του Άγγελου Φραντζή. Με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Ντίνα Μιχαηλίδου, Πυγμαλίων Δαδακαρίδη, Θάνο Τοκάκη, Παύλο Ορκόπουλο, Ευαγγελία Συριοπούλου, Λίλα Μπακλέση, Ευγενία Σαμαρά, Γιάννη Δρακόπουλο, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Αντώνη Λουδάρο, Κρατερό Κατσούλη, Ματθίλδη Μαγγίρα, Χρύσα Ρώπα, Χάρη Μαυρουδή, Λεωνίδα Κακούρη, Κατερίνα Διδασκάλου, Φοίβο Δεληβοριά.
Χωρίς αγάπη και χαρά...
του zerVo (@moviesltd)
Τον Λαμπράκη, τον συγχωρεμένο, του ΔΟΛ, μπορείς να τον ψέξεις για χίλια δυο πράγματα στον τρόπο που χειρίστηκε την ιδιότητα του ως μεγαλοεκδότης, σε σχέση με το πολιτικό σύστημα του τόπου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του μισού αιώνα. Πράγματα γνωστά, δεν είναι της παρούσης να τα αναλύσουμε. Ως μέγας φιλόμουσος όμως, είχε βάλει έναν στόχο μέσα από τα έντυπα του, ιδίως τις εφημερίδες του, να μοιράζει στο κοινό "δώρα", πακέτο με το προϊόν του, που δεν θα ακούγονταν ή θα βλέπονταν μόνο μια φορά και μετά θα πετάγονταν στον κάλαθο.
Μια τέτοια ακριβή, εξαιρετικά ποιοτικής εγγραφής και συλλεκτική περίπτωση, μιας και δεν έχουν εκδοθεί και τίποτα αξιόλογες από την επίσημη δισκογραφία, ήταν ο κύκλος με τους δίσκους κολεξιόν των μεγάλων Ελλήνων στιχουργών, του Γκάτσου, του Παπαδόπουλου, του Ελευθερίου. Επιστρέφοντας από την προβολή της βιογραφικής ταινίας Ευτυχία, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να κατεβάσω την κασετίνα από την δισκοθήκη με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Παπαγιαννοπούλου. Μετά από τόσες ώρες συνεχόμενης ακρόασης, ακόμη και ο πιο αδαής γύρω από το ελληνικό πεντάγραμμο, καταλήγει σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Τι έχει γράψει η γυναίκα!
Μικροπαντρεμένη, με έναν άντρα που ποτέ της δεν αγάπησε και που την έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό φεύγοντας στην ασφάλεια της Αθήνας, η Ευτυχία, θα αφήσει πίσω της την λατρεμένη της γενέτειρα Μικρασία, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες, έχοντας στην αγκαλιά της δυο ανήλικες θυγατέρες. Η εγκατάσταση της στην Ελλάδα, από πολύ νωρίς θα χτυπήσει μέσα της το σήμαντρο της ανατροπής, καθώς γρήγορα θα εγκαταλείψει τον βαρετό και συντηρητικό συμβίο της για να ακολουθήσει την τύχη της στα θεατρικά μπουλούκια που περιδιάβαιναν από άκρου εις άκρο την Ελλάδα.
Πνεύμα ανήσυχο και αχαλίνωτο, θα προτιμήσει να διαμείνει με την μάνα της και το ένα της παιδί, στις φτωχικές συνοικίες της πρωτεύουσας, αντί για τα λαμπερά διαμερίσματα, μαζί με το καλλιτεχνικό σαράκι που την καταέτρωγε αναζητώντας την ιδανική διέξοδο, ένα άλλο μικρόβιο θα εισβάλλει από νωρίς στην ζωής της, ο τζόγος. Ακόμη κι ένα φτηνό μεροκάματο ως περιεφερειακού ρόλου ηθοποιός στον θίασο της Κοτοπούλη, θα εξανεμιστεί μονομιάς στα παράνομα καρέ της τράπουλας, μην αφήνοντας της δεκάρα τσακιστή στην τσέπη για να φροντίσει την φαμίλια της. Η αιφνιδιαστική είσοδος στην ζωή της, του χωροφύλακα, αλλά και πολυδιαβασμένου, Γιώργη Παπαγιαννόπουλου, που θα την λατρέψει σαν θεά ως το δεύτερο στεφάνι της, δεν θα αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνήθειες και τα πάθη, θα της ανοίξει όμως έναν καινούργιο δρόμο έκφρασης, όσο και βιοπορισμού, την συγγραφή στίχων, λαϊκών τραγουδιών.
Που σε ένα εύρος (ας την πούμε, αφού η ίδια προφανώς ποτέ δεν την είδε έτσι) καριέρας τριάντα ετών, ακόμη κι αν το μεγαλύτερο κομμάτι των λέξεων της πουλήθηκε από την ίδια μπιρ παρά, για δυο δεκάρες που θα της άνοιγαν ξανά την πόρτα της μπαρμπουτιέρας, με συνέπεια το όνομα της να μην αναγράφεται καν στους συντελεστές, μιλάμε για δεκάδες σπουδαίων ασμάτων που έχουν καταγραφεί με γράμματα χρυσά στο λίμπρο ντόρο της εγχώριας δισκογραφίας. Λόγια που δόθηκαν προς μελοποίηση στους πιο σημαντικούς μαέστρους της εποχής, από τον Χιώτη και τον Καλδάρα, μέχρι τον Τσιτσάνη και τον ακριβοθώρητο Χατζηδάκι. Αυτός ο τελευταίος είναι της κουλτούρας, συλλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, πριν αποφασίσει χωρίς δισταγμό να ρίξει κάτω από την πόρτα του, σύμφωνα με τον θρύλο, το τσαλακωμένο χαρτί με το Είμαι αητός χωρίς φτερά, κάπου στα 1962.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις φιλμς που βασίζονται στον βίο σημαντικών προσωπικοτήτων των τεχνών του τόπου μας, αν εξαιρέσουμε ίσως τις προσπάθειες του Σμαραγδή, που έχουν αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα στο σινεφίλ κοινό. Και ακόμη περισσότερο δεν υπάρχουν ταινίες που να αφορούν προσωπικότητες, τεράστιες μεν, μα όχι και τόσο ικανές (απούσης της παράδοσης, κάτι για το οποίο είμαστε όλοι φταίχτες) να συγκινήσουν τα πιο ενεργά, νεανικά κοινά, που θα τρέξουν χωρίς σκέψη στην αίθουσα, για να τις παρακολουθήσουν. Μια τέτοια είναι και η αφιερωματική αναφορά στην ζωή της Ευτυχίας, μιας γυναίκας που κυριολεκτικά διαπέρασε με την ύπαρξη της ετούτο τον κόσμο, ακριβώς όπως κέφαρε εκείνη. Και σε περιόδους μάλιστα που το δόγμα του καθωσπρεπισμού για το ωραίο, μα και υποβαθμισμένο τότες, φύλο, ίσχυε κατά απόλυτο βαθμό!
Η Ευτυχία, κουβαλώντας πάνω της την βούρλα από το Αιδίνι, ποτέ της δεν μπήκε σε κάποιο καλούπι, ούτε ακολούθησε ποτέ τις κοινωνικές νόρμες. Μια ζωντοχήρα, με δυο κουτσούβελα, εκκεντρική και νυχτόβια, δασκάλα κατ επάγγελμα, χαρτοπαίκτρα στην ουσία, με έμπιστο κολλητό στο πλευρό της έναν κραγμένο από όλο τον Βοτανικό γκέι, που μπροστά στην θωριά της ουδείς όμως τον παρενοχλούσε, απροσάρμοστη και εγωκεντρική, που εντελώς αναπάντεχα θα αποφασίσει συμβιώσει με έναν άνθρωπο που το επάγγελμα του - μπάτσος - ούτε καν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση της. Με την στάση της δηλαδή, εκπλήσσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό...
Τις πιο σημαντικές πινελιές της διαδρομής της Παπαγιαννοπούλου, μάζεψε σε σενάριο η Κατερίνα Μπέη, ο ξεριζωμός, δηλαδή, ο χωρισμός, η νέα παντρειά, ο εθισμός στο πόκερ, οι πολλοί θάνατοι στο κοντινό της περιβάλλον. Απώλειες που αποτέλεσαν τον βατήρα να συγγράψει τα πιο σπουδαία στιχουργικά της κατορθώματα, πάνω στο πλακέ κουτί του καπνού της, συνήθειας που την χαρακτήρισε, αφού πάντοτε ανάμεσα στα δάκτυλά της είχε ένα αναμμένο τσιγάρο. Του βαρύ νταλκά. Ποια μοίρα με ζηλεύει, πιο μάτι φθονερό...
Με γέφυρα μεταξύ των κλιπς που ακολουθούν την γραμμική χρονική παρουσίαση, μια κοινωνική εκδήλωση προς τιμήν της, ηλικιωμένη πια και ελάχιστο καιρό πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, η αφήγηση χωρίζεται σε δύο ισομήκη μέρη, αυτό της νιότης και αυτό της εμπειρίας της στιχουργού. Που σε ότι αφορά στην προσωπικότητα ή τα θέλω της δεν μεταλλάσσει ούτε πόντο όσα αναφέρονται σε εκείνη, ούτε καν στα ερμηνευτικά πρόσωπα που την περιβάλλουν, που απλώς παρουσιάζονται ελαφρώς γηραιότερα. Μεταβάλλει όμως η μόστρα της ίδιας της Ευτυχίας, καθώς άλλη ηθοποιός την αποδίδει ίσαμε τα σαράντα και άλλη καθώς έχει ξεπεράσει τα εξήντα έτη ζωής.
Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του biopic που υπογράφει ο Άγγελος Φραντζής, ένα από τα πλέον ταλαντούχα δημιουργικά ονόματα στον χώρο της ελληνικής κινηματογράφίας, με σκηνοθετικό παρελθόν, το λιγότερο αξιόλογο και αξιομνημόνευτο. Δυο καλλιτέχνιδες, διαφορετικής φυσικά ηλικίας, που επιδίδονται σε ένα υποκριτικό πινγκ πονγκ τεράστιων ικανοτήτων, σε τέτοιο σημείο που να μην είναι εύκολα διακριτό από κανέναν να διαχωρίσει το ποια τον καθήλωσε με την απόδοση της στο εκράν περισσότερο. Η Κάτια Γκουλιώνη, που φιλμικά βαδίζει τόσο προσεχτικά τα τελευταία χρόνια και ορίζει την Ευτυχία από την ημέρα που είπε αντίο στα πάτρια εδάφη, μέχρι την στιγμή που απόλεσε την λατρεμένη της μητέρα, καταλήγοντας σε ένα κρεσέντο σπαραγμού που είναι βέβαιο πως θα δακρύσει ακόμη και τον πιο σκληρόπετσο της πλατείας? Ή η μπαρουτοκαπνισμένη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που ζωγραφίζει την σιτεμένη κοψιά της Παπαγιαννοπούλου, την πιο γνώριμη, ίσως, μέσα από τα ντοκουμέντα της εποχής και πραγματικά σολάρει με την επιδεξιότητα της στην έκφραση, στις στιγμές που ο πόνος της έχει κατακερματίσει την ψυχή? Αρνούμαι να μπω σε αυτή την διαδικασία επιλογής. Εκτιμώ πως το εύρημα του ντιρέκτορα - ή όποιου τέλος πάντων το σκαρφίστηκε - είναι μοναδικό. Δεν γίνεται να σκεφτώ πλέον το έργο με πιο πρόσθετα γηρασμένη την πρώτη ή πιο έντεχνα νεωτερισμένη την δεύτερη. Αλληλουχία δράσης, πάνω στο ίδιο πρόσωπο, ακόμη κι αν συνυπάρχουν στο πανί μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα, που χρειάζεται πολύ κόπο, δυνατότητες και μέθοδο για να μην καταλήξει σε φάουλ.
Έξοχο βαθμό καταφέρνουν να αποσπάσουν και οι συνεργάτες του Φραντζή, στο κομμάτι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, πρωτίστως στο μέικ απ, τις κομμώσεις, τα ενδύματα και ακολούθως στο πιο δύσκολο κομμάτι της εύρεσης των εξωτερικών χώρων που θα αποτελέσουν τα φυσικά σκηνικά της δράσης. Μιας και η πρωτεύουσα πια απαιτεί πολύ ψάξιμο για να βρεθούν οι γωνιές οι αναλλοίωτες από τις περασμένες δεκαετίες, εντούτοις παρότι το τσέκαρα με επιμονή στα φόντα, να το βρω το λάθος, εκείνο δεν υπήρξε ποτέ. Ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε πάρα πολύ μελετημένος στο τι θα έπρεπε να αποφύγει αναπλάθωντας μια (όχι και τόσο κοντινή στο σήμερα) παρελθοντική περίοδο, δρόμους, αμάξια, αφίσες στους τοίχους, κτίρια νεοκλασικά, ρετρό παρένθετα στοιχεία. Όσο για την φτωχογειτονιά που επέλεξε για να στήσει το μεγαλύτερο μέρος της εξωτερικής του δράσης, του βγάζω το καπέλο. Αθήνα του 40 με τα όλα της.
Αυτό ίσως που δεν μου κάθισε και πολύ καλά, στο μουσικό κατά κύριο λόγο χαλί, σύνδεσης των σεκάνς, είναι μια υπέρμετρη δόση έντεχνου κιτς των τραγουδιστών που απέδιδαν τις γνωστότερες επιτυχίες της Ευτυχίας. Αταίριαστο με το σύνολο το στήσιμο των αοιδών της πίστας, όπως και όχι απόλυτα φρέσκο το ριγιούνιον, εν είδει στην "Υγειά μας ρε παιδιά". Θα προτιμούσα η Ευτυχία να έμενε με τις σκέψεις και τα παροράματα της, χωρίς να φαίνεται το πάλκο (όπως συνέβη στο Ένα Όνειρο Τρελό φερειπείν) ή οι τιτάνες συνθέτες σιμά της, σε καμία περίπτωση, δε, ο κονφερασιέ Δεληβοριάς που δεν κολλάει πουθενά. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ θελκτικό που οι συν αυτής του σεναρίου αποδίδονται από πρόσωπα γνώριμα σε όλους. Ο Μάνος δηλαδή να μοιάζει του Λουδάρου, ο Χιώτης του Κρατερού ή η Βλαχοπούλου της Ματθίλδης. Η μίμηση των χαρακτηριστικών εκφράσεων τους δεν πέτυχε κάποια σπουδαία διάνα, αλλά τουλάχιστον προσπαθήθηκε κι αυτό είναι αρκετό. Όσο για τον πιο άσχημο Έλληνα ποτέ, τον κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη - γαμπρός της Ευτυχίας, καθώς παντρεύτηκε την μεγάλη της κόρη - ούτε καν! Ήθελε λίγο πιο προσοχή εδώ το πράγμα...
Σε αντίθεση με την ορθότατη επιλογή ηθοποιών για να ενσαρκώσουν τα πιο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, όπως του σπουδαίας καλλιτεχνικής πάστας Δαδακαρίδη, ως συμβίου Γιωργάκη, της καταπληκτικής Ντίνας Μιχαηλίδου ως μάνας Μαριόγκας και εννοείται του αποκαλυπτικού Θάνου Τοκάκη, που ανά στιγμές όχι μόνο ορίζει τον φάνι πάρτνερ της ηρωίδας, ως ο επιστήθιος ομοφυλόφιλος κολλητός Λουκάς, αλλά ενίοτε κλέβει και την παράσταση από τις κεντρικές πρωταγωνίστριες. Δίνοντας στην ακραία συγκινητική τροπή, πολλές φορές την δόση χιούμορ που θα ζητούσε το δράμα για να μην βαρύνει ανεπανόρθωτα.
Η προσπάθεια δίχως άλλο, έστω και με απειροελάχιστες αδυναμίες, κρίνεται σίγουρα ολοκληρωμένη, αφού μέσα στο δίωρο του, το φιλμ, καταφέρνει να δέσει πάνω του τον θεατή, χωρίς να τον ωθήσει να τραβήξει το βλέμμα από πάνω του ούτε δευτερόλεπτο. Ο βίος της στραβοκάνας και καχεκτικής με το τσεμπέρι, αθυρόστομης και επιθετικής, τσαμπουκαλούς και απρόβλεπτης, μα πάνω από όλα ξεχωριστής Ευτυχίας, δεν διαθέτει την παραμικρή τάση αγιοποίησης της, όπως συνηθίζεται. Το αντίθετο θα έλεγα και αυτό πιστώνεται στα συν του έχοντα το γενικό πρόσταγμα. Αν και οι περισσότεροι που θα θελήσουν να δουν το έργο, γνωρίζουν μέσες άκρες την ιδιομορφία του χαρακτήρα της και την έφεση να ξημεροβραδιάζεται στις κακόφημες λέσχες και τους τεκέδες, αντί να βρίσκεται δίπλα στα πρόσωπα που τόσο την αγάπησαν. Αυτό την έκανε όμως και διαφορετική, εναλλακτική, την διέκρινε από τον σωρό, την κατέστησε έναν θρύλο στα ελληνικά μουσικά χρονικά, μολονότι και η ίδια δεν είχε καταλάβει ίσως το πόσο σπουδαία υπήρξε η λυρική της πένα. Η πάντοτε δανεική πένα, σιγά μην κουβαλούσε δική της ποτέ. Αυτές τις διαθέτουν οι στιχουργοί της πλάκας...
Πνεύμα ανήσυχο και αχαλίνωτο, θα προτιμήσει να διαμείνει με την μάνα της και το ένα της παιδί, στις φτωχικές συνοικίες της πρωτεύουσας, αντί για τα λαμπερά διαμερίσματα, μαζί με το καλλιτεχνικό σαράκι που την καταέτρωγε αναζητώντας την ιδανική διέξοδο, ένα άλλο μικρόβιο θα εισβάλλει από νωρίς στην ζωής της, ο τζόγος. Ακόμη κι ένα φτηνό μεροκάματο ως περιεφερειακού ρόλου ηθοποιός στον θίασο της Κοτοπούλη, θα εξανεμιστεί μονομιάς στα παράνομα καρέ της τράπουλας, μην αφήνοντας της δεκάρα τσακιστή στην τσέπη για να φροντίσει την φαμίλια της. Η αιφνιδιαστική είσοδος στην ζωή της, του χωροφύλακα, αλλά και πολυδιαβασμένου, Γιώργη Παπαγιαννόπουλου, που θα την λατρέψει σαν θεά ως το δεύτερο στεφάνι της, δεν θα αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνήθειες και τα πάθη, θα της ανοίξει όμως έναν καινούργιο δρόμο έκφρασης, όσο και βιοπορισμού, την συγγραφή στίχων, λαϊκών τραγουδιών.
Που σε ένα εύρος (ας την πούμε, αφού η ίδια προφανώς ποτέ δεν την είδε έτσι) καριέρας τριάντα ετών, ακόμη κι αν το μεγαλύτερο κομμάτι των λέξεων της πουλήθηκε από την ίδια μπιρ παρά, για δυο δεκάρες που θα της άνοιγαν ξανά την πόρτα της μπαρμπουτιέρας, με συνέπεια το όνομα της να μην αναγράφεται καν στους συντελεστές, μιλάμε για δεκάδες σπουδαίων ασμάτων που έχουν καταγραφεί με γράμματα χρυσά στο λίμπρο ντόρο της εγχώριας δισκογραφίας. Λόγια που δόθηκαν προς μελοποίηση στους πιο σημαντικούς μαέστρους της εποχής, από τον Χιώτη και τον Καλδάρα, μέχρι τον Τσιτσάνη και τον ακριβοθώρητο Χατζηδάκι. Αυτός ο τελευταίος είναι της κουλτούρας, συλλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, πριν αποφασίσει χωρίς δισταγμό να ρίξει κάτω από την πόρτα του, σύμφωνα με τον θρύλο, το τσαλακωμένο χαρτί με το Είμαι αητός χωρίς φτερά, κάπου στα 1962.
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις φιλμς που βασίζονται στον βίο σημαντικών προσωπικοτήτων των τεχνών του τόπου μας, αν εξαιρέσουμε ίσως τις προσπάθειες του Σμαραγδή, που έχουν αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα στο σινεφίλ κοινό. Και ακόμη περισσότερο δεν υπάρχουν ταινίες που να αφορούν προσωπικότητες, τεράστιες μεν, μα όχι και τόσο ικανές (απούσης της παράδοσης, κάτι για το οποίο είμαστε όλοι φταίχτες) να συγκινήσουν τα πιο ενεργά, νεανικά κοινά, που θα τρέξουν χωρίς σκέψη στην αίθουσα, για να τις παρακολουθήσουν. Μια τέτοια είναι και η αφιερωματική αναφορά στην ζωή της Ευτυχίας, μιας γυναίκας που κυριολεκτικά διαπέρασε με την ύπαρξη της ετούτο τον κόσμο, ακριβώς όπως κέφαρε εκείνη. Και σε περιόδους μάλιστα που το δόγμα του καθωσπρεπισμού για το ωραίο, μα και υποβαθμισμένο τότες, φύλο, ίσχυε κατά απόλυτο βαθμό!
Η Ευτυχία, κουβαλώντας πάνω της την βούρλα από το Αιδίνι, ποτέ της δεν μπήκε σε κάποιο καλούπι, ούτε ακολούθησε ποτέ τις κοινωνικές νόρμες. Μια ζωντοχήρα, με δυο κουτσούβελα, εκκεντρική και νυχτόβια, δασκάλα κατ επάγγελμα, χαρτοπαίκτρα στην ουσία, με έμπιστο κολλητό στο πλευρό της έναν κραγμένο από όλο τον Βοτανικό γκέι, που μπροστά στην θωριά της ουδείς όμως τον παρενοχλούσε, απροσάρμοστη και εγωκεντρική, που εντελώς αναπάντεχα θα αποφασίσει συμβιώσει με έναν άνθρωπο που το επάγγελμα του - μπάτσος - ούτε καν ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση της. Με την στάση της δηλαδή, εκπλήσσει ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό...
Τις πιο σημαντικές πινελιές της διαδρομής της Παπαγιαννοπούλου, μάζεψε σε σενάριο η Κατερίνα Μπέη, ο ξεριζωμός, δηλαδή, ο χωρισμός, η νέα παντρειά, ο εθισμός στο πόκερ, οι πολλοί θάνατοι στο κοντινό της περιβάλλον. Απώλειες που αποτέλεσαν τον βατήρα να συγγράψει τα πιο σπουδαία στιχουργικά της κατορθώματα, πάνω στο πλακέ κουτί του καπνού της, συνήθειας που την χαρακτήρισε, αφού πάντοτε ανάμεσα στα δάκτυλά της είχε ένα αναμμένο τσιγάρο. Του βαρύ νταλκά. Ποια μοίρα με ζηλεύει, πιο μάτι φθονερό...
Με γέφυρα μεταξύ των κλιπς που ακολουθούν την γραμμική χρονική παρουσίαση, μια κοινωνική εκδήλωση προς τιμήν της, ηλικιωμένη πια και ελάχιστο καιρό πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, η αφήγηση χωρίζεται σε δύο ισομήκη μέρη, αυτό της νιότης και αυτό της εμπειρίας της στιχουργού. Που σε ότι αφορά στην προσωπικότητα ή τα θέλω της δεν μεταλλάσσει ούτε πόντο όσα αναφέρονται σε εκείνη, ούτε καν στα ερμηνευτικά πρόσωπα που την περιβάλλουν, που απλώς παρουσιάζονται ελαφρώς γηραιότερα. Μεταβάλλει όμως η μόστρα της ίδιας της Ευτυχίας, καθώς άλλη ηθοποιός την αποδίδει ίσαμε τα σαράντα και άλλη καθώς έχει ξεπεράσει τα εξήντα έτη ζωής.
Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του biopic που υπογράφει ο Άγγελος Φραντζής, ένα από τα πλέον ταλαντούχα δημιουργικά ονόματα στον χώρο της ελληνικής κινηματογράφίας, με σκηνοθετικό παρελθόν, το λιγότερο αξιόλογο και αξιομνημόνευτο. Δυο καλλιτέχνιδες, διαφορετικής φυσικά ηλικίας, που επιδίδονται σε ένα υποκριτικό πινγκ πονγκ τεράστιων ικανοτήτων, σε τέτοιο σημείο που να μην είναι εύκολα διακριτό από κανέναν να διαχωρίσει το ποια τον καθήλωσε με την απόδοση της στο εκράν περισσότερο. Η Κάτια Γκουλιώνη, που φιλμικά βαδίζει τόσο προσεχτικά τα τελευταία χρόνια και ορίζει την Ευτυχία από την ημέρα που είπε αντίο στα πάτρια εδάφη, μέχρι την στιγμή που απόλεσε την λατρεμένη της μητέρα, καταλήγοντας σε ένα κρεσέντο σπαραγμού που είναι βέβαιο πως θα δακρύσει ακόμη και τον πιο σκληρόπετσο της πλατείας? Ή η μπαρουτοκαπνισμένη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που ζωγραφίζει την σιτεμένη κοψιά της Παπαγιαννοπούλου, την πιο γνώριμη, ίσως, μέσα από τα ντοκουμέντα της εποχής και πραγματικά σολάρει με την επιδεξιότητα της στην έκφραση, στις στιγμές που ο πόνος της έχει κατακερματίσει την ψυχή? Αρνούμαι να μπω σε αυτή την διαδικασία επιλογής. Εκτιμώ πως το εύρημα του ντιρέκτορα - ή όποιου τέλος πάντων το σκαρφίστηκε - είναι μοναδικό. Δεν γίνεται να σκεφτώ πλέον το έργο με πιο πρόσθετα γηρασμένη την πρώτη ή πιο έντεχνα νεωτερισμένη την δεύτερη. Αλληλουχία δράσης, πάνω στο ίδιο πρόσωπο, ακόμη κι αν συνυπάρχουν στο πανί μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα, που χρειάζεται πολύ κόπο, δυνατότητες και μέθοδο για να μην καταλήξει σε φάουλ.
Έξοχο βαθμό καταφέρνουν να αποσπάσουν και οι συνεργάτες του Φραντζή, στο κομμάτι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, πρωτίστως στο μέικ απ, τις κομμώσεις, τα ενδύματα και ακολούθως στο πιο δύσκολο κομμάτι της εύρεσης των εξωτερικών χώρων που θα αποτελέσουν τα φυσικά σκηνικά της δράσης. Μιας και η πρωτεύουσα πια απαιτεί πολύ ψάξιμο για να βρεθούν οι γωνιές οι αναλλοίωτες από τις περασμένες δεκαετίες, εντούτοις παρότι το τσέκαρα με επιμονή στα φόντα, να το βρω το λάθος, εκείνο δεν υπήρξε ποτέ. Ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε πάρα πολύ μελετημένος στο τι θα έπρεπε να αποφύγει αναπλάθωντας μια (όχι και τόσο κοντινή στο σήμερα) παρελθοντική περίοδο, δρόμους, αμάξια, αφίσες στους τοίχους, κτίρια νεοκλασικά, ρετρό παρένθετα στοιχεία. Όσο για την φτωχογειτονιά που επέλεξε για να στήσει το μεγαλύτερο μέρος της εξωτερικής του δράσης, του βγάζω το καπέλο. Αθήνα του 40 με τα όλα της.
Αυτό ίσως που δεν μου κάθισε και πολύ καλά, στο μουσικό κατά κύριο λόγο χαλί, σύνδεσης των σεκάνς, είναι μια υπέρμετρη δόση έντεχνου κιτς των τραγουδιστών που απέδιδαν τις γνωστότερες επιτυχίες της Ευτυχίας. Αταίριαστο με το σύνολο το στήσιμο των αοιδών της πίστας, όπως και όχι απόλυτα φρέσκο το ριγιούνιον, εν είδει στην "Υγειά μας ρε παιδιά". Θα προτιμούσα η Ευτυχία να έμενε με τις σκέψεις και τα παροράματα της, χωρίς να φαίνεται το πάλκο (όπως συνέβη στο Ένα Όνειρο Τρελό φερειπείν) ή οι τιτάνες συνθέτες σιμά της, σε καμία περίπτωση, δε, ο κονφερασιέ Δεληβοριάς που δεν κολλάει πουθενά. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ θελκτικό που οι συν αυτής του σεναρίου αποδίδονται από πρόσωπα γνώριμα σε όλους. Ο Μάνος δηλαδή να μοιάζει του Λουδάρου, ο Χιώτης του Κρατερού ή η Βλαχοπούλου της Ματθίλδης. Η μίμηση των χαρακτηριστικών εκφράσεων τους δεν πέτυχε κάποια σπουδαία διάνα, αλλά τουλάχιστον προσπαθήθηκε κι αυτό είναι αρκετό. Όσο για τον πιο άσχημο Έλληνα ποτέ, τον κωμικό Φραγκίσκο Μανέλη - γαμπρός της Ευτυχίας, καθώς παντρεύτηκε την μεγάλη της κόρη - ούτε καν! Ήθελε λίγο πιο προσοχή εδώ το πράγμα...
Σε αντίθεση με την ορθότατη επιλογή ηθοποιών για να ενσαρκώσουν τα πιο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, όπως του σπουδαίας καλλιτεχνικής πάστας Δαδακαρίδη, ως συμβίου Γιωργάκη, της καταπληκτικής Ντίνας Μιχαηλίδου ως μάνας Μαριόγκας και εννοείται του αποκαλυπτικού Θάνου Τοκάκη, που ανά στιγμές όχι μόνο ορίζει τον φάνι πάρτνερ της ηρωίδας, ως ο επιστήθιος ομοφυλόφιλος κολλητός Λουκάς, αλλά ενίοτε κλέβει και την παράσταση από τις κεντρικές πρωταγωνίστριες. Δίνοντας στην ακραία συγκινητική τροπή, πολλές φορές την δόση χιούμορ που θα ζητούσε το δράμα για να μην βαρύνει ανεπανόρθωτα.
Η προσπάθεια δίχως άλλο, έστω και με απειροελάχιστες αδυναμίες, κρίνεται σίγουρα ολοκληρωμένη, αφού μέσα στο δίωρο του, το φιλμ, καταφέρνει να δέσει πάνω του τον θεατή, χωρίς να τον ωθήσει να τραβήξει το βλέμμα από πάνω του ούτε δευτερόλεπτο. Ο βίος της στραβοκάνας και καχεκτικής με το τσεμπέρι, αθυρόστομης και επιθετικής, τσαμπουκαλούς και απρόβλεπτης, μα πάνω από όλα ξεχωριστής Ευτυχίας, δεν διαθέτει την παραμικρή τάση αγιοποίησης της, όπως συνηθίζεται. Το αντίθετο θα έλεγα και αυτό πιστώνεται στα συν του έχοντα το γενικό πρόσταγμα. Αν και οι περισσότεροι που θα θελήσουν να δουν το έργο, γνωρίζουν μέσες άκρες την ιδιομορφία του χαρακτήρα της και την έφεση να ξημεροβραδιάζεται στις κακόφημες λέσχες και τους τεκέδες, αντί να βρίσκεται δίπλα στα πρόσωπα που τόσο την αγάπησαν. Αυτό την έκανε όμως και διαφορετική, εναλλακτική, την διέκρινε από τον σωρό, την κατέστησε έναν θρύλο στα ελληνικά μουσικά χρονικά, μολονότι και η ίδια δεν είχε καταλάβει ίσως το πόσο σπουδαία υπήρξε η λυρική της πένα. Η πάντοτε δανεική πένα, σιγά μην κουβαλούσε δική της ποτέ. Αυτές τις διαθέτουν οι στιχουργοί της πλάκας...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Δεκεμβρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική