Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (Ballad For A Pierced Heart) PosterΗ Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

του Γιάννη Οικονομίδη. Με τους Βασίλη Μπισμπίκη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννη Τσορτέκη, Στάθη Σταμουλακάτο, Βαγγέλη Μουρίκη, Γιώργο Γιαννόπουλο, Λένα Κιτσοπούλου.


Μάγκες με μπρατσάκια και κουπιά...
του zerVo (@moviesltd)

Μπαμ μπαμ στο ζουμί. Ερχόμενος σε επαφή με αμέτρητο κόσμο καθημερινά, εδώ και καιρό επιχείρησα το προσωπικό μου πολλ, με αφορμή την έξοδο της Μπαλάντας στα (προς το παρόν, ανεξήγητα, στο ένα και μοναδικό) σινεμά. Και ως δείγμα, εξεπίτηδες, διάλεξα κόσμο που δεν ορίζεται ως ο φανατισμένος σινεφιλικός, εκείνος δηλαδή που έχει μάθει απόξω και ανακατωτά (όλες) τις στιχομυθίες του Σπιρτόκουτου. Ερώτημα διαπίστωσης: "Βγαίνει η καινούργια ταινία του Οικονομίδη, ε?" Σχεδόν σίγουρος ήμουν για την απορημένη έκφραση των, συντριπτικά, περισσότερων, που, οκ, σινεμά τρέχουν μια φορά τον χρόνο και ούτε, σε τίποτα Μάρβελ κι έτσι. Συνεπώς άμεση αλλαγή πλεύσης...

"Βγαίνει η καινούργια ταινία Εκεινού με το Πως τους γάμησες έτσι ρε Καραμάνη!" Ωωωωπ! Ανατροπή ολοκληρωτικά στάσης. "Έλα ρε, πωωω, γαμάτος ο τύπος, θα πάω να το δω, πως λέγεται ο τίτλος, θα γεμίσει πάλι το γιουτούμπ με βιντεάκια." Καμία έκπληξη δεν μου έκαμε, το συνολικό αποτέλεσμα της δημοσκόπησης μου, υπολογίζοντας την τάση του κοινού, προς το μέινστριμ. Ο Γιάννης άλλωστε, στο μεσοδιάστημα από τον Στράτο ίσαμε την Μπαλάντα, υπερπολλαπλασίασε χάρη στην δυναμική της παγκόσμιας πλατφόρμας βιντεακίων, το πλήθος των θαυμαστών του. Φυσικά και αυτό είναι καλό, πολύ καλό, για την εγχώρια παραγωγή, που ο ίδιος έχει τιμήσει και με το παραπάνω. Και το αποτέλεσμα προβλέπω θα είναι ιδιαίτερα ανταποδοτικό στα ταμεία που θα σαρωθούν. Όπως και τα διασκεδαστικά, φωνακλάδικα και σε διαρκή λούπα μπινελικώματος ολιγόλεπτα κλιπς θα φορτωθούν ακόμη πιότερο στο ιντερνέτι. Με αυτό το (σπαρταριστό για πολλούς, για εμένα όχι και τόσο) τρικ όμως, μόνο, δεν πάμε παρακάτω. Μένουμε σημειωτόν. Για να μην πω υποχωρούμε. Έτσι δεν είναι?

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (Ballad For A Pierced Heart) Quad Poster
Βαριεστημένη από την κενή σχέση της, με τον διαπρεπή, εύπορο και ονομαστό βιομήχανο της Φθιώτιδας, Ηρακλή Σκυλογιάννη, η όμορφη Όλγα, θα τον εγκαταλείψει στα κρύα του λουτρού, για τα στιβαρά μπράτσα του Μάνου, πρώην ταλαντούχου τραγουδιστή και ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου της περιοχής. Το παράνομο ζευγάρι, επιθυμώντας να ζήσει το ερωτικό πάθος του, υπό τον φόβο της εκδίκησης του κοτσαμπάση, θα αποδράσει από την πρωτεύουσα του νομού, κτίζοντας την φωλιά του, σε απόμερο εξοχικό, εκτιμώντας πως είναι ασφαλές, ωσότου κοπάσει ο κουρνιαχτός του σκανδάλου.

Μόνο που το αντρόγυνο στις αποσκευές του, εκτός από τα απολύτως απαραίτητα, κουβαλάει και ένα ολόκληρο εκατομμύριο, που η Όλγα τζούρνεψε από την μυστική κρύπτη στην πολυτελή βίλα του πρώην της. Γεγονός που θα πληγώσει ακόμη πιο πολύ τον κατακερματισμένο ψυχικά Σκυλογιάννη, σε σημείο που να ορκιστεί την παραδειγματική τιμωρία του ex αγαπουλινιού και του φλογερού γκόμενου της.

Σε μια κλειστή, περιοριστική, επαρχιακή πόλη (εδώ η Λαμία, αν και θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε της επικράτειας) τοποθετείται το στόρι του Ballad. Στοιχείο που αυτομάτως δημιουργεί βασικές συνθήκες εξέλιξης του: Όλοι, σχεδόν, γνωρίζονται με όλους, όλοι, σχεδόν, ξέρουν τον απέναντι από την καλή και από την ανάποδη, όλοι, απολύτως, διαθέτουν και από ένα σχόλιο για τον καθένα που τους περιβάλλει. Και φυσικά άπαντες, κρύβουν στην ψυχή τους, μια μικρή ή μεγάλη φιλοδοξία, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα πραγματοποιηθεί. Ο εργοστασιάρχης να αυγατήνει τα φράγκα του, πατώντας ακόμη κι επί πτωμάτων, ο one hit wonder καλλιτέχνης να στήσει μια επιχείρηση της προκοπής, που θα καλύψει τα αβάσταχτα χρέη του, η κοπελιά να βρει εκείνον που θα της γεμίσει την καρδιά, ειδάλλως δεν το έχει σε τίποτα να την κάνει για τα πάτρια εδάφη, στην Αχαία.

Αν μιλούμε για το βασικό τρίγωνο, διότι στα πέριξ αναπτύσσονται παράλληλες μορφές, συγγενικές, φιλικές, εχθρικές, που επίσης ονειρεύονται κάτι καλύτερο για το αύριο. Κοινός παρανομαστής τους, η διέλευση από ένα μονοπάτι, που βαδίζει κάτω από την επιφάνεια, κρυφά από τον ήλιο και οδηγεί σε έναν τόπο παράνομο, ζοφερό, αποκρουστικό διεφθαρμένο, άρρωστο, τρύπιο. Πόσο σπουδαίο λοιπόν θα ήταν, με ήδη κτισμένο εντέχνως το ντεκαντάνς, ματαιόδοξο τριγύρω, να υπήρχε και μια σεναριακή βάση αντάξιας δυναμικής?

Το θεμέλιο είναι απίστευτα απλοϊκό, το έχουμε ματαδεί στο εκράν κοντά στα δυόμισι δισεκατομμύρια φορές και δεν μπορεί από μόνο του να στηρίξει όσα πρόκειται να συμβούν στο εξής. Ακόμη κι αν στο υποκοσμικό φόντο παίζει το πολύ σεβαστό ποσό, του ενός μυρίου, που μπορεί να εξάψει κάπως, τον τετριμμένο σπινθήρα του παρατήματος. Κάπως έτσι, χωρίς σπουδαίες εκπλήξεις, με ιδιαιτέρως χρονοβόρα προσοχή στο κτίσιμο των εύθραυστων χαρακτήρων και του περιθωρίου, τσουλάει το πρώτο ημίχρονο, που διέπεται από αδικαιολόγητες καθυστερήσεις μέχρι να σφυριχθεί η λήξη του. Φυσικά ιστορία ισχυρή μπορεί να μην παίζει, παίζουν όμως εμβόλιμα, ας υποθέσουμε ταιριαστά με το σύνολο, κλιπάκια, με περσόνες περαστικές που ίσως και να μην ξαναφανούν ποτέ στο μέλλον, που θα αποτελέσουν την χαρά των (προαναφερόμενων) youtubers. Φωτιά θα πάρουν τα σπιτικά μοντάζ, άμα την κυκλοφορία σε DVD διεκδικώντας τον τίτλο του καλύτερου Best Οf. Μέσα και ο Θρύλος στο παιχνίδι. Ζημιά τα είκοσι βάλε χρόνια, μεγάλη ε?

Στην επανάληψη το πράγμα κάπως αρχίζει και ζωντανεύει, παίρνει ένα κάποιο σχήμα Στράτου, δίνοντας την εντύπωση πως ένα τσακμάκι θα φέρει την ζητούμενη πυρκαγιά. Εννοείται πως δεν αλλάζει το παραμικρό στο γνώριμο σχήμα του ριπίτ, της βωμολοχίας και του πως τους πετσόκοψες έτσι. Σατυρική η όψη λές, πάνω στο μοτίβο του Οικονομίδη? Ας το δεχτώ, καλή την προαίρεση μου, τον γουστάρω άλλωστε τόσο, που θέλω πολύ η ταινία να είναι ξανά πολύ καλή. Το μπάσιμο στην πλοκή του πιστολιδιού, όμως, είναι άτσαλο και όχι πιστευτό. Στην Λαμία των πενήντα χιλιάδων κατοίκων, οι δύο άσπονδοι αρχιμαφιόζοι που αναλαμβάνουν την αλληλοεκτέλεση του συμβολαίου θανάτου και νυχθημερόν τρωγοπίνουν αντάμα, να μην ξέρουν τις συγγενικές σχέσεις του καθενός, είτε με τον πασίγνωστο Σκυλογιάννη, είτε με τον δημοφιλή wanabe once upon a time Νοτη Σφακιανάκη? Και να δημιουργείται τέτοιο ανακόλουθο κόνφλικτ? Να η Τρύπα!

Είναι το σημείο που ο Οικονομίδης αποφασίζει να μειώσει την ένταση των βασικών ρόλων στα εννέα δέκατα του έργου, για να ανεβάσει μονομιάς μια περιφέρεια που μέχρι τότες έμοιαζε ως κομπαρσική δευτεράντζα, προκειμένου να οδηγηθούμε στο συναισθηματικά φορτισμένο φινάλε, όπου μόνο οι Lovers (δεν) Left Alive. Στο κόλπο εισάγεται από το πουθενά και για ολίγο, η περσόνα του Μουρίκη, πιο πολύ για να εκστομίσει την ατάκα της ταινίας, παρά για να εκφωνήσει το μαρς του μακελειού, που αλυσιδωτά σβήνει το ένα μετά το άλλο τα μηδενικής ηθικής υπόστασης στελέχη του παρακμιακού, ματαιόδοξου παρεακίου.

Το ότι ο γεννημένος στην Κύπρο σκηνοθέτης, ανήκει στην διθέσια κορυφή των πιο χαρισματικών νέων εγχώριων δημιουργών αυτή την στιγμή, είναι κατόρθωμα σκληρής δουλειάς και προσπάθειας ετών. Καλύτερος του στην επεξεργασία του είδους δεν βρίσκεται. Αυτή η περιουσία που ο ίδιος έχει θεμελιώσει για την πάρτη του, δημιουργεί αυτόματα προσδοκίες σε όλους όσους δεν αρκούνται - μόνο - στην κολέξιον των χαριτωμένων, άντε και χαμογελαστικών επαναληπτικών πουστριλικιών.

Το καταπληκτικό στατικό ίματζινγκ μιας περιφέρειας υπό κατάρρευση, αξιών, αρχών, ελπίδων, που τυλίγεται από μια ακόμη πιο ατμοσφαιρική μουσική επένδυση, όπως και η επιδέξια γρήγορη μετακίνηση της κάμερας στις σεκάνς των φονικών, εδώ δεν πηγαίνει αγκαζέ με μια ίντριγκα αντάξιας ροπής και επιτάχυνσης, λέβελ Στράτου ας πούμε. Η συνεργατική υποκριτική κομπανία του Οικονομίδη, επιστρέφει αύτανδρη και σε μεγάλα κέφια, ο σαν βαπτισμένος στο Irreversible Τσορτέκης, ο όχι το ίδιο υπερβολικός με το Ψάρι Γιαννόπουλος, ο ξεχωριστός Ζερβός, ο μαχαιροβγάλτης μπράβος Σταμουλακάτος. Όλοι τους υποκοσμικοί τόσο όσο, όλοι τους δοκιμαστικά, προς χάρην της γλαφυρής στροφής, ευάλωτοι και αναλώσιμοι. Οι καρατεριστικοί - ηλικιωμένοι κατά βάση - ρόλοι, για χάρη του ρεαλισμού αποδίδονται, μάλλον, από ερασιτέχνες ηθοποιούς και αυτό φαίνεται.

Ανισότητα που κάνει πιότερο την εμφάνιση της, στην απόδοση του (για την μεγαλύτερη διάρκεια της, τουλάχιστον κατά ένα 20λεπτο τραβηγμένης, ταινίας) βασικού ντουέτου. Κι αυτό διότι μπορεί ο θηριώδης Βασίλης Μπισμπίκης να είναι αξιοπρεπής, απέναντι του όμως υπάρχει το κορίτσι που πρέπει επιτέλους να σκεφτεί πολύ στα σοβαρά το ενδεχόμενο της διεθνούς καριέρας. Τέτοιο γράψιμο προσώπου στο εκράν μετρημένες ευρωπαίες διαθέτουν σαν την Βίκυ Παπαδοπούλου κι αυτό πρέπει να το εκμεταλλευτεί. Δεν μπορώ να σκεφτώ ποια άλλη (γκρέκα) έχει τα γκατς, να εμφανιστεί στις χίλιες τόσες ίντσες άβαφη, ατημέλητη, μόνο με το βασικό μέικ απ και να ζωγραφίσει με τόση αρμονία πάνω τους.

Και να στηρίξει τον πιο ανθρώπινο και προσγειωμένο χαρακτήρα της σοσιολογικά προβληματισμένης και μελαγχολικής εντέλει (όχι φυσικά στα επίπεδα του κορυφαίου Knifer) Μπαλάντας, του πέμπτου μεγάλου μήκους πονήματος του Γιάννη Οικονομίδη. Που εμένα προσωπικά μου έχει δημιουργήσει πανύψηλα θέλω για την συνέχεια της κινηματογραφικής του γραφής, αναγνωρίζοντας τον ως μοναδικό και ξεχωριστό, χωρίς να χρησιμοποιώ ανούσιες πομπώδεις αντιστοιχίες με Coen, Ritchie και τα συναφή. Είναι σπουδαίο το να γίνεται μπαζ από τις τιγκάτες αίθουσες για ένα παιδί δικό μας, είναι ακόμη πιο σημαντικό, όμως, να μιλά ολάκερος, πέραν του αποκλειστικά και μόνον, αμιγώς σινεφιλικού κόσμου, για εκείνον, με το όνομα του. Όπως του αξίζει και του πρέπει για το έργο του (πιο) συνολικά και (πιο) ολοκληρωμένα. Και όχι να τον απολαμβάνει επιλεκτικά στα εκατομμύρια διαδικτυακά αποσπασματικά και για την πλάκα μας views τύπου Ηλία Ρίχτο, που ούτε ένα στα εκατό δεν γνωρίζει πως το έχει τζιφράρει "κάποιος" Βούλγαρης. Καιρός να πάμε παρακάτω λοιπόν...

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (Ballad For A Pierced Heart) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Μαρτίου 2020 από την Αργοναύτες!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική