του Daniel Barber. Με τους Michael Caine, Emily Mortimer, Charlie Creed-Miles
Τιμημένα Γηρατειά
του zerVo
Τον δρόμο χάραξε πρώτος ο πάντοτε διορατικός Clint Eastwood. Ο Θεός, λέει στο Gran Torino, φάνηκε γαλαντόμος μαζί μου και μου χάρισε μακροζωία. Μέχρι να φύγω από τον μάταιο τούτο κόσμο όμως, κανείς δεν δικαιούται να μου χαλάσει την γαλήνη και την ηρεμία. Ούτε να με θέσει στο περιθώριο εν αγνοία μου. Υπάρχω, φωνάζει ο ογδοντάχρονος, κομμάτι των τιμημένων γηρατειών και όσο περνά από το χέρι μου, θα συνεχίσω να υπάρχω. Και κατά κάποιο τρόπο παίρνει την κατάσταση - λέγε με και Νόμο - στα χέρια του. Δόξα που ζήλεψε ο Βρετανός συνομήλικος του, μεταφέροντας την δράση από τα φασαριόζικα ανατολικά προάστια του Λος Άντζελες, στα σκοτεινά σοκάκια του συννεφιασμένου Λονδίνου. Άλλος κόσμος, ίδια λογική. Η γεμάτη αρχές Τρίτη Ηλικία που φεύγει, η προβληματική Νέα Γενιά που έρχεται. Δεν συμφωνώ απόλυτα, μα κάθε άποψη είναι σεβαστή...
Ήρεμα και ήσυχα είναι τα βράδια του γερο Χάρι Μπράουν, μετά τον χαμό της αγαπημένης του συζύγου. Όταν όμως ο στενότερος του φίλος, πέσει θύμα της φονικής μανίας μιας ομάδας χούλιγκαν, θα ξυπνήσει μέσα του το ένστικτο του πεζοναύτη και θα ζητήσει την εκδίκηση με όσες δυνάμεις του απομένουν. Το φιλμ ουσιαστικά κινηματογραφεί ένα ζωτικό κοινωνικό πρόβλημα, που μαστίζει τις τελευταίες δεκαετίες, την Γηραιά Αλβιόνα. Οι συμμορίες των δρόμων, οργανωμένες και κατευθυνόμενες με βάση κατά κύριο λόγο εθνικιστικά πρότυπα, τρομοκρατούν με κάθε τρόπο τους φιλήσυχους και συνήθως ανήμπορους να αντισταθούν στην βιαιότητα, πολίτες. Η αστυνομικές αρχές, αν και φημισμένες για την αποτελεσματικότητα του, δεν δείχνουν ικανές να εκμηδενίσουν τα άρρωστα φαινόμενα. Η αυτοδικία, έστω και κατακριτέα, πολλές φορές οπλίζει το χέρι του αδικημένου. Μια τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε μια ακραία της όψη, παρακολουθούμε στον υπέρ το δέον άγριο Harry Brown.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του μόλις πέρσι υποψήφιου για Όσκαρ μικρομηκά Daniel Barber, ακολουθεί πιστά την τροχιά που χάραξε ο Charles Bronson, στις περιπέτειες εκδίκησης του Death Wish. Προσευχήσου να πεθάνεις, σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή, εξίσου σκοτεινή και θολή, με την δικαιοσύνη πολλές φορές να παρουσιάζει κενά στον τρόπο της αντιμετώπισης του εγκληματία. Σε αυτό τον τομέα ο Λονδρέζος δεν τα πηγαίνει άσχημα, αντιθέτως χρησιμοποιεί έντεχνα την μορφολογία των περιχώρων της πόλης του, για να αναπτύξει την φιγούρα ενός σύγχρονου Jack The Ripper. Στενά σοκάκια, όχθες ποταμών, υπόγειες στοές, δημιουργούν ατμόσφαιρα ικανή να περιβάλλει την ίντριγκα. Ίσως αν εμβάθυνε και λίγο περισσότερο στον χαρακτήρα του γέροντα, η ταινία του να ήταν πιο πλήρης, πιο συμπαγής.
Για πες: Κι αυτό γιατί στον σχηματισμό της φιγούρας του ένοπλου εκδικητή, τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η καταλυτική παρουσία του Sir Michael Caine, του εμβληματικότερου ηθοποιού που ανέδειξε το μεγάλο νησί, κατοπινά του Lawrence Olivier. Ο Caine στην ουσία ντύνεται την μακριά καπαρντίνα του αγαπημένου Get Carter, για να εξοντώσει δίχως δεύτερη κουβέντα τον αντίπαλο, έχοντας σύμμαχο την σοφία των ογδόντα του χρόνων. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος, όπως λέει ο λαουτζίκος δηλαδή, αν και στο μπρουτάλ σχεδιασμό του έργου, δεν υπήρξε η στιγμή που τα (θα μπορούσαν να είναι και) εγγόνια του Μπράουν, προσεγγίστηκαν με ήπιο και διδασκαλικό τρόπο. Πιθανόν στην εγγλέζικη πραγματικότητα κάτι τέτοιο να θεωρείται δεδομένο, μπορεί να πει κανείς και η έκρηξη του παππού, να ήταν αποτέλεσμα συσσώρευσης οργής, πολύ καιρό πριν, ο κολλητός του πέσει θύμα της νεανικής αγριότητας...
Ήρεμα και ήσυχα είναι τα βράδια του γερο Χάρι Μπράουν, μετά τον χαμό της αγαπημένης του συζύγου. Όταν όμως ο στενότερος του φίλος, πέσει θύμα της φονικής μανίας μιας ομάδας χούλιγκαν, θα ξυπνήσει μέσα του το ένστικτο του πεζοναύτη και θα ζητήσει την εκδίκηση με όσες δυνάμεις του απομένουν. Το φιλμ ουσιαστικά κινηματογραφεί ένα ζωτικό κοινωνικό πρόβλημα, που μαστίζει τις τελευταίες δεκαετίες, την Γηραιά Αλβιόνα. Οι συμμορίες των δρόμων, οργανωμένες και κατευθυνόμενες με βάση κατά κύριο λόγο εθνικιστικά πρότυπα, τρομοκρατούν με κάθε τρόπο τους φιλήσυχους και συνήθως ανήμπορους να αντισταθούν στην βιαιότητα, πολίτες. Η αστυνομικές αρχές, αν και φημισμένες για την αποτελεσματικότητα του, δεν δείχνουν ικανές να εκμηδενίσουν τα άρρωστα φαινόμενα. Η αυτοδικία, έστω και κατακριτέα, πολλές φορές οπλίζει το χέρι του αδικημένου. Μια τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε μια ακραία της όψη, παρακολουθούμε στον υπέρ το δέον άγριο Harry Brown.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του μόλις πέρσι υποψήφιου για Όσκαρ μικρομηκά Daniel Barber, ακολουθεί πιστά την τροχιά που χάραξε ο Charles Bronson, στις περιπέτειες εκδίκησης του Death Wish. Προσευχήσου να πεθάνεις, σε μια πιο σύγχρονη εκδοχή, εξίσου σκοτεινή και θολή, με την δικαιοσύνη πολλές φορές να παρουσιάζει κενά στον τρόπο της αντιμετώπισης του εγκληματία. Σε αυτό τον τομέα ο Λονδρέζος δεν τα πηγαίνει άσχημα, αντιθέτως χρησιμοποιεί έντεχνα την μορφολογία των περιχώρων της πόλης του, για να αναπτύξει την φιγούρα ενός σύγχρονου Jack The Ripper. Στενά σοκάκια, όχθες ποταμών, υπόγειες στοές, δημιουργούν ατμόσφαιρα ικανή να περιβάλλει την ίντριγκα. Ίσως αν εμβάθυνε και λίγο περισσότερο στον χαρακτήρα του γέροντα, η ταινία του να ήταν πιο πλήρης, πιο συμπαγής.
Για πες: Κι αυτό γιατί στον σχηματισμό της φιγούρας του ένοπλου εκδικητή, τον σημαντικότερο ρόλο παίζει η καταλυτική παρουσία του Sir Michael Caine, του εμβληματικότερου ηθοποιού που ανέδειξε το μεγάλο νησί, κατοπινά του Lawrence Olivier. Ο Caine στην ουσία ντύνεται την μακριά καπαρντίνα του αγαπημένου Get Carter, για να εξοντώσει δίχως δεύτερη κουβέντα τον αντίπαλο, έχοντας σύμμαχο την σοφία των ογδόντα του χρόνων. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος, όπως λέει ο λαουτζίκος δηλαδή, αν και στο μπρουτάλ σχεδιασμό του έργου, δεν υπήρξε η στιγμή που τα (θα μπορούσαν να είναι και) εγγόνια του Μπράουν, προσεγγίστηκαν με ήπιο και διδασκαλικό τρόπο. Πιθανόν στην εγγλέζικη πραγματικότητα κάτι τέτοιο να θεωρείται δεδομένο, μπορεί να πει κανείς και η έκρηξη του παππού, να ήταν αποτέλεσμα συσσώρευσης οργής, πολύ καιρό πριν, ο κολλητός του πέσει θύμα της νεανικής αγριότητας...
Στις δικές μας αίθουσες στις 8 Απριλίου 2010 από την Odeon
Rewind /// Trailer - Harry Brown
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική