του Michael Haneke. Με τους Burghart Klaussner, Ulrich Tukur, Susanne Lothar
Πολίτες από σπίτι
του zerVo
Ποια είναι εντέλει η ρίζα του κακού και τα μέλη μιας κοινωνίας λοξοδρομούν από τον σωστό δρόμο, επιλέγοντας πολλές φορές την βία σαν μέσο έκφρασης, παρά τον πολιτισμένο και ευγενικό διάλογο? Εύκολα απαντάς η οικογένεια και ξενοιάζεις. Είναι λίγα όμως τα παραδείγματα, που από μια καλή και ενάρετη φαμίλια, μπορεί να προκύψει το μεγαλύτερο αγκάθι? Και βέβαια όχι, περιστατικό που κάνει πιο περίπλοκη την αναζήτηση των αιτιών της επιλογής του στραβού δρόμου. Πες μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι, λέει το σοφό γνωμικό και αν συνδυάσεις την φιλική - αρνητική - παραίνεση με την κακή παιδεία από το σπίτι, τότε το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι τραγικό. Όσο για το σχολειό που κάποτε, στα πολύ παλιά χρόνια, λειτουργούσε σαν ο βασικός παράγοντας οικοδόμησης ενός ισχυρού χαρακτήρα, έχει εδώ και καιρό χάσει την αξία του, παρακολουθώντας τις εξελίξεις σαν θεατής ανήμπορος να αντιδράσει. Μιας τέτοιας μορφής σαθρή κοινωνία, βρίσκεται στο επίκεντρο του The White Ribbon, που οδήγησε την παγκόσμια αναγνωρισιμότητα του δημιουργού του, στα πιο υψηλά επίπεδα της καριέρας του.
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, σε ένα φτωχό κι απομονωμένο γερμανικό χωριό, κάποια τραγικά φαινόμενα κάνουν την εμφάνιση τους, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και κανείς από τους χαμηλής μόρφωσης χωριανούς, δεν δείχνει διατεθειμένος να τα εξηγήσει. Η εξιστόρηση των συμβάντων επιχειρείται από τον Haneke με τρόπο αφηγηματικό, έχοντας σαν εκφωνητή τους, τον μοναδικό λογικά σκεπτόμενο από τους κατοίκους της τόσο μικρής κοινωνίας, τον δάσκαλο, που πολλά χρόνια μετά - όπως αποκαλύπτει η γέρικη φωνή του - τα θυμάται σαν να συνέβησαν μόλις χθες. Κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, οι φιγούρες που πάντοτε σε έναν τέτοιο μικρόκοσμο, έχουν πάγια και διαχρονική θέση. Όπως ο πλούσιος άρχοντας της περιοχής, που έχει στην δούλεψη του το σύνολο σχεδόν των φτωχών αγροτών, λειτουργώντας πάμπολλες φορές εκμεταλλευτικά στο πρόσωπο τους. Πολλοί είναι εκείνοι που τον μισούν, ανάμεσα τους και η κοντέσα σύζυγος, που νιώθει ακραία περιθωριοποιημένη, από την πλεονεξία του για τον πλούτο. Όπως ο πανίσχυρος ελέω Θεού ιερέας, που έχει μετατρέψει το σπίτι του σε άντρο Ιεράς Εξέτασης, με τα τέκνα του να αδυνατούν να αντισταθούν στην διαρκή απειλή της τιμωρίας. Όπως ο διπρόσωπος γιατρός, που μετά τον μυστηριώδη θάνατο της γυναίκας του, έχει αφοσιωθεί στα φοβισμένα παιδιά του, ενώ συζεί με την βοηθό του, που βιάζει διαρκώς και καθημερινά, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Όπως ο πάμφτωχος πολύτεκνος εργάτης, που θα μείνει αναπάντεχα χήρος, μα η δύναμη του είναι τόσο περιορισμένη, που δεν έχει καν το σθένος να αναζητήσει τα αίτια του θανάτου της γυναίκας του.
Η μελέτη των χαρακτήρων της Λευκής Κορδέλας, γίνεται με ένα ιδιότυπο πινγκ πονγκ, που έχει από την μια μεριά του τραπεζιού την αυταρχική δράση των χωρικών και από την άλλη, μια παιδική φιγούρα που πάντοτε βρίσκεται κοντά του και ρουφά σαν σφουγγάρι τις συμπεριφορές αυτές. Κανένα από τα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στην διάρκεια του φιλμ δεν εξιχνιάζεται, αν και ο θύτης μιλάει από μακριά. Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός του Haneke, αλλά να δείξει πως όταν σπέρνεις άνεμους στην νεολαία, που λειτουργεί με μιμιτικό τρόπο, τότε θα πάρεις πίσω θύελλες και καταιγίδες. Ο μόνος που διαθέτει το πνεύμα να δει τι συμβαίνει πίσω από τις σφαλισμένες κουρτίνες κάθε καλύβας, ο συνεσταλμένος δασκαλάκος, είναι και αυτός που διαθέτει την αγνή καρδιά και που στο φινάλε, θα τεθεί στο περιθώριο από την γενική φασιστική αντίληψη. Μια αντίληψη που είναι γνωστό τοις πάσι, που οδήγησε την συγκεκριμένη χώρα, μέχρι τα μέσα τους περασμένου αιώνα.
Για πες: Στόχος όμως του Γερμανού δημιουργού δεν είναι να εξηγήσει στον υπόλοιπο κόσμο τους λόγους που οδήγησαν την πατρίδα του στο εθνικιστικό υπέρ το δέον βίαιο παραλήρημα, αλλά να κάνει το ζήτημα πιο διαχρονικό, σημερινό. Δύναμη του η εικόνα, τα ασπρόμαυρα πλάνα που αναμιγνύουν σπαρτά με χιόνι κι αίμα με βροχή, που δεν χρησιμοποιούν το καρβουνί ύφος τους για να αναπαραστήσουν άρτια τη μουντάδα της εποχής, αλλά για να αναδείξουν την μελαγχολία του μέλλοντος που ξημερώνει. Με τον Haneke δεν συμφώνησα ιδιαίτερα στο ξέσπασμα του Funny Games (και ακόμη περισσότερο με το ανούσιο ριμέικ του) εδώ όμως είμαι υποχρεωμένος να υποκλιθώ, μπροστά στο πρώτο γνήσιο αριστούργημα της κινηματογραφικής σεζόν, που σε όσα τόσο κυνικά περιγράφει αποδεικνύεται ρεαλιστικότερο της αλήθειας. Και δεν είμαι ο μόνος, μιας και οπουδήποτε και αν προβλήθηκε το The White Ribbon κυριολεκτικά θριάμβευσε!
Λίγο πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, σε ένα φτωχό κι απομονωμένο γερμανικό χωριό, κάποια τραγικά φαινόμενα κάνουν την εμφάνιση τους, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και κανείς από τους χαμηλής μόρφωσης χωριανούς, δεν δείχνει διατεθειμένος να τα εξηγήσει. Η εξιστόρηση των συμβάντων επιχειρείται από τον Haneke με τρόπο αφηγηματικό, έχοντας σαν εκφωνητή τους, τον μοναδικό λογικά σκεπτόμενο από τους κατοίκους της τόσο μικρής κοινωνίας, τον δάσκαλο, που πολλά χρόνια μετά - όπως αποκαλύπτει η γέρικη φωνή του - τα θυμάται σαν να συνέβησαν μόλις χθες. Κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, οι φιγούρες που πάντοτε σε έναν τέτοιο μικρόκοσμο, έχουν πάγια και διαχρονική θέση. Όπως ο πλούσιος άρχοντας της περιοχής, που έχει στην δούλεψη του το σύνολο σχεδόν των φτωχών αγροτών, λειτουργώντας πάμπολλες φορές εκμεταλλευτικά στο πρόσωπο τους. Πολλοί είναι εκείνοι που τον μισούν, ανάμεσα τους και η κοντέσα σύζυγος, που νιώθει ακραία περιθωριοποιημένη, από την πλεονεξία του για τον πλούτο. Όπως ο πανίσχυρος ελέω Θεού ιερέας, που έχει μετατρέψει το σπίτι του σε άντρο Ιεράς Εξέτασης, με τα τέκνα του να αδυνατούν να αντισταθούν στην διαρκή απειλή της τιμωρίας. Όπως ο διπρόσωπος γιατρός, που μετά τον μυστηριώδη θάνατο της γυναίκας του, έχει αφοσιωθεί στα φοβισμένα παιδιά του, ενώ συζεί με την βοηθό του, που βιάζει διαρκώς και καθημερινά, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Όπως ο πάμφτωχος πολύτεκνος εργάτης, που θα μείνει αναπάντεχα χήρος, μα η δύναμη του είναι τόσο περιορισμένη, που δεν έχει καν το σθένος να αναζητήσει τα αίτια του θανάτου της γυναίκας του.
Η μελέτη των χαρακτήρων της Λευκής Κορδέλας, γίνεται με ένα ιδιότυπο πινγκ πονγκ, που έχει από την μια μεριά του τραπεζιού την αυταρχική δράση των χωρικών και από την άλλη, μια παιδική φιγούρα που πάντοτε βρίσκεται κοντά του και ρουφά σαν σφουγγάρι τις συμπεριφορές αυτές. Κανένα από τα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στην διάρκεια του φιλμ δεν εξιχνιάζεται, αν και ο θύτης μιλάει από μακριά. Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός του Haneke, αλλά να δείξει πως όταν σπέρνεις άνεμους στην νεολαία, που λειτουργεί με μιμιτικό τρόπο, τότε θα πάρεις πίσω θύελλες και καταιγίδες. Ο μόνος που διαθέτει το πνεύμα να δει τι συμβαίνει πίσω από τις σφαλισμένες κουρτίνες κάθε καλύβας, ο συνεσταλμένος δασκαλάκος, είναι και αυτός που διαθέτει την αγνή καρδιά και που στο φινάλε, θα τεθεί στο περιθώριο από την γενική φασιστική αντίληψη. Μια αντίληψη που είναι γνωστό τοις πάσι, που οδήγησε την συγκεκριμένη χώρα, μέχρι τα μέσα τους περασμένου αιώνα.
Για πες: Στόχος όμως του Γερμανού δημιουργού δεν είναι να εξηγήσει στον υπόλοιπο κόσμο τους λόγους που οδήγησαν την πατρίδα του στο εθνικιστικό υπέρ το δέον βίαιο παραλήρημα, αλλά να κάνει το ζήτημα πιο διαχρονικό, σημερινό. Δύναμη του η εικόνα, τα ασπρόμαυρα πλάνα που αναμιγνύουν σπαρτά με χιόνι κι αίμα με βροχή, που δεν χρησιμοποιούν το καρβουνί ύφος τους για να αναπαραστήσουν άρτια τη μουντάδα της εποχής, αλλά για να αναδείξουν την μελαγχολία του μέλλοντος που ξημερώνει. Με τον Haneke δεν συμφώνησα ιδιαίτερα στο ξέσπασμα του Funny Games (και ακόμη περισσότερο με το ανούσιο ριμέικ του) εδώ όμως είμαι υποχρεωμένος να υποκλιθώ, μπροστά στο πρώτο γνήσιο αριστούργημα της κινηματογραφικής σεζόν, που σε όσα τόσο κυνικά περιγράφει αποδεικνύεται ρεαλιστικότερο της αλήθειας. Και δεν είμαι ο μόνος, μιας και οπουδήποτε και αν προβλήθηκε το The White Ribbon κυριολεκτικά θριάμβευσε!
Στις αίθουσες 29 Οκτωβρίου από την Rosebud
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική