Πολλές φορές έχει ακουστεί για κάποιους σημαντικούς Έλληνες η άποψη, πως αν αυτοί εργάζονταν στο εξωτερικό θα είχαν αναγάγει το όνομα τους σε παγκόσμιο μύθο. Αν επιχειρούσα να προσωποποιήσω αυτή την άποψη, αναμφίβολα η μορφή του Γιάννη Δαλιανίδη, θα ήταν αυτή που της ταιριάζει περισσότερο. Η ματιά του, η έκφραση του διέθετε άλλοτε αυτό το μαγικό, το λαμπερό που συναντάς μονάχα στα πανάκριβα μιούζικαλ της παλιάς καλής εποχής του χόλιγουντ και άλλοτε έναν υπέρμετρο ρεαλισμό, όπως εκείνον τον καθηλωτικό που ανέδειξε την δεκαετία του 60 το ιταλικό σινεμά. Υψηλής ποιότητας καλλιτεχνικά αποτελέσματα, που πάντοτε - δίχως την παραμικρή εξαίρεση - συνοδεύονταν από εμπορική απήχηση. Τα σενάρια που επεξεργαζόταν ο Δαλιανίδης άγγιζαν την ευαίσθητη χορδή του κόσμου, γι αυτό οι ιστορίες του και η επιτυχία υπήρξαν έννοιες αλληλένδετες. Και το κυριότερο, μέσα σε βάθος χρόνου. Όχι περιστασιακά.
Ότι η τέχνη κυλούσε στο αίμα του το αντιλήφθηκε νωρίς, Θεσσαλονικιός νέος, όταν επέδειξε έφεση στο χορό και την χορογραφία, όταν έκτισε το αρτίστικο όνομα του. Γιάννης ή ένιοτε Ζαν Νταλ. Το πέρασμα του πίσω από την κάμερα έγινε για πρώτη φορά το 1961 με την Μουσίτσα, έχοντας να καθοδηγησει το λαμπερότερο αστέρι που γνώρισε ο ελληνικός κινηματογράφος. Με την έτοιμη σταρ Αλίκη, ο Δαλιανίδης όμως δεν συνεργάστηκε πολύ. Η ανάγκη του για να δημιουργήσει μια νέα λαμπερή φιγούρα, θα τον σπρώξει να βγάλει στην μεγάλη οθόνη την εικόνα της Ζωίτσας (τότε) Λάσκαρη. Κατήφορος το 1961, έναρξη της συνεργασίας του με το Φίνο, ανήφορος στα σκαλοπάτια ένα προς ένα για τον κολοφώνα. Το τι ακολούθησε δύσκολα μπορεί να περιγραφεί σε λίγες μόνο γραμμές. Για να μιλήσεις για την διαδρομή των cut και stop του auteur απαιτούνται τόμοι. Προσφορά που δεν έχει να κάνει με τα όσα έδωσε στην έβδομη τέχνη, μα περισσότερο κοινωνικά, αφού είναι ο μόνος που άγγιξε σε τέτοιο βαθμό τον παλμό και την απαίτηση του νεοέλληνα. Μεγαλώσαμε με τις ταινίες του είναι η κεντρική ιδέα. Και αυτό το παράσημο είναι το μικρότερο. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι το πόσες γενιές γαλουχήθηκαν με τις Γοργόνες και τους Μάγκες του, τις Θαλασσιές τις Χάντρες του, τη Μαριχουάνα, τα Κορίτσια για Φίλημα, την Παριζιάνα, μέχρι και τα πιο πρόσφατα Τσακάλια και τους Ραδιοπειρατές, που σήμαναν και την τελευταία εισπρακτική αναλαμπή του παλιού εγχώριου σινεμά. Φροντίζοντας πάντοτε να μας αφήσει παρακαταθήκη στιγμιότυπα του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι μιας άλλης εποχής, φωτογραφίες τόσο μακρινές όπως δίνονται στον συγκλονιστικό Νόμο 4000 και την Στεφανία, μα συνάμα διαχρονικά κοντινές, λες και τις ζεις τώρα και δεν τις φαντάζεσαι.
O πάντοτε ειλικρινής κι ευγενικός Γιάννης Δαλιανίδης, που μέσα από τις ανθρώπινες εικόνες του, τόσο στην μικρή όσο και στην μεγάλη οθόνη, φρόντισε να διασκεδάσει όσο κανείς άλλος τον πνιγμένο στην μιζέρια της καθημερινότητας Έλληνα, σήμερα πέρασε στην σφαίρα του αιώνιου μύθου, εκεί που θα συναντήσει και πάλι τον Ηλιόπουλο, τη Ρένα και τον μόνιμα εκπαιδευόμενο μπάρμπα Γιώργη, εκεί που θα στήσει αποξαρχής και με τα λιγοστά μέσα που είναι μαθημένος το ουράνιο, πλέον, Λούνα Παρκ του. Καλό ταξίδι κι ένα μεγάλο ευχαριστώ...
Ότι η τέχνη κυλούσε στο αίμα του το αντιλήφθηκε νωρίς, Θεσσαλονικιός νέος, όταν επέδειξε έφεση στο χορό και την χορογραφία, όταν έκτισε το αρτίστικο όνομα του. Γιάννης ή ένιοτε Ζαν Νταλ. Το πέρασμα του πίσω από την κάμερα έγινε για πρώτη φορά το 1961 με την Μουσίτσα, έχοντας να καθοδηγησει το λαμπερότερο αστέρι που γνώρισε ο ελληνικός κινηματογράφος. Με την έτοιμη σταρ Αλίκη, ο Δαλιανίδης όμως δεν συνεργάστηκε πολύ. Η ανάγκη του για να δημιουργήσει μια νέα λαμπερή φιγούρα, θα τον σπρώξει να βγάλει στην μεγάλη οθόνη την εικόνα της Ζωίτσας (τότε) Λάσκαρη. Κατήφορος το 1961, έναρξη της συνεργασίας του με το Φίνο, ανήφορος στα σκαλοπάτια ένα προς ένα για τον κολοφώνα. Το τι ακολούθησε δύσκολα μπορεί να περιγραφεί σε λίγες μόνο γραμμές. Για να μιλήσεις για την διαδρομή των cut και stop του auteur απαιτούνται τόμοι. Προσφορά που δεν έχει να κάνει με τα όσα έδωσε στην έβδομη τέχνη, μα περισσότερο κοινωνικά, αφού είναι ο μόνος που άγγιξε σε τέτοιο βαθμό τον παλμό και την απαίτηση του νεοέλληνα. Μεγαλώσαμε με τις ταινίες του είναι η κεντρική ιδέα. Και αυτό το παράσημο είναι το μικρότερο. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι το πόσες γενιές γαλουχήθηκαν με τις Γοργόνες και τους Μάγκες του, τις Θαλασσιές τις Χάντρες του, τη Μαριχουάνα, τα Κορίτσια για Φίλημα, την Παριζιάνα, μέχρι και τα πιο πρόσφατα Τσακάλια και τους Ραδιοπειρατές, που σήμαναν και την τελευταία εισπρακτική αναλαμπή του παλιού εγχώριου σινεμά. Φροντίζοντας πάντοτε να μας αφήσει παρακαταθήκη στιγμιότυπα του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι μιας άλλης εποχής, φωτογραφίες τόσο μακρινές όπως δίνονται στον συγκλονιστικό Νόμο 4000 και την Στεφανία, μα συνάμα διαχρονικά κοντινές, λες και τις ζεις τώρα και δεν τις φαντάζεσαι.
O πάντοτε ειλικρινής κι ευγενικός Γιάννης Δαλιανίδης, που μέσα από τις ανθρώπινες εικόνες του, τόσο στην μικρή όσο και στην μεγάλη οθόνη, φρόντισε να διασκεδάσει όσο κανείς άλλος τον πνιγμένο στην μιζέρια της καθημερινότητας Έλληνα, σήμερα πέρασε στην σφαίρα του αιώνιου μύθου, εκεί που θα συναντήσει και πάλι τον Ηλιόπουλο, τη Ρένα και τον μόνιμα εκπαιδευόμενο μπάρμπα Γιώργη, εκεί που θα στήσει αποξαρχής και με τα λιγοστά μέσα που είναι μαθημένος το ουράνιο, πλέον, Λούνα Παρκ του. Καλό ταξίδι κι ένα μεγάλο ευχαριστώ...