του Tomas Alfredson. Παίζουν Kåre Hedebrant, Lina Leandersson και η παγωμένη Στοκχόλμη.
Yin Yan
του zerVo
Υπάρχει πιο παράξενη φυλή από τους Σκανδιναβούς? Είναι οι μόνοι πιο οργανωτικοί από τους Γερμανούς. Είναι οι μόνοι πιο εργατικοί από τους Γιαπωνέζους. Είναι οι μοναδικοί που ξεπερνούν σε πείσμα τους Βρετανούς, ενώ η ψυχραιμία τους στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων είναι παροιμιώδης. Την ίδια ώρα όμως, είναι και μακράν οι πρώτοι στις λίστες με τα νούμερα των αυτοκτονιών, γεγονός που αναδεικνύει μια έντονη εσωτερική ανησυχία που πολλές φορές τους οδηγεί στο σκοτεινό αδιέξοδο. Είναι εντέλει προβληματικοί ή είναι ρεαλιστές? Ή μήπως αφήνουν για όλους τους υπόλοιπους σαν και του λόγου μας την ευχαρίστηση της αδιαφορίας, της ανευθυνότητας, της ανεμελιάς, του φραπέ στο Κολωνάκι και του κώλου της Μακρυπούλια...
Για τον Σκανδιναβό, το Καλό και το Ενάρετο, έχει την μορφή ενός δωδεκάχρονου αγοριού, με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Μελαγχολικού συνήθως, που δεν μεγαλώνει στο καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον, που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη έφεση στα μαθήματα και τα σπορ και που ζορίζεται αρκετά στις σχέσεις με τους συμμαθητές του, που διαρκώς τον λοιδορούν. Κι όμως, ενώ η σκέψη της εκδίκησης προς τα πειραχτήρια του σχολείου, στριφογυρνά διαρκώς στο άμαθο μυαλό του, δεν το τολμά, όχι τόσο γιατί φοβάται, αλλά γιατί μέσα του κρίνει την πράξη αυτή ανάρμοστη. Αποφεύγει την οποιαδήποτε έκρηξη και υπομένει τα δεινά, ακόμη και όταν η κατάσταση φτάνει στα άκρα... Το Καλό το λένε Όσκαρ, είναι λιγομίλητο και όχι συντροφικό...
Για τον Σκανδιναβό, το Κακό και το Διαβολικό, έχει την όψη ενός άσχημου κοριτσιού, με κατσαρά τζίβα μαλλιά και κόκκινα επιθετικά μάτια, με βρωμερά ρούχα και νύχια, που ενώ ηλικιακά δείχνει λίγο πάνω από τα δέκα, το μυαλό του είναι τόσο προχωρημένο σαν να έχει μέσα του εμπειρίες ενός ολόκληρου αιώνα. Όπως τα βαμπίρ, που μοιάζουν διαρκώς νέα στην όψη, μα έχουν ψυχή γεροντική! Το Κακό έχει την τάση να κρύβεται, αλλά και να εκδηλώνει αραιά και που την επιθετικότητα του. Όχι τόσο γιατί το θέλει αλλά επειδή είναι η εσωτερική του ανάγκη επιβίωσης. Όπως έχει και την τάση εκδήλωσης των συναισθημάτων του, γι αυτό και είναι συντροφικότερο του Καλού. Είναι όμως και φοβισμένο, μήπως εκείνο δεν του ανοίξει την αόρατη πόρτα της καρδιάς. Το Κακό έχει όνομα και το λένε Έλι και το χωρίζει από το Καλό μόνο μια μεσοτοιχία, ένα τίποτα δηλαδή.
Όπως συμβαίνει στο σημάδι του yin και yan. Η γραμμές διαχωρισμού είναι σαφείς αλλά στην ουσία ανύπαρκτες. Και που αν επιχειρήσεις να το περιστρέψεις θα διακρίνεις το μαύρο να ανοίγει και το λευκό να σκουραίνει. Σαν να αφήνει το ένα το άλλο να μπει μέσα του ψαλιδίζοντας τις αποστάσεις της αρετής και της κακίας... Και τότε είναι που δεν διακρίνεις ποιος είναι ο yin και ποιος ο yan. Και τότε είναι που το αγόρι εξοργίζεται και το κορίτσι δακρύζει. Και τότε είναι που τα δύο γίνονται ένα αφήνοντας την απορία για το ποιο είναι το κυρίαρχο! Μα κανένα. Συνυπήρχαν, συνυπάρχουν και θα συνυπάρχουν αιώνια, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έστω κι έτσι θα βρουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας σαν του Μορς, για να μοιραστούν την εμπειρία της σκληρής ζωής και την αφέλεια της αθωότητας. Φιλί θα στείλει το ένα. Φιλί θα στείλει και το άλλο...
Για πες: Κινηματογραφικά, ο Σκανδιναβός είναι ο μοναδικός που την τελευταία εικοσαετία έχει κάνει έστω και μισό βήμα προόδου προς τα εμπρός, όντας εκείνος που έχει ορίσει μια νέα φιλμική τεχνική. Με κληρονομιά το βαρύ παρελθόν, με όπλα τον μελαγχολικό ψυχισμό και τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και με εφόδια την ατέρμονη αλληγορία και μεταφορά, ένα πράγμα ζητά από τον θεατή: Να ανοίξει το μυαλό του για να αφήσει να μπουν οι εικόνες μέσα του. Πλάνα γεμάτα λυρισμό και ποίηση, πλάνα εκπληκτικής σύλληψης και δημιουργικής μαεστρίας, πλάνα διαχρονικά, δυναμικά, αιματοκυλισμένα σαν την καθημερινότητα, πλάνα που δεν ξεχνιούνται εύκολα μετά την πρώτη ανάγνωση. Το αν ο σκηνοθέτης λέγεται Alfredson ή αν η ταινία του είναι τρόμου, horror ή βαμπίρ, ελάχιστη σημασία έχει. Το ότι κοκαλώνεις στην καρέκλα, σαν να είσαι μόνο με ένα φανελάκι πάνω στο παγκάκι της χιονισμένης σουηδικής πρωτεύουσας, είναι μάλλον το σημαντικότερο...
Για τον Σκανδιναβό, το Καλό και το Ενάρετο, έχει την μορφή ενός δωδεκάχρονου αγοριού, με κατάξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Μελαγχολικού συνήθως, που δεν μεγαλώνει στο καλύτερο οικογενειακό περιβάλλον, που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη έφεση στα μαθήματα και τα σπορ και που ζορίζεται αρκετά στις σχέσεις με τους συμμαθητές του, που διαρκώς τον λοιδορούν. Κι όμως, ενώ η σκέψη της εκδίκησης προς τα πειραχτήρια του σχολείου, στριφογυρνά διαρκώς στο άμαθο μυαλό του, δεν το τολμά, όχι τόσο γιατί φοβάται, αλλά γιατί μέσα του κρίνει την πράξη αυτή ανάρμοστη. Αποφεύγει την οποιαδήποτε έκρηξη και υπομένει τα δεινά, ακόμη και όταν η κατάσταση φτάνει στα άκρα... Το Καλό το λένε Όσκαρ, είναι λιγομίλητο και όχι συντροφικό...
Για τον Σκανδιναβό, το Κακό και το Διαβολικό, έχει την όψη ενός άσχημου κοριτσιού, με κατσαρά τζίβα μαλλιά και κόκκινα επιθετικά μάτια, με βρωμερά ρούχα και νύχια, που ενώ ηλικιακά δείχνει λίγο πάνω από τα δέκα, το μυαλό του είναι τόσο προχωρημένο σαν να έχει μέσα του εμπειρίες ενός ολόκληρου αιώνα. Όπως τα βαμπίρ, που μοιάζουν διαρκώς νέα στην όψη, μα έχουν ψυχή γεροντική! Το Κακό έχει την τάση να κρύβεται, αλλά και να εκδηλώνει αραιά και που την επιθετικότητα του. Όχι τόσο γιατί το θέλει αλλά επειδή είναι η εσωτερική του ανάγκη επιβίωσης. Όπως έχει και την τάση εκδήλωσης των συναισθημάτων του, γι αυτό και είναι συντροφικότερο του Καλού. Είναι όμως και φοβισμένο, μήπως εκείνο δεν του ανοίξει την αόρατη πόρτα της καρδιάς. Το Κακό έχει όνομα και το λένε Έλι και το χωρίζει από το Καλό μόνο μια μεσοτοιχία, ένα τίποτα δηλαδή.
Όπως συμβαίνει στο σημάδι του yin και yan. Η γραμμές διαχωρισμού είναι σαφείς αλλά στην ουσία ανύπαρκτες. Και που αν επιχειρήσεις να το περιστρέψεις θα διακρίνεις το μαύρο να ανοίγει και το λευκό να σκουραίνει. Σαν να αφήνει το ένα το άλλο να μπει μέσα του ψαλιδίζοντας τις αποστάσεις της αρετής και της κακίας... Και τότε είναι που δεν διακρίνεις ποιος είναι ο yin και ποιος ο yan. Και τότε είναι που το αγόρι εξοργίζεται και το κορίτσι δακρύζει. Και τότε είναι που τα δύο γίνονται ένα αφήνοντας την απορία για το ποιο είναι το κυρίαρχο! Μα κανένα. Συνυπήρχαν, συνυπάρχουν και θα συνυπάρχουν αιώνια, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έστω κι έτσι θα βρουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας σαν του Μορς, για να μοιραστούν την εμπειρία της σκληρής ζωής και την αφέλεια της αθωότητας. Φιλί θα στείλει το ένα. Φιλί θα στείλει και το άλλο...
Για πες: Κινηματογραφικά, ο Σκανδιναβός είναι ο μοναδικός που την τελευταία εικοσαετία έχει κάνει έστω και μισό βήμα προόδου προς τα εμπρός, όντας εκείνος που έχει ορίσει μια νέα φιλμική τεχνική. Με κληρονομιά το βαρύ παρελθόν, με όπλα τον μελαγχολικό ψυχισμό και τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και με εφόδια την ατέρμονη αλληγορία και μεταφορά, ένα πράγμα ζητά από τον θεατή: Να ανοίξει το μυαλό του για να αφήσει να μπουν οι εικόνες μέσα του. Πλάνα γεμάτα λυρισμό και ποίηση, πλάνα εκπληκτικής σύλληψης και δημιουργικής μαεστρίας, πλάνα διαχρονικά, δυναμικά, αιματοκυλισμένα σαν την καθημερινότητα, πλάνα που δεν ξεχνιούνται εύκολα μετά την πρώτη ανάγνωση. Το αν ο σκηνοθέτης λέγεται Alfredson ή αν η ταινία του είναι τρόμου, horror ή βαμπίρ, ελάχιστη σημασία έχει. Το ότι κοκαλώνεις στην καρέκλα, σαν να είσαι μόνο με ένα φανελάκι πάνω στο παγκάκι της χιονισμένης σουηδικής πρωτεύουσας, είναι μάλλον το σημαντικότερο...
Στις αίθουσες 19 Μαρτίου 2009 από την Seven
2 σχόλια:
θα σου παγώσει το αίμα
θα σου ζεστάνει την καρδιά
κι έπειτα μπορεί και να σου τη φάει
η καλύτερη ταινία τρόμου της χρονιάς
η καλύτερη ερωτική ταινία της χρονιάς
η καλύτερη δραματική ταινία της χρονίας
και αν δεν είναι όλα τα παραπάνω τι ακριβός να είναι?. Δεν είναι καθόλου εύκολο να την κατατάξεις σ ένα από τα γνωστά κινηματογραφικά καλούπια . για μένα η ταινία αποτελεί από μόνη της μια ολόκληρη κατηγορία
ξεχάστε τα ότι ξενέρωτο έχετε δει μέχρι σήμερα για τα βαμπίρ
ξεχάστε επίσης ότι ξέρατε για τα βαμπίρ
και σου το Ξαναλέω.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙ
Μη την χάσετε
Ποτακίδης Κώστας
Εγώ λέω ότι βαμπίρ είναι η ίδια η εφηβεία. Αυτή που θάβει τα πτώματά της όπως-όπως, κάτω από το παγωμένο χιόνι της ντροπής. Φυσικά η ταινία θα μπορούσε να είναι του Moodysson. Και τα 10 τελευταία δευτερόλεπτα ολόκληρο το μεδούλι της - στα μέτρα του μοναχικού λυρισμού που θα ήθελε τόσο πολύ να μοιάσει το μετεφηβικό Velvet Goldmine. Με το μπαρδόν για το ξέσπασμα-χωρίς-αιτία, μόλις πήρα την πρώτη ανασεμιά από τη θέαση που με έσπρωξε αναπάντεχα να ξαναβαμπιρίσω το πληκτρολόγιο μετά από 20 μήνες δημιουργικής απραξίας.
thankyouzervo,
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική