμίες στο βασίλειο της λαμογιάς, που με αντάλλαγμα πολλά εκατομμύρια ραντ, μπορούν να προσφέρουν το πλαστό διαβατήριο - κλειδί για την ελευθερία.
Στην ουσία αυτή είναι η κυνική πραγματικότητα που ισχύει κάτω από τον καυτό ήλιο που λούζει την πρωτεύουσα της Περσίας. Που υπό κατάλληλες συνθήκες και πέρα από τα όποια κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα που την μαστίζουν, θα μπορούσε να αγκαλιάσει την νεολαία της με ζεστασιά και θέρμη, όπως συμβαίνει σε αμέτρητες άλλες μητροπόλεις του κόσμους μας. Εκεί όμως που τον νόμο ορίζει το Κοράνι, ο Θεός Αγιατολάχ και ο Προφήτης του Αχμαντινετζάντ, η λέξη δικαίωμα είναι απαγορεύσιμη και τον πρώτο και μοναδικό λόγο έχει ο πανταχού παρόντας, αν και μόνιμα κρυμμένος αστυνόμος. Συνεπώς αν κάποιος νεολαίος σχεδιάζει να αντιγράψει τα σκέρτσα των απίστων, την ραπ, το χιπ χοπ ή το χέβι μέταλ, αυτομάτως θεωρείται εχθρός του λαού και εξορίζεται σε ταράτσες, υπονόμους, μέχρι και στάβλους για να νιώσει για κάποια δεκάλεπτα και υπό τον φόβο των ρουφιάνων, λιγάκι ελεύθερος.
Για πες: Σκληρή μα ρεαλιστική ματιά του Ghobadi, που καταχειροκροτήθηκε στο Ένα Κάποιο Βλέμμα των περσινών Καννών. Κραυγή αγωνίας για το αύριο που ξημερώνει, δια μέσου την πιο απλής, της απλούστερης ανάγκης εκείνων που αποτελούν το μέλλον της χώρας του. Χρησιμοποιώντας ντοκιμαντερίστικη γραφίδα και κάμερα στο χέρι που κινείται στα ατάκτως ανισόπεδα κτίρια του πάλαι ποτέ Παρισιού της Μέσης Ανατολής, ως υποτυπώδες μουσικό βίντεο κλιπ, καταγράφει με προσωπικό ρίσκο το γεγονός, προκαλώντας την θλίψη του θεατή του. Αφήνοντας στο φόντο να εξελιχθεί μια ακραία και συγκινητική ιστορία, που η κορύφωση της στο φινάλε, απλώς τονίζει τον αποξαρχής δεδομένο, συγκλονιστικά ανατριχιαστικό της χαρακτήρα.
Στην σύγχρονη Τεχεράνη, δύο νέοι αναζητούν διέξοδο στην απαγόρευση της έκφρασης τους, δια μέσου της μουσικής, πιστεύοντας πως με την δημιουργία ενός ροκ συγκροτήματος, θα καταφέρουν να αποδράσουν στο εξωτερικό, βρίσκοντας την δική τους Γη της Επαγγελίας. Ξεκινώντας κυριολεκτικά εκ του μηδενός, το αγόρι μάλιστα έχοντας βγει μόλις από την φυλακή, που κρατήθηκε δια ασήμαντον αφορμή, θα αναζητήσουν συνομηλίκους, από άκρου εις άκρο της πόλης, για να στήσουν την μπάντα τους, ενώ ταυτόχρονα με όσα χρήματα τους μένουν, θα επιζητήσουν στον υπόκοσμο, τα απαραίτητα χαρτιά που θα τους ανοίξουν διάπλατα τον δρόμο για τον τελικό τους προορισμό, το Λονδίνο. Αρωγός τους στην - ματαιόδοξη κι ας μην το ξέρουν - απόπειρα φυγής τους, ένας αγαθός φίλος με διασυνδέσεις στους παράνομους κύκλους της δυτικής διαβολικής επιρροής, αλλά και με πάμπολλες γνωριμίες στο βασίλειο της λαμογιάς, που με αντάλλαγμα πολλά εκατομμύρια ραντ, μπορούν να προσφέρουν το πλαστό διαβατήριο - κλειδί για την ελευθερία.
Στην ουσία αυτή είναι η κυνική πραγματικότητα που ισχύει κάτω από τον καυτό ήλιο που λούζει την πρωτεύουσα της Περσίας. Που υπό κατάλληλες συνθήκες και πέρα από τα όποια κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα που την μαστίζουν, θα μπορούσε να αγκαλιάσει την νεολαία της με ζεστασιά και θέρμη, όπως συμβαίνει σε αμέτρητες άλλες μητροπόλεις του κόσμους μας. Εκεί όμως που τον νόμο ορίζει το Κοράνι, ο Θεός Αγιατολάχ και ο Προφήτης του Αχμαντινετζάντ, η λέξη δικαίωμα είναι απαγορεύσιμη και τον πρώτο και μοναδικό λόγο έχει ο πανταχού παρόντας, αν και μόνιμα κρυμμένος αστυνόμος. Συνεπώς αν κάποιος νεολαίος σχεδιάζει να αντιγράψει τα σκέρτσα των απίστων, την ραπ, το χιπ χοπ ή το χέβι μέταλ, αυτομάτως θεωρείται εχθρός του λαού και εξορίζεται σε ταράτσες, υπονόμους, μέχρι και στάβλους για να νιώσει για κάποια δεκάλεπτα και υπό τον φόβο των ρουφιάνων, λιγάκι ελεύθερος.
Για πες: Σκληρή μα ρεαλιστική ματιά του Ghobadi, που καταχειροκροτήθηκε στο Ένα Κάποιο Βλέμμα των περσινών Καννών. Κραυγή αγωνίας για το αύριο που ξημερώνει, δια μέσου την πιο απλής, της απλούστερης ανάγκης εκείνων που αποτελούν το μέλλον της χώρας του. Χρησιμοποιώντας ντοκιμαντερίστικη γραφίδα και κάμερα στο χέρι που κινείται στα ατάκτως ανισόπεδα κτίρια του πάλαι ποτέ Παρισιού της Μέσης Ανατολής, ως υποτυπώδες μουσικό βίντεο κλιπ, καταγράφει με προσωπικό ρίσκο το γεγονός, προκαλώντας την θλίψη του θεατή του. Αφήνοντας στο φόντο να εξελιχθεί μια ακραία και συγκινητική ιστορία, που η κορύφωση της στο φινάλε, απλώς τονίζει τον αποξαρχής δεδομένο, συγκλονιστικά ανατριχιαστικό της χαρακτήρα.
Στις δικές μας αίθουσες, 11 Νοεμβρίου 2010 από την Nutopia
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική