Παραδεισένια Οστά

του Peter Jackson. Με τους Mark Wahlberg, Rachel Weisz, Susan Sarandon, Saoirse Ronan

Σούζυ, αγνοείται...
του zerVo
Δεν ξέρω αν θέλω να κάνω διάλογο, με την πρόταση που θέτει ο Jackson. Μεγαλωμένος βλέπεις σε ένα εθιμικό περιβάλλον, που η έννοια της απώλειας, συμβαδίζει απόλυτα με το τρισαλί, εκτιμώ πως δεν νιώθω έτοιμος για μια τέτοια εναλλακτική ιδέα. Χάνω το παιδί μου - όχι απλά το χάνω, αλλά ούτε καν ξέρω τι μπορεί να του συνέβη - αλλά δεν τρέχει μία. Το αντικρίζω στο θρόισμα του αγέρα, πάνω στις κουρτίνες, στο τρεμόπαιγμα του κεριού, στα παιχνιδάκια του, σε ότι αγγίζαμε παρέα πριν εξαφανιστεί και έτσι είμαι ικανοποιημένος. Ούτε σαν σκέψη δεν θέλω να περνά από το νου. Όχι αγαπητέ Νεοζηλανδέ. Ακόμη και αν κινηματογραφικά δεχτώ το πόνημα σου σαν σπουδαίο - που μάλλον προς το αντίθετο άκρο τείνω - πιστεύω πως δεν ζύγισες καλά τον πόνο. Κι αν μέσα από τις εικόνες του The Lovely Bones, διαρκώς μου πετάς το μπαλάκι για την ενδεχόμενη μεταθανάτια ύπαρξη, να σου μεταστρέψω το ερώτημα: Πιστεύεις πως υπάρχει πραγματική συνέχεια στην ζωή ενός χαροκαμένου γονιού? Μα τι σε ρωτώ? Εδώ μας έδειξες τη μάνα - ΤΗ ΜΑΝΑ - να το σκάει από το σπίτι, μην αντέχοντας τις νευρωσικές εκρήξεις του συμβίου της, περιμένω να έχεις, έστω και στο ελάχιστο επαφή με τη λογική?


Δεκατετράχρονη μαθήτρια, κατά την επιστροφή της από το σχολείο, πέφτει θύμα των φονικών ορέξεων, μοναχικού γείτονα. Βαδίζοντας στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο κόσμους, η Σούζυ θα επικοινωνήσει για μια τελευταία φορά με τα αγαπημένα της πρόσωπα. Για να πω την αλήθεια στα πρώτα τριάντα λεπτά μετρούσα τον χρόνο αντίστροφα, μέχρι την στιγμή που θα ανακοινωθεί επίσημα το θλιβερό μαντάτο. Στο μυαλό μου γυρνούσε διαρκώς εκείνη η συγκλονιστική εικόνα από το Μυστικό Ποτάμι, με τον ασυγκράτητο Sean Penn, να καταριέται τον Ουράνιο Πατέρα, για το κακό που του έστειλε και προετοιμαζόμουν για κάτι ανάλογο από τον Wahlberg. Άδικα! Δεν ξέρω αν είναι το βιβλίο της Alice Sebold, που έδωσε την κατευθυντήρια γραμμή ή οι σεναριακές παρεμβάσεις της πολυβραβευμένης τρόικας Walsh - Boyens και Jackson. Πιθανολογώ πως κάτι μεταφυσικό θα όριζε το βιβλίο, που οι κινηματογραφικοί μεταφραστές του, το είδαν με κάπως εντονότερη σκεπτική, ώστε να μοιράσουν από το σημείο μηδέν - της παιδικής ανοησίας, που είχε σαν αποτέλεσμα την τραγωδία - την ταινία σε δύο τροχιές. Αυτή που κινούνται οι ζώντες, οι γονιοί, τα αδέλφια, ο φονιάς, οι αστυνόμοι, που διαρκώς περιστρέφονται γύρω από το φάντασμα της παιδούλας και την άλλη, την τύποις παραδεισένια, σε ένα τοπίο αλλόκοτο, βγαλμένο από το νου του Dali και του Gilliam, όπου βαδίζει πλέον μονάχο το νεκρό κορίτσι. Διττό πρόσωπο, στο ίδιο έργο, που σαν αποτέλεσμα έχει το σπάσιμο των συναισθημάτων στα δυο. Ακόμη κι έτσι ίσως να υπήρχε χρόνος για να σωθεί το παιχνίδι. Ο Jackson όμως, όπως αποδείχτηκε ή δεν είχε το μυαλό του στο πρότζεκτ ή άφησε κάποιον στο πόδι του, για να αφιερωθεί στην οργάνωση του Hobbit.

Έτσι ακριβώς. Αν αντιστοιχίσει κανείς δίπλα δίπλα, δημιουργικά το The Lovely Bones, με τον τέλειο σε οργανωτικότητα King Kong (δεν τολμώ επ ουδενί την σύγκριση με την Τριλογία) θα πιστέψει πως οι δύο ταινίες φτιάχτηκαν από διαφορετικά πρόσωπα. Προσπερνώντας την ανισότητα και την καταρράκωση του όποιου feeling, προκαλεί το δισυπόστατο επίπεδο γραφής, επιχείρησα να μελετήσω τους χαρακτήρες που περικλείει το στόρι. Ανύπαρκτοι και μηδενικοί είναι το τελικό συμπέρασμα. Μια μητέρα ολοκληρωτικά αόρατη, μια αδελφή που εμφανίζεται από το πουθενά σαν από μηχανής Θεός, για να αλλάξει το ρου της υπόθεσης, μια γιαγιά που μόνο θυμηδία προκαλούν οι αντιδράσεις της, ένας boyfriend που νομίζει πως βρίσκεται σε βίντεο κλιπ των Take That, ένας δολοφόνος που σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτει το κίνητρο του. Και δεν μιλάμε για ερμηνευτικές ασημαντότητες, που λες μέσα σου, άντε κομπάρσοι είναι και όχι οι πρωταγωνιστές. Δεν πρέπει να θυμάμαι άλλη ταινία της Weisz και της Sarandon, που στο φινάλε τους να μην θυμάμαι ποια θέση κατείχαν στο σενάριο. Ακόμη κι αν ο Tucci - ως παρανοϊκός θύτης - στέκεται στα γνώριμα υψηλά στάνταρντς του, αυτό αυτομάτως υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο, τον χαρακτήρα που υποδύθηκε. Τελικά μόνο ένας ολοκληρωμένος ρόλος (ο πατέρας, που αναδεικνύει για ακόμη φορά τις ικανότητες του Marky Mark) υπήρξε σε ολάκερο σενάριο - την έφηβη δεν την υπολογίζω, μιας και από ένα σημείο και μετά, μόνο το πνεύμα της είναι ορατό - και αντί να στηριχτεί σε αυτόν το φιλμ, μήπως και αποκτήσει ταυτότητα, στο τελευταίο ημίωρο τον εξαφανίζει ολοσχερώς. Εντέλει τι να μου έμεινε από αυτή την δίωρη ημι-ψυχεδελική αναπαράσταση των 70s?

Για πες: Μου έμειναν οι όμορφες CGI εικόνες του άλλου κόσμου, μου έμειναν τα σουρεάλ σκηνικά με τις σπασμένες μποτίλιες και τα καραβάκια, μου έμειναν οι προοπτικές που χρησιμοποίησε στο πρώτο μέρος ο σκηνοθέτης, μου έμεινε η μελαγχολία της Ronan. Πολλά φαντάζεσαι πως είναι? Μπα, δεν το νομίζω. Θα σου έλεγα ακόμη πως μου έμεινε και το ζωγραφιστό πλάνο με το δέντρο της ζωής, μα θυμήθηκα το (άδικο) γιούχο που είχε φάει ο Aronofsky την πρώτη φορά που το έδειξε στη Βενετία, με το The Fountain. Και με την φαντασία μου έκανα το λάθος κι έβαλα νοερά στην θέση του τον Peter Jackson και τα Παραδεισένια Οστά του. Θα τον είχαν πάρει με τις λεμονόκουπες...




Στις αίθουσες 11 Μαρτίου 2010 από την UIP



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική