Οι Απίστευτες Περιπέτειες της Αντέλ
του Luc Besson. Με τους Louise Bourgoin, Mathieu Amalric, Gilles Lellouche, Jean-Paul Rouve
Τα μυστήρια των Παρισίων
του zerVo
Τι όνειρο ήταν αυτό που είδε ο Besson? Στα πενήντα του να μεταλλαχθεί σε Spielberg? Θα μου πεις με τέτοιο πακτωλό κερδών που έχει φτιάξει η ανεξάντλητη Europacorp (του) αναμφίβολα έχει το δικαίωμα να φανταστεί ότι θέλει. Βεβαίως οι ουκ ολίγοι και φανατικότατοι θαυμαστές του έργου του - like me - αφού τον έπεισαν να μην εγκαταλείψει την καρέκλα του σκηνοθέτη, όπως είχε εξαγγείλει, περίμεναν να επιστρέψει στις παλιές καλές συνήθειες και όχι να επιχειρήσει την απεικόνιση μιας θηλυκής εκδοχής του Ιντιάνα Τζόουνς...
Η Παρισινή κοινωνία συγκλονίζεται από την παρουσία ενός προϊστορικού πτεροδάκτυλο που έχει σκορπίσει τον φόβο και τον τρόμο στους πολίτες. Ιδανική για να λύσει το μυστήριο είναι η Αντέλ Μπλανσέκ, μια εκ πεποιθήσεως τυχοδιώκτρια, που έχει γίνει διάσημη για τα βιβλία της, που περιγράφουν τις περιπέτειες της ανά τον κόσμο. Ένας χαρακτήρας που ξεπηδά από την φαντασία του Jacques Tardi, όπως τον κατέγραψε στην ομώνυμη σειρά των φημισμένων κόμικς, που συνδυάζει την καταιγιστική δράση με το γκροτέσκο χιούμορ. Πεδίο δράσης της ηρωίδας με το καπελίνο και το φουρό, η Πόλη του Φωτός των αρχών του 20ου αιώνα, χρυσή εποχή της μπελ επόκ, όταν το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα του κόσμου, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Αυτό το κλίμα της περιόδου, αναπλάθει στις εικόνες του ο Besson, κτίζοντας ένα αγαπημένο κλίμα που συνδυάζει τις διαχρονικές θύμησες του Ιουλίου Βερν με την οπτική του Georges Melies.
Στην ουσία το σενάριο συνδυάζει δύο από τις εκδιδόμενες περιπέτειες της ατίθασης Αντέλ, γι αυτό και η εξέλιξη της ίντριγκας, πηδά διαρκώς από το ένα θέμα (με το κυνήγι του εξαφανισμένου εδώ και χιλιετίες πτηνού) στο άλλο (την γιατρειά της σε κωματώδη κατάσταση αδελφής της Μπλανσέκ, από τους...Φαραώ δόκτορες. Κακά τα ψέματα όμως. Χρειάζεται υπομονή και καλή θέληση για να αντέξει ο θεατής στην θωριά των μουμιών που πίνουν τσάι, των δράκων που ίπτανται πάνω από τον Πύργο του Άιφελ και των υποτίθεται χιουμοριστικά τοποθετημένων πρόσθετων στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, που τους έχουν μετατρέψει σε καρικατούρες.
Για πες: Σίγουρα δεν χρειάζεται καλή πρόθεση όμως για να απολαύσεις την κούκλα Louise Bourgoin, μια μέτρια ηθοποιό, αλλά πραγματική γυναικάρα, που συνδυάζει την θωριά της Vitti, την πληθωρικότητα της Ardant και την γοητεία της Adjani. Ο Besson, στα εντυπωσιακά μάτια της - αλλά και στα ζουμερά μεμέ της - εντόπισε την νέα Milla του, ίσως και την νέα ντίβα του Γαλλικού σινεμά. Μέχρι εδώ καλώς. Γιατί σε ότι αφορά το ζωντανό του κόμικ, ο αγαπημένος φραντσέζος, παρότι ξόδεψε μια περιουσία δεν προσφέρει προϊόν ανάλογης ποιότητας. Αξιοπρεπή εφέ, ικανοποιητική όπως πάντα φωτογραφία, προσεγμένα ντεκόρ, αλλά και ένα θέμα που δεν συγκινεί, ούτε σαν αγωνιώδες παιχνίδι, ούτε σαν κομεντί, αφού οι χοντράδες στις ατάκες και τις ερμηνείες, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πηγαίο χιούμορ.
Η Παρισινή κοινωνία συγκλονίζεται από την παρουσία ενός προϊστορικού πτεροδάκτυλο που έχει σκορπίσει τον φόβο και τον τρόμο στους πολίτες. Ιδανική για να λύσει το μυστήριο είναι η Αντέλ Μπλανσέκ, μια εκ πεποιθήσεως τυχοδιώκτρια, που έχει γίνει διάσημη για τα βιβλία της, που περιγράφουν τις περιπέτειες της ανά τον κόσμο. Ένας χαρακτήρας που ξεπηδά από την φαντασία του Jacques Tardi, όπως τον κατέγραψε στην ομώνυμη σειρά των φημισμένων κόμικς, που συνδυάζει την καταιγιστική δράση με το γκροτέσκο χιούμορ. Πεδίο δράσης της ηρωίδας με το καπελίνο και το φουρό, η Πόλη του Φωτός των αρχών του 20ου αιώνα, χρυσή εποχή της μπελ επόκ, όταν το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα του κόσμου, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Αυτό το κλίμα της περιόδου, αναπλάθει στις εικόνες του ο Besson, κτίζοντας ένα αγαπημένο κλίμα που συνδυάζει τις διαχρονικές θύμησες του Ιουλίου Βερν με την οπτική του Georges Melies.
Στην ουσία το σενάριο συνδυάζει δύο από τις εκδιδόμενες περιπέτειες της ατίθασης Αντέλ, γι αυτό και η εξέλιξη της ίντριγκας, πηδά διαρκώς από το ένα θέμα (με το κυνήγι του εξαφανισμένου εδώ και χιλιετίες πτηνού) στο άλλο (την γιατρειά της σε κωματώδη κατάσταση αδελφής της Μπλανσέκ, από τους...Φαραώ δόκτορες. Κακά τα ψέματα όμως. Χρειάζεται υπομονή και καλή θέληση για να αντέξει ο θεατής στην θωριά των μουμιών που πίνουν τσάι, των δράκων που ίπτανται πάνω από τον Πύργο του Άιφελ και των υποτίθεται χιουμοριστικά τοποθετημένων πρόσθετων στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, που τους έχουν μετατρέψει σε καρικατούρες.
Για πες: Σίγουρα δεν χρειάζεται καλή πρόθεση όμως για να απολαύσεις την κούκλα Louise Bourgoin, μια μέτρια ηθοποιό, αλλά πραγματική γυναικάρα, που συνδυάζει την θωριά της Vitti, την πληθωρικότητα της Ardant και την γοητεία της Adjani. Ο Besson, στα εντυπωσιακά μάτια της - αλλά και στα ζουμερά μεμέ της - εντόπισε την νέα Milla του, ίσως και την νέα ντίβα του Γαλλικού σινεμά. Μέχρι εδώ καλώς. Γιατί σε ότι αφορά το ζωντανό του κόμικ, ο αγαπημένος φραντσέζος, παρότι ξόδεψε μια περιουσία δεν προσφέρει προϊόν ανάλογης ποιότητας. Αξιοπρεπή εφέ, ικανοποιητική όπως πάντα φωτογραφία, προσεγμένα ντεκόρ, αλλά και ένα θέμα που δεν συγκινεί, ούτε σαν αγωνιώδες παιχνίδι, ούτε σαν κομεντί, αφού οι χοντράδες στις ατάκες και τις ερμηνείες, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πηγαίο χιούμορ.
Στις δικές μας αίθουσες, 23 Σεπτεμβρίου 2010 από την Odeon
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική