του Akira Kurosawa. Με τους Toshirο Mifune, Machiko Kyο, Masayuki Mori
Mηδενί δίκη δικάσεις πριν αμφί μύθον ακούσεις...
του zerVo
Προκειμένου να προστατευτούν από την καταρρακτώδη βροχή, ένας χωρικός κι ένας ιερέας, βρίσκουν καταφύγιο κάτω από την σκέπη της θεόρατης πύλης του Ρασομόν, όταν ένας ακόμη διαβάτης τους προσεγγίζει αναζητώντας κι αυτός απάγκιο. Περιμένοντας να κοπάσει η καταιγίδα, θα καταπιαστούν με το σκανδαλώδες έγκλημα που πρόσφατα έλαβε χώρα στο κοντινό δάσος, όταν ένας ευγενής σαμουράι βασανίστηκε μέχρι θανάτου, η σύζυγος του βιάστηκε και βασικός ύποπτος για το φονικό από τις αστυνομικές αρχές έχει κριθεί ένας περιβόητος στην περιοχή ληστής. Με νωπές τις μνήμες από τις καταθέσεις στην δίκη, του ξυλοκόπου που ανακάλυψε το πτώμα, του άξεστου συλληφθέντα Ταζομάρου, της βιασμένης χήρας πλέον και του πνεύματος, μέσω της προσέγγισης ενός μέντιουμ του νεκρού συζύγου της, οι τρεις άντρες θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν την αλήθεια…
Αλήθεια! Η πιο προβληματική, η πιο πολύ-υπόστατη, ίσως λέξη που υπάρχει σε όλες τις γλώσσες της γης. Ποιος είναι όμως ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς την αλήθεια? Τι σημαίνει για τον καθένα το να την διατυπώσει, να την προβάλλει σαν υπόσταση στον συνομιλητή του, σε αυτόν που την απαιτεί? Μια και μόνο ματιά στο πρόσφατο παρελθόν του καθενός μας, πείθει με ευκολία πως δεν είναι λίγες οι φορές, που ενώ βαθιά μέσα του ο καθένας γνωρίζει πως εκφράζεται χρησιμοποιώντας ανακρίβειες, ψέματα και λάθη, άλλοτε για να καλύψει δυσάρεστες καταστάσεις ή για να τονίσει την υπερβολή, εντούτοις έχει βαθιά την πίστη πως εκφράζεται λέγοντας την αλήθεια…
Αυτή η προσέγγιση στον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται γύρω του την πραγματικότητα ή αποκωδικοποιεί το γεγονός την πράξη, αποτελεί και την κεντρική ιδέα της μεγαλειώδους δημιουργίας του Akira Kurosawa, που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο – μετά από εννέα άλλες ταινίες και έντεκα χρόνια δημιουργικής διαδρομής – χαρίζοντας του σαν τιμητικές διακρίσεις το Όσκαρ μη αγγλόφωνης παραγωγής και τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας. Στην ασπρόμαυρη παραγωγή του 1950, ο κορυφαίος Ιάπωνας σκηνοθέτης, αποκαλύπτει κινηματογραφικές τεχνικές που αποτέλεσαν εκείνη την χρονική στιγμή, πραγματικές επαναστάσεις στον τρόπο της αφήγησης και της εξέλιξης της ιστορίας.
Σαν φόντο στην παρουσίαση της υπόθεσης, ο Kurosawa χρησιμοποιεί τρία διαφορετικά σκηνικά. Το ένα πανάκριβο, που πήρε στην παραγωγό εταιρία Νταιέι, σχεδόν δύο χρόνια για να το δημιουργήσει και αφορά στην θεόρατη πύλη της μεγαλούπολης, της πρωτεύουσας της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου, περίπου στον 12ο αιώνα. Στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση, το έτερο background είναι απίστευτα μινιμαλιστικό, σχεδόν άδειο θα μπορούσα να πω, την στιγμή της διεξαγωγής της δίκης, που οι μάρτυρες εξιστορούν το τι συνέβη, παίρνοντας οι ίδιοι ταυτόχρονα τον ρόλο και του δικαστή που κάνει τις ερωτήσεις. Το τρίτο και χρονικά μεγαλύτερο είναι εκείνο του δάσους, όπου λαμβάνουν χώρα τα φλασμπακς, αναβιώνοντας την ιστορία όπως βγαίνει από τα χείλη εκείνου που την έζησε.
Η σημαντικότερη προσφορά όμως του Rashomon στην εξέλιξη του κινηματογραφικού είδους, πηγάζει από τις τεχνικές που χρησιμοποίησε ο Kurosawa, στην ταινία του, που βλέποντας τις σήμερα ο θεατής πιθανόν να τις θεωρήσει πεπερασμένες, αν στο μυαλό του δεν δουλέψει πως καθορίστηκαν 55 χρόνια πριν, πολύ καιρό πριν γίνουν ρουτίνα στα χέρια άλλων δυτικών δημιουργών. Η τελειοποίηση της αφήγησης μέσω του χρονικού πήγαινε έλα, που σε ένα πανίσχυρο σενάριο αγωνίας, κορυφώνει τα επίπεδα του σασπένς, είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο το φιλμ. Στοιχείο που ουκ ολίγοι στο μέλλον θα αντιγράψουν σε απόλυτο βαθμό, αποτείνοντας φόρο τιμής στην φιλμική πρωτοπορία του Kurosawa (βλέπε Singer και Usual Suspects). Γεγονός που αν συνδυαστεί μάλιστα με τις καινοτόμες τεχνικές λήψης – όπως για παράδειγμα το ταξίδι της κάμερας (που κρατά στα χέρια του ο περίφημος Kazuo Miyagawa) μπροστά και πίσω από τον ήρωα την ώρα που διασχίσει την πυκνή βλάστηση της ζούγκλας – μας οδηγεί στο σημείο να συμπεράνουμε πως το Rashomon, αποτελεί τον γνώμονα - λαϊκότερα τον μπούσουλα – που πρόσφερε ο Kurosawa στους νεότερους του κινηματογραφιστές.
Διαθέτοντας την τεράστια θεατρική εμπειρία της παράδοσης του Νο και του Κομπούκι, οι ερμηνευτές των ρόλων της ταινίας, είναι σε πολλά σημεία υπερβολικοί στις εκφράσεις τους, όπως πρέπει, δίχως όμως σε κανένα σημείο να ξεφεύγουν έντεχνα από τις προσταγές που επιτάσσει το σενάριο. Μέσα από το Rashomon ερχόμαστε σε γνωριμία με τον ηθοποιό – θρύλο της χώρας του ανατέλλοντος ήλιου, Toshiro Mifune, ο οποίος δίνει την δική του ρεαλιστικότατη παράσταση ερμηνεύοντας τον σκληροτράχηλο ληστή. Δίπλα του η Machiko Kyo, με την φυσική ομορφιά που τονίζεται ελάχιστα από το λακωνικό μακιγιάζ, συνθέτει το απόλυτο κοντράστ στον Ταζομάρου, σαν η αδύναμη και μελαγχολική σύζυγος, κρυμμένη πίσω από το μυστηριώδες πέπλο. Όπως εξαίρετη είναι και η παρουσία του Masayuki Mori, που λιγομίλητος και με την χρήση μόνο των εκφράσεων του προσώπου, έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα του θανάτου.
Για πες: Το Rashomon προβάλλεται στις αίθουσες της χώρας μας, μετά από πάρα πολλά χρόνια, σε κόπιες αποκατεστημένες από την φθορά του χρόνου, προκαλώντας τον σύγχρονο θεατή να διαβάσει μέσα του, εκτός από τα βασικά νοήματα και τους σεναριακούς προβληματισμούς, τις αριστουργηματικές πρωτοπορίες που ξεπήδησαν από το νου ενός σκηνοθέτη, που κατάφερε να σπάσει με αυτό τον τρόπο τα δεσμά της γκετοποίησης της χώρας του, λίγα μόλις χρόνια μετά την οδυνηρή ήττα στον μεγάλο πόλεμο...
Αλήθεια! Η πιο προβληματική, η πιο πολύ-υπόστατη, ίσως λέξη που υπάρχει σε όλες τις γλώσσες της γης. Ποιος είναι όμως ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς την αλήθεια? Τι σημαίνει για τον καθένα το να την διατυπώσει, να την προβάλλει σαν υπόσταση στον συνομιλητή του, σε αυτόν που την απαιτεί? Μια και μόνο ματιά στο πρόσφατο παρελθόν του καθενός μας, πείθει με ευκολία πως δεν είναι λίγες οι φορές, που ενώ βαθιά μέσα του ο καθένας γνωρίζει πως εκφράζεται χρησιμοποιώντας ανακρίβειες, ψέματα και λάθη, άλλοτε για να καλύψει δυσάρεστες καταστάσεις ή για να τονίσει την υπερβολή, εντούτοις έχει βαθιά την πίστη πως εκφράζεται λέγοντας την αλήθεια…
Αυτή η προσέγγιση στον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται γύρω του την πραγματικότητα ή αποκωδικοποιεί το γεγονός την πράξη, αποτελεί και την κεντρική ιδέα της μεγαλειώδους δημιουργίας του Akira Kurosawa, που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο – μετά από εννέα άλλες ταινίες και έντεκα χρόνια δημιουργικής διαδρομής – χαρίζοντας του σαν τιμητικές διακρίσεις το Όσκαρ μη αγγλόφωνης παραγωγής και τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας. Στην ασπρόμαυρη παραγωγή του 1950, ο κορυφαίος Ιάπωνας σκηνοθέτης, αποκαλύπτει κινηματογραφικές τεχνικές που αποτέλεσαν εκείνη την χρονική στιγμή, πραγματικές επαναστάσεις στον τρόπο της αφήγησης και της εξέλιξης της ιστορίας.
Σαν φόντο στην παρουσίαση της υπόθεσης, ο Kurosawa χρησιμοποιεί τρία διαφορετικά σκηνικά. Το ένα πανάκριβο, που πήρε στην παραγωγό εταιρία Νταιέι, σχεδόν δύο χρόνια για να το δημιουργήσει και αφορά στην θεόρατη πύλη της μεγαλούπολης, της πρωτεύουσας της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου, περίπου στον 12ο αιώνα. Στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση, το έτερο background είναι απίστευτα μινιμαλιστικό, σχεδόν άδειο θα μπορούσα να πω, την στιγμή της διεξαγωγής της δίκης, που οι μάρτυρες εξιστορούν το τι συνέβη, παίρνοντας οι ίδιοι ταυτόχρονα τον ρόλο και του δικαστή που κάνει τις ερωτήσεις. Το τρίτο και χρονικά μεγαλύτερο είναι εκείνο του δάσους, όπου λαμβάνουν χώρα τα φλασμπακς, αναβιώνοντας την ιστορία όπως βγαίνει από τα χείλη εκείνου που την έζησε.
Η σημαντικότερη προσφορά όμως του Rashomon στην εξέλιξη του κινηματογραφικού είδους, πηγάζει από τις τεχνικές που χρησιμοποίησε ο Kurosawa, στην ταινία του, που βλέποντας τις σήμερα ο θεατής πιθανόν να τις θεωρήσει πεπερασμένες, αν στο μυαλό του δεν δουλέψει πως καθορίστηκαν 55 χρόνια πριν, πολύ καιρό πριν γίνουν ρουτίνα στα χέρια άλλων δυτικών δημιουργών. Η τελειοποίηση της αφήγησης μέσω του χρονικού πήγαινε έλα, που σε ένα πανίσχυρο σενάριο αγωνίας, κορυφώνει τα επίπεδα του σασπένς, είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο το φιλμ. Στοιχείο που ουκ ολίγοι στο μέλλον θα αντιγράψουν σε απόλυτο βαθμό, αποτείνοντας φόρο τιμής στην φιλμική πρωτοπορία του Kurosawa (βλέπε Singer και Usual Suspects). Γεγονός που αν συνδυαστεί μάλιστα με τις καινοτόμες τεχνικές λήψης – όπως για παράδειγμα το ταξίδι της κάμερας (που κρατά στα χέρια του ο περίφημος Kazuo Miyagawa) μπροστά και πίσω από τον ήρωα την ώρα που διασχίσει την πυκνή βλάστηση της ζούγκλας – μας οδηγεί στο σημείο να συμπεράνουμε πως το Rashomon, αποτελεί τον γνώμονα - λαϊκότερα τον μπούσουλα – που πρόσφερε ο Kurosawa στους νεότερους του κινηματογραφιστές.
Διαθέτοντας την τεράστια θεατρική εμπειρία της παράδοσης του Νο και του Κομπούκι, οι ερμηνευτές των ρόλων της ταινίας, είναι σε πολλά σημεία υπερβολικοί στις εκφράσεις τους, όπως πρέπει, δίχως όμως σε κανένα σημείο να ξεφεύγουν έντεχνα από τις προσταγές που επιτάσσει το σενάριο. Μέσα από το Rashomon ερχόμαστε σε γνωριμία με τον ηθοποιό – θρύλο της χώρας του ανατέλλοντος ήλιου, Toshiro Mifune, ο οποίος δίνει την δική του ρεαλιστικότατη παράσταση ερμηνεύοντας τον σκληροτράχηλο ληστή. Δίπλα του η Machiko Kyo, με την φυσική ομορφιά που τονίζεται ελάχιστα από το λακωνικό μακιγιάζ, συνθέτει το απόλυτο κοντράστ στον Ταζομάρου, σαν η αδύναμη και μελαγχολική σύζυγος, κρυμμένη πίσω από το μυστηριώδες πέπλο. Όπως εξαίρετη είναι και η παρουσία του Masayuki Mori, που λιγομίλητος και με την χρήση μόνο των εκφράσεων του προσώπου, έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα του θανάτου.
Για πες: Το Rashomon προβάλλεται στις αίθουσες της χώρας μας, μετά από πάρα πολλά χρόνια, σε κόπιες αποκατεστημένες από την φθορά του χρόνου, προκαλώντας τον σύγχρονο θεατή να διαβάσει μέσα του, εκτός από τα βασικά νοήματα και τους σεναριακούς προβληματισμούς, τις αριστουργηματικές πρωτοπορίες που ξεπήδησαν από το νου ενός σκηνοθέτη, που κατάφερε να σπάσει με αυτό τον τρόπο τα δεσμά της γκετοποίησης της χώρας του, λίγα μόλις χρόνια μετά την οδυνηρή ήττα στον μεγάλο πόλεμο...
Στις δικές μας αίθουσες 6 Μαΐου 2010, από την New Star
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική