του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Με τους Λευτέρη Βογιατζή, Νίκο Κουρή, Αλεξία Καλτσίκη
Αγκινάρα με το ρύζι, τι ωραία που μυρίζει...
του zerVo
Δεν εντοπίζω κανένα κακό, όταν κάποιος σχηματίζει μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή άποψη για τον τόπο που τον περιβάλλει, το μέρος που ζει, που ξοδεύει την καθημερινότητα του. Υπάρχουν φορές όμως που αυτή η ιδέα, ελάχιστα συμβαδίζει με την αλήθεια και ωραιοποιεί στο μυαλό αυτού που την κατέχει την πόλη - κοκούν του, μετατρέποντας την ασχήμια σε παράδεισο. Καλοκάγαθα ανθρωπάκια που συνήθως αντιμετωπίζονται με γλαφυρό, σχεδόν κοροϊδευτικό τρόπο από τον πανέτοιμο για καζούρα περίγυρο, που δίχως δισταγμό τους κρεμά την ταμπέλα του κουτού, του αλαφρόμυαλου, του γραφικού. Φρούτα που ξεφυτρώνουν παντού και που σίγουρα ένα υπάρχει δίπλα στον καθένα, για να του ευθυμεί την διάθεση, ίσως και να τον εκνευρίζει ενίοτε. Αναρωτήθηκε κανείς όμως, πως πριν το κλεινόν άστυ μετατραπεί σε τσιμεντένιο δράκουλα, κάτι τέτοιοι τύποι, που ήταν πολλοί αλλά δεν ήταν σκόρπιοι, ήταν βασικοί υπαίτιοι του - χαμένου πια - ανθρώπινου προσώπου του?
Κτίζοντας τον κορμό του νέου του βιβλίου, συγγραφέας με τάσεις ονειροπόλησης, περπατά παρέα με τον φανταστικό ήρωα του στην πόλη του, εντοπίζοντας κρυφές χάρες εκεί που φυτρώνει μονάχα μπετόν. Και που να φανταστεί κάποιος πως κάτω από τον βραχνά του νέφους και δίπλα στην παράνοια της ακινησίας, μπορεί να βρει τέτοιο θησαυρό? Τι σύκα, τι φραγκόσυκα, τι μούσμουλα και ρόδια μπορείς να πιάσεις απλά τεντώνοντας το χέρι ψηλά. Σε κάθε γειτονιά της διαμαντόπετρας στης γης το δαχτυλίδι, στο Φάληρο, το Κολωνάκι, τα Πετράλωνα, ακόμη και στις Τζιτζιφιές, που πήραν το όνομα τους από τα γευστικά τζίτζιφα...
Αλληγορική η καινούργια ποίηση του Παναγιωτόπουλου. Όχι πως δεν το συνηθίζει ο αγαπημένος δημιουργός, μα εδώ η ματιά του ταξιδεύει ακόμη περισσότερο προς την μεταφορά. Μέσον έκφρασης του ένας οιονεί βαδιζομανής, που διαρκώς δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, αναζητώντας με καμάρι τις νέες του περιπέτειες. Νούμερο? Αναμφίβολα και χωρίς περαιτέρω σκέψη. Είναι απίθανο στην θωριά του να μην γελάσεις, ακόμη κι αν προσπαθήσεις σκληρά για να συγκρατηθείς. Αμαρτία, θα σκεφτείς, μα δύσκολα θα αποφύγεις το δούλεμα. Για δες το λίγο πιο σφαιρικά όμως το πράγμα και πες μου ποιος δουλεύει ποιον? Ποιος είναι ο ευτυχής και ποιος ο δυστυχής της ομήγυρης? Ποιος διασκεδάζει την στιγμή και ποιος βιάζεται να την προσπεράσει? Ερωτηματικά που ρίχνει στο τραπέζι ο σκηνοθέτης, έχοντας κατά νου μια άλλη Αθήνα από αυτή που βιώνουν εκατομμύρια μανιασμένα μόρια, που παλεύουν δίχως καμιά ελπίδα νίκης, πάνω στους ασφάλτινους λαβυρίνθους της. Αυτούς που ο εικονοπλάστης γνωρίζει, όπως έχει αποδείξει, απέξω κι ανακατωτά, προβάλλοντας την πόλη του, μέσα από την δική του λογική, παραδεισένια σαν όαση και αναγεννησιακά όμορφη σαν την Βουδαπέστη...
Για πες: Προσωπικά πιστεύω πως δεν υπάρχει χαρακτήρας που ζει κάτω από τον Αθηναϊκό ουρανό, που να μην περνά από τις εικόνες των Οπωροφόρων. Είτε ανήκει στο στρατόπεδο των λογικών, είτε στων παραλόγων. Είτε βλέπει την κατάσταση ρεαλιστικά, είτε παραμυθένια. Είτε οραματίζεται πως το αύριο θα ξαναγίνει κάποια στιγμή όπως το νοσταλγικό χθες, είτε με πεσιμισμό εκτιμά πως τα πάντα έχουν τελειώσει. Μέσα από φιγούρες που δεδομένα έχεις συναντήσει σε παλιότερες δημιουργικές στιγμές του Παναγιωτόπουλου, διαχέεται ένα αισιόδοξο πνεύμα, διασκεδαστικό και εντέχνως δομημένο με χιούμορ χοντράδας, όπως εξίσου χοντρή είναι και η αντιμετώπιση εκείνων των αλαφροΐσκιωτων που βλέπουν την κατάσταση με μια άλλη - παράλογη? - λογική. Αφήγηση που μοιάζει με επιστημονική φαντασία του πρωινού καφέ, του τσιγάρου και της εφημερίδας. Της γλυκιάς συνήθειας. Που δυστυχώς έχει δώσει την σκυτάλη στον τρόμο και τον αλληλοσπαραγμό. Ή μήπως λες να έχει δίκιο ο εν νιρβάνα παΐσιος με τα μαυρισμένα δάκτυλα από τα μούρα που το καταδιασκεδάζει περιπαίζοντας όλους εμάς του σώφρονες και τους οιονεί εξυπνάκηδες..?
Κτίζοντας τον κορμό του νέου του βιβλίου, συγγραφέας με τάσεις ονειροπόλησης, περπατά παρέα με τον φανταστικό ήρωα του στην πόλη του, εντοπίζοντας κρυφές χάρες εκεί που φυτρώνει μονάχα μπετόν. Και που να φανταστεί κάποιος πως κάτω από τον βραχνά του νέφους και δίπλα στην παράνοια της ακινησίας, μπορεί να βρει τέτοιο θησαυρό? Τι σύκα, τι φραγκόσυκα, τι μούσμουλα και ρόδια μπορείς να πιάσεις απλά τεντώνοντας το χέρι ψηλά. Σε κάθε γειτονιά της διαμαντόπετρας στης γης το δαχτυλίδι, στο Φάληρο, το Κολωνάκι, τα Πετράλωνα, ακόμη και στις Τζιτζιφιές, που πήραν το όνομα τους από τα γευστικά τζίτζιφα...
Αλληγορική η καινούργια ποίηση του Παναγιωτόπουλου. Όχι πως δεν το συνηθίζει ο αγαπημένος δημιουργός, μα εδώ η ματιά του ταξιδεύει ακόμη περισσότερο προς την μεταφορά. Μέσον έκφρασης του ένας οιονεί βαδιζομανής, που διαρκώς δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, αναζητώντας με καμάρι τις νέες του περιπέτειες. Νούμερο? Αναμφίβολα και χωρίς περαιτέρω σκέψη. Είναι απίθανο στην θωριά του να μην γελάσεις, ακόμη κι αν προσπαθήσεις σκληρά για να συγκρατηθείς. Αμαρτία, θα σκεφτείς, μα δύσκολα θα αποφύγεις το δούλεμα. Για δες το λίγο πιο σφαιρικά όμως το πράγμα και πες μου ποιος δουλεύει ποιον? Ποιος είναι ο ευτυχής και ποιος ο δυστυχής της ομήγυρης? Ποιος διασκεδάζει την στιγμή και ποιος βιάζεται να την προσπεράσει? Ερωτηματικά που ρίχνει στο τραπέζι ο σκηνοθέτης, έχοντας κατά νου μια άλλη Αθήνα από αυτή που βιώνουν εκατομμύρια μανιασμένα μόρια, που παλεύουν δίχως καμιά ελπίδα νίκης, πάνω στους ασφάλτινους λαβυρίνθους της. Αυτούς που ο εικονοπλάστης γνωρίζει, όπως έχει αποδείξει, απέξω κι ανακατωτά, προβάλλοντας την πόλη του, μέσα από την δική του λογική, παραδεισένια σαν όαση και αναγεννησιακά όμορφη σαν την Βουδαπέστη...
Για πες: Προσωπικά πιστεύω πως δεν υπάρχει χαρακτήρας που ζει κάτω από τον Αθηναϊκό ουρανό, που να μην περνά από τις εικόνες των Οπωροφόρων. Είτε ανήκει στο στρατόπεδο των λογικών, είτε στων παραλόγων. Είτε βλέπει την κατάσταση ρεαλιστικά, είτε παραμυθένια. Είτε οραματίζεται πως το αύριο θα ξαναγίνει κάποια στιγμή όπως το νοσταλγικό χθες, είτε με πεσιμισμό εκτιμά πως τα πάντα έχουν τελειώσει. Μέσα από φιγούρες που δεδομένα έχεις συναντήσει σε παλιότερες δημιουργικές στιγμές του Παναγιωτόπουλου, διαχέεται ένα αισιόδοξο πνεύμα, διασκεδαστικό και εντέχνως δομημένο με χιούμορ χοντράδας, όπως εξίσου χοντρή είναι και η αντιμετώπιση εκείνων των αλαφροΐσκιωτων που βλέπουν την κατάσταση με μια άλλη - παράλογη? - λογική. Αφήγηση που μοιάζει με επιστημονική φαντασία του πρωινού καφέ, του τσιγάρου και της εφημερίδας. Της γλυκιάς συνήθειας. Που δυστυχώς έχει δώσει την σκυτάλη στον τρόμο και τον αλληλοσπαραγμό. Ή μήπως λες να έχει δίκιο ο εν νιρβάνα παΐσιος με τα μαυρισμένα δάκτυλα από τα μούρα που το καταδιασκεδάζει περιπαίζοντας όλους εμάς του σώφρονες και τους οιονεί εξυπνάκηδες..?
Στις δικές μας αίθουσες, 7 Οκτωβρίου 2010 από την Feelgood
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική