του Hong-jin Na. Με τους Yun-seok Kim, Jung-woo Ha, Yeong-hie Seo
일7곱
του zerVo
Το ζήτημα δεν είναι απλά να φτάσεις στην επιτυχία. Πρέπει να την διαχειριστείς κιόλας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να κατορθώσεις να ανέβεις ένα σκαλοπάτι παραπάνω. Πάρε για παράδειγμα τους Κορεάτες. Αν πριν το 2000 μιλούσες για σινεμά προερχόμενο από τον Νότο, της διχοτομημένης ασιατικής χερσονήσου, οι περισσότεροι θα σε κοιτούσαν με λογική απορία. Κατοπινά όμως της διεθνούς έκρηξης του Συμπαθούς Κυρίου Εκδικητή και του αντιπολεμικού TaeGukGi, οι περιθωριοποιημένοι μέχρι τότες σχιστομάτηδες, ξεπέρασαν το κόμπλεξ της αχανούς σκιάς της Κίνας και του (ξεπεσμένου) made in Japan και άρχισαν να βλέπουν το πράγμα δημιουργικότερα. Και φυσικά εμπορικότερα. Κι επειδή δεν είναι κάθε μέρα του Αγίου Host, για να ξοδεύονται εκατομμύρια ουόν στα ειδικά εφέ, κατεργάστηκε η τέχνη της έμπνευσης αλλά και της προετοιμασίας της διάδοχης κατάστασης, των ήδη αναγνωρισμένων Ki Duk και Park Wook. Κι αν κρίνω από το τι πετυχαίνουν ρούκις σαν τον Hong Jin Na, τότε πιστεύω ότι οι ακαδημίες των Κορίανς λειτουργούν άψογα...
Πρώην αστυνομικός και νυν πνιγμένος στα χρέη νταβατζής, αναζητά στους σκοτεινούς δρόμους της Σεούλ, έναν άντρα, πιστεύοντας πως πουλάει τα εξαφανισμένα κορίτσια του. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ σκληρότερη: Τις βασανίζει και τις σκοτώνει με τον βιαιότερο τρόπο. Η ιδιομορφία του The Chaser, στην προσέγγιση του αστυνομικού θρίλερ, είναι πως ενώ στην ιστορία υπάρχει δολοφόνος, επισήμως, δεν υπάρχει εκπρόσωπος του νόμου να τον καταδιώξει. Ο Κυνηγός δεν ανήκει πια στο σώμα κι ας συμπεριφέρεται σαν μπάτσος. Χάρη στην διεφθαρμένη του πορεία ως ένστολος έχει εκδιωχθεί από καιρό και πλέον έχει περάσει στην απέναντι πλευρά, στην παρανομία, φορώντας το άτσαλο κοστούμι του προαγωγού. Το όνομα του στην πιάτσα είναι Βρομιάρης, γιατί δεν έχει δείξει πως διαθέτει συναισθήματα. Κανένα από τα κορίτσια που διακινεί στους εύπορους πελάτες δεν τον έχει σε εκτίμηση, αφού τις καταπιέζει να εργαστούν ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες. Όταν το στίγμα μιας ακόμη πόρνης χαθεί, μέσα του θα ξυπνήσει το αστυνομικό δαιμόνιο, προκειμένου να αποκαλύψει ποιος αντίπαλος του την έχει στημένη. Παρεξήγηση όμως! Οι γυναίκες για εκείνον μέχρι αυτό το σημείο, υπέχουν ρόλο εργαλείου δουλειάς. Όταν καταλάβει πως δεν το' χουν σκάσει αλλά είναι νεκρές, οι μορφές τους θα εμφανίζονται μπρος του σαν φαντάσματα, ζητώντας του εξιλέωση.
Η ιδιαιτερότητα στην εξέλιξη της υπόθεσης - που για να σου ανεβάσω το σασπένς ένα κλικ, στηρίζεται σε πραγματική ιστορία - είναι πως ο δολοφόνος φορά χειροπέδες πριν το μισάωρο. Κι εκεί έρχεται η καυστική κριτική του δημιουργού, προς τις ανοργάνωτες διωκτικές αρχές, που υπολειτουργούν μπερδεμένες, δεν έχουν καμία συνεργασία μεταξύ τους, εξυπηρετούν συμφέροντα και μπροστά στα παράθυρα που αφήνει η νομοθεσία, παραμένουν ξυπόλητες και ανήμπορες. Κι έτσι δεν είναι τυχαίο, που την δικαιοσύνη παίρνει στα χέρια του ένας κοινός αλήτης του υποκόσμου, αντιλαμβανόμενος πως οι πρώην συνεργάτες του το πιθανότερο που θα πετύχουν στις έρευνες τους, είναι το απόλυτο μηδενικό. Κριτική από τον Hong Jin, που επεκτείνεται και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, που παραμένει σιωπηλό και φοβισμένο, απλά να παρακολουθεί την σήψη και την διαφθορά, του μικρόκοσμου που το περιβάλλει.
Στο κτίσιμο της υπέροχης ατμόσφαιρας, ο Κορεάτης δανείζεται αρκετά στοιχεία από τον Fincher. Βρόχινο το κλίμα, που κάνει το ντεκόρ ακόμη πιο τελματώδες, αντί να καθαρίζει την δυσωδία του δρόμου. Περιοριστικός και κόντρα ο χρόνος, στο ένα μόλις εικοσιτετράωρο, για να ανέβει το σασπένς, θυμίζοντας την Μεγάλη Εβδομάδα του Se7en. Ανοδικό το τέμπο, που προσθέτει στροφές ταχύτητας διαρκώς, δίχως να πέφτει σε σκαμπανεβάσματα και κοιλιές. Εκεί που υπάρχει διαφορετικότητα, είναι στην επιμονή απάρνησης κάθε είδους ταυτότητας, προτιμώντας να δειχτεί σαν κάτι πιο πολυσυλλεκτικό. Το αμιγές flic story, σπάει η λοιδορία για τις ικανότητες των εκπροσώπων του νόμου. Το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό serial killer, ανακατεύεται με την μαύρη κομεντί. Το αγωνιώδες θρίλερ, μεταλλάσσεται σε άκρατο μελόδραμα και τούμπαλιν. Κι όχι έχοντας σαν αποτέλεσμα κανέναν φιλμικό αχταρμά, αλλά παίζοντας με τα συναισθήματα σου κατά τέτοιο τρόπο, που την μια στιγμή φαντάζεσαι πως οδηγούμαστε σε χολιγουντιανό χάπι εντ και την άλλη πιστεύεις πως κανείς δεν θα μείνει, εντέλει, ζωντανός.
Για πες: Αν τον σκηνοθέτη τον λέγανε Scorsese - και πιθανότατα είχε αποφύγει κάποιες εύκολες λύσεις, από εκείνες δηλαδή που έκτισαν μια ολόκληρη σχολή, αυτή του γαλλικού μπάτσο-νουάρ - τώρα θα κάναμε λόγο για αριστούργημα. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, ο πιτσιρικάς από την Σεούλ δείχνοντας άγνοια κινδύνου στο θέμα που καταπιάστηκε, με περισσή εργατικότητα στη σκέψη, κάμερα στον ώμο για να δώσει ρεαλισμό στα τρεχαλητά των αντί-ηρώων του και αφθονία ανατροπών, προσφέρει ένα διαμαντένιο crime story, που όμοιο του η Μέκκα του σινεμά, δύσκολα θα προσφέρει τα επόμενα χρόνια. Εκτός και αν μιλάμε για το πιθανολογούμενο ριμέικ του, που βάζω εκ των προτέρων στοίχημα πως από ψυχή και συναίσθημα, δεν θα διαθέτει ούτε το ένα εκατοστό του Κορεάτικου...
Πρώην αστυνομικός και νυν πνιγμένος στα χρέη νταβατζής, αναζητά στους σκοτεινούς δρόμους της Σεούλ, έναν άντρα, πιστεύοντας πως πουλάει τα εξαφανισμένα κορίτσια του. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ σκληρότερη: Τις βασανίζει και τις σκοτώνει με τον βιαιότερο τρόπο. Η ιδιομορφία του The Chaser, στην προσέγγιση του αστυνομικού θρίλερ, είναι πως ενώ στην ιστορία υπάρχει δολοφόνος, επισήμως, δεν υπάρχει εκπρόσωπος του νόμου να τον καταδιώξει. Ο Κυνηγός δεν ανήκει πια στο σώμα κι ας συμπεριφέρεται σαν μπάτσος. Χάρη στην διεφθαρμένη του πορεία ως ένστολος έχει εκδιωχθεί από καιρό και πλέον έχει περάσει στην απέναντι πλευρά, στην παρανομία, φορώντας το άτσαλο κοστούμι του προαγωγού. Το όνομα του στην πιάτσα είναι Βρομιάρης, γιατί δεν έχει δείξει πως διαθέτει συναισθήματα. Κανένα από τα κορίτσια που διακινεί στους εύπορους πελάτες δεν τον έχει σε εκτίμηση, αφού τις καταπιέζει να εργαστούν ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες. Όταν το στίγμα μιας ακόμη πόρνης χαθεί, μέσα του θα ξυπνήσει το αστυνομικό δαιμόνιο, προκειμένου να αποκαλύψει ποιος αντίπαλος του την έχει στημένη. Παρεξήγηση όμως! Οι γυναίκες για εκείνον μέχρι αυτό το σημείο, υπέχουν ρόλο εργαλείου δουλειάς. Όταν καταλάβει πως δεν το' χουν σκάσει αλλά είναι νεκρές, οι μορφές τους θα εμφανίζονται μπρος του σαν φαντάσματα, ζητώντας του εξιλέωση.
Η ιδιαιτερότητα στην εξέλιξη της υπόθεσης - που για να σου ανεβάσω το σασπένς ένα κλικ, στηρίζεται σε πραγματική ιστορία - είναι πως ο δολοφόνος φορά χειροπέδες πριν το μισάωρο. Κι εκεί έρχεται η καυστική κριτική του δημιουργού, προς τις ανοργάνωτες διωκτικές αρχές, που υπολειτουργούν μπερδεμένες, δεν έχουν καμία συνεργασία μεταξύ τους, εξυπηρετούν συμφέροντα και μπροστά στα παράθυρα που αφήνει η νομοθεσία, παραμένουν ξυπόλητες και ανήμπορες. Κι έτσι δεν είναι τυχαίο, που την δικαιοσύνη παίρνει στα χέρια του ένας κοινός αλήτης του υποκόσμου, αντιλαμβανόμενος πως οι πρώην συνεργάτες του το πιθανότερο που θα πετύχουν στις έρευνες τους, είναι το απόλυτο μηδενικό. Κριτική από τον Hong Jin, που επεκτείνεται και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, που παραμένει σιωπηλό και φοβισμένο, απλά να παρακολουθεί την σήψη και την διαφθορά, του μικρόκοσμου που το περιβάλλει.
Στο κτίσιμο της υπέροχης ατμόσφαιρας, ο Κορεάτης δανείζεται αρκετά στοιχεία από τον Fincher. Βρόχινο το κλίμα, που κάνει το ντεκόρ ακόμη πιο τελματώδες, αντί να καθαρίζει την δυσωδία του δρόμου. Περιοριστικός και κόντρα ο χρόνος, στο ένα μόλις εικοσιτετράωρο, για να ανέβει το σασπένς, θυμίζοντας την Μεγάλη Εβδομάδα του Se7en. Ανοδικό το τέμπο, που προσθέτει στροφές ταχύτητας διαρκώς, δίχως να πέφτει σε σκαμπανεβάσματα και κοιλιές. Εκεί που υπάρχει διαφορετικότητα, είναι στην επιμονή απάρνησης κάθε είδους ταυτότητας, προτιμώντας να δειχτεί σαν κάτι πιο πολυσυλλεκτικό. Το αμιγές flic story, σπάει η λοιδορία για τις ικανότητες των εκπροσώπων του νόμου. Το παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό serial killer, ανακατεύεται με την μαύρη κομεντί. Το αγωνιώδες θρίλερ, μεταλλάσσεται σε άκρατο μελόδραμα και τούμπαλιν. Κι όχι έχοντας σαν αποτέλεσμα κανέναν φιλμικό αχταρμά, αλλά παίζοντας με τα συναισθήματα σου κατά τέτοιο τρόπο, που την μια στιγμή φαντάζεσαι πως οδηγούμαστε σε χολιγουντιανό χάπι εντ και την άλλη πιστεύεις πως κανείς δεν θα μείνει, εντέλει, ζωντανός.
Για πες: Αν τον σκηνοθέτη τον λέγανε Scorsese - και πιθανότατα είχε αποφύγει κάποιες εύκολες λύσεις, από εκείνες δηλαδή που έκτισαν μια ολόκληρη σχολή, αυτή του γαλλικού μπάτσο-νουάρ - τώρα θα κάναμε λόγο για αριστούργημα. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, ο πιτσιρικάς από την Σεούλ δείχνοντας άγνοια κινδύνου στο θέμα που καταπιάστηκε, με περισσή εργατικότητα στη σκέψη, κάμερα στον ώμο για να δώσει ρεαλισμό στα τρεχαλητά των αντί-ηρώων του και αφθονία ανατροπών, προσφέρει ένα διαμαντένιο crime story, που όμοιο του η Μέκκα του σινεμά, δύσκολα θα προσφέρει τα επόμενα χρόνια. Εκτός και αν μιλάμε για το πιθανολογούμενο ριμέικ του, που βάζω εκ των προτέρων στοίχημα πως από ψυχή και συναίσθημα, δεν θα διαθέτει ούτε το ένα εκατοστό του Κορεάτικου...
Στις αίθουσες 5 Μαρτίου 2010 από την Seven
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική