Ο Αρθουρ και η Εκδίκηση του Μαλταζάρ
του Luc Besson. Με τους Freddie Highmore, Mia Farrow και τις φωνές των Snoop Dog, Jimmy Fallon, Lou Reed
Χαράμι η σκηνοθετάρα...
του zerVo
Ο μικρός Άρθουρ, λίγο πριν το πέρας το καλοκαιρινών του διακοπών, θα λάβει σήμα κινδύνου από τους μικροσκοπικούς Μινιμόι και την αγαπημένη του πριγκίπισσα Σελένια. Παρακούοντας τους γονείς και ρισκάροντας ακόμη και με την ίδια του την ζωή, θα επιστρέψει στον μικρόκοσμο της αυλής του εξοχικού του, για να βοηθήσει τους αγαπημένους του φίλους. Δεν ξέρω γιατί το κάνει αυτό ο Besson. Στην δική μου εκτίμηση, ο Γάλλος, βρίσκεται πολύ ψηλά, είτε σαν σκηνοθέτης, είτε σαν παραγωγός, την στιγμή που άπαντες τον έχουν κατονομάσει, σαν τον μοναδικό που μπορεί να μιξάρει τα ευρωπαϊκά με τα χολιγουντιανά πρότυπα. Στοιχείο που το σινεμά της Γηραιάς χρειάζεται οπωσδήποτε, προκειμένου να επιδείξει σε ένα ελάχιστο ποσοστό και ένα διαφορετικό πρόσωπο από το μονόπλευρο δραματικό. Κι όμως ο άνθρωπος που έφτιαξε το Απέραντο Γαλάζιο και τον Leon, αφού ξεπέρασε την διαχειριστική του μανία με τις δέκα ταινίες που αρχικά είχε δηλώσει πως θα φτιάξει στην καριέρα του, δεν δείχνει διάθεση να ασχοληθεί πια με την μυθοπλασία, αλλά προτιμά να σκορπά την έμπνευση του στο animation. Σαφώς και το κινούμενο σχέδιο είναι ο κινηματογράφος του μέλλοντος, το αποδεικνύουν άλλωστε οι περισσότερες των τριάντα ταινιών στην ετήσια διανομή. Αλλά εφόσον ο Besson επιθυμεί να στηρίξει το σκίτσο, ας το κάνει σε παραλληλία με ένα ακόμη πρότζεκτ, όπως έπραξε προ τριετίας με την Angel-A. Ή ας σταθεί ως παραγωγός στο πλάι ενός ικανού κομίστα, που τον έχει ανάγκη. Εδώ η ικανότητα του πάει στράφι. Χαράμι...
Για πες: Ως η ευρωπαϊκή απάντηση στον καταιγισμό των computer animations, ο Άρθουρ και η Εκδίκηση του Μαλταζάρ τα πηγαίνει πάντως μια χαρά. Άλλωστε όποιος είχε έρθει σε επαφή με το πρώτο τεύχος των περιπετειών των Μινιμόι, δεν μπορεί να μην έμεινε ικανοποιημένος, τουλάχιστον στο τεχνικό τομέα. Η ιστορία μέχρι να μεταφερθεί στον κόσμο των μικρούλικων πλασμάτων, είναι - εκτός από χρονοβόρα για σίκουελ - υπέρμετρα παιδική, με τον πιτσιρικά να ψάχνει εναγωνίως τρόπο να ξεφύγει από τις προσταγές του μπαμπά και με την αρωγή του παππού και των ιθαγενών που του έχουν διδάξει αυτοέλεγχο, να ταξιδέψει προς την πολύχρωμη Minimoiland. Από αυτό το σημείο και μετά το στυλ αλλάζει σε σημαντικό βαθμό, μιας και τόσο η εισαγωγή θυμίζει μεγαλίστικο κλαμπ που μπορούν να συμβούν τα πάντα, αλλά και η εξέλιξη δεν είναι δα και η πιο κατάλληλη για μικρό παιδάκι, που θεωρητικά αποτελεί τον βασικό στόχο του σεναρίου. Παρόλα αυτά ο σχεδιασμός των χαρακτήρων αν και ιδιόμορφος είναι ικανοποιητικός με τον Grand Luc να δίνει σημασία περισσότερο στην λεπτομέρεια του σκηνικού, από τα επιλέξει την εύκολη λύση του μονόχρωμου φόντου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με το κοινό να δείχνει ήδη χορτασμένο από τις πάμπολλες ομοειδείς παραγωγές που κυκλοφόρησαν από την έναρξη της περιόδου, η δεύτερη ιστορία του Άρθουρ, εκτιμώ θα περάσει απαρατήρητη στην χώρα μας όπως και η πρώτη. Μακάρι να συμβεί το ίδιο και παγκόσμια, μήπως και ο σκηνοθέτης του έργου, αποφασίσει να επιστρέψει δημιουργικά εκεί που ανήκει πραγματικά...
Για πες: Ως η ευρωπαϊκή απάντηση στον καταιγισμό των computer animations, ο Άρθουρ και η Εκδίκηση του Μαλταζάρ τα πηγαίνει πάντως μια χαρά. Άλλωστε όποιος είχε έρθει σε επαφή με το πρώτο τεύχος των περιπετειών των Μινιμόι, δεν μπορεί να μην έμεινε ικανοποιημένος, τουλάχιστον στο τεχνικό τομέα. Η ιστορία μέχρι να μεταφερθεί στον κόσμο των μικρούλικων πλασμάτων, είναι - εκτός από χρονοβόρα για σίκουελ - υπέρμετρα παιδική, με τον πιτσιρικά να ψάχνει εναγωνίως τρόπο να ξεφύγει από τις προσταγές του μπαμπά και με την αρωγή του παππού και των ιθαγενών που του έχουν διδάξει αυτοέλεγχο, να ταξιδέψει προς την πολύχρωμη Minimoiland. Από αυτό το σημείο και μετά το στυλ αλλάζει σε σημαντικό βαθμό, μιας και τόσο η εισαγωγή θυμίζει μεγαλίστικο κλαμπ που μπορούν να συμβούν τα πάντα, αλλά και η εξέλιξη δεν είναι δα και η πιο κατάλληλη για μικρό παιδάκι, που θεωρητικά αποτελεί τον βασικό στόχο του σεναρίου. Παρόλα αυτά ο σχεδιασμός των χαρακτήρων αν και ιδιόμορφος είναι ικανοποιητικός με τον Grand Luc να δίνει σημασία περισσότερο στην λεπτομέρεια του σκηνικού, από τα επιλέξει την εύκολη λύση του μονόχρωμου φόντου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με το κοινό να δείχνει ήδη χορτασμένο από τις πάμπολλες ομοειδείς παραγωγές που κυκλοφόρησαν από την έναρξη της περιόδου, η δεύτερη ιστορία του Άρθουρ, εκτιμώ θα περάσει απαρατήρητη στην χώρα μας όπως και η πρώτη. Μακάρι να συμβεί το ίδιο και παγκόσμια, μήπως και ο σκηνοθέτης του έργου, αποφασίσει να επιστρέψει δημιουργικά εκεί που ανήκει πραγματικά...
Στις αίθουσες 3 Δεκεμβρίου από την Audiovisual
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική