της Iciar Bollain. Με τους Carlos Acosta, Santiago Alfonso, Edilson Manuel Olbera Núñez, Keyvin Martinez, Laura De La Uz, Yerlín Pérez, Mario Sergio Elías, Andrea Doimeadíos.
Γεννημένος χορευτής!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Να έχεις ταλέντο και να ντρέπεσαι γι' αυτό – τι κατάρα!
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας (χμ, εδώ χωράει μικρός αντίλογος, θα εξηγήσω) που σκηνοθετεί η γεννημένη στις 12 Ιουνίου του 1967 (πρόσφατα γιόρτασε τα 52α γενέθλιά της δηλαδή) Μαδριλένα Icíar Bollaín. Είναι η 4η ταινία της που βλέπουμε εμπορικά στην Ελλάδα και η 4η στην οποία το σενάριο υπογράφει (ή συνυπογράφει) ο σύντροφός της και σεναριογράφος τα τελευταία χρόνια των ταινιών του Ken Loach, Paul Laverty. Τρεις ταινίες είδαμε στην Ελλάδα και είναι υπογεγραμμένες από τον Laverty: «Ακόμα και η βροχή» (También la lluvia, 2010), «Η ελιά» (El olivo, 2016) και η τωρινή. Η πρώτη της ταινία που είδαμε στην Ελλάδα – και δεν διαθέτει στα credits της τον Laverty – είναι το «Μέσα απ' τα μάτια σου» (Te doy mis ojos, 2003) και η μοναδική ταινία της στην οποία το σενάριο υπογράφει ο Laverty και την οποία δεν είδαμε στην Ελλάδα είναι το «Κατμαντού» (Katmandú, un espejo en el cielo, 2011). Η ταινία «Yuli» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου. Ήταν υποψήφια για πέντε βραβεία Goya (τα ισπανικά Όσκαρ), χωρίς τελικά να κερδίσει κανένα.
Κι ας αντιγράψουμε μερικά στοιχεία για τον Acosta, από το δελτίο τύπου της εταιρίας διανομής: «Ο (γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1973) Carlos Acosta έχει χορέψει στο Εθνικό Μπαλέτο της Αγγλίας, στο Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, στο Μπαλέτο Χιούστον και στο Αμερικανικό Μπαλέτο. Ήταν μόνιμο μέλος του Βασιλικού Μπαλέτου της Αγγλίας από το 1998 έως το 2015. Προπονούταν στο Εθνικό Σχολείο Μπαλέτου της Κούβας και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο το 1990 στο «Prix de Lausanne». Ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές του 1990, (ήταν ακόμη έφηβος), όταν αμερικάνικες και ευρωπαϊκές εταιρείες χορού άρχισαν να του προσφέρουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Λόγω της περίφημης χάρης και της φυσικής του κατάστασης, συγκρίθηκε άμεσα με κάποιους από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του κόσμου. Το 2007, η αυτοβιογραφία του «No way home – a Cuban dancer’s story» (πάνω στην οποία βασίζεται το σενάριο αυτής της ταινίας) δημοσιεύτηκε από τη Harper Collins UK, τη Scribner US και τη Schott στη Γερμανία. Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε στην ταινία που σκηνοθέτησε η Natalie Portman για το «New York, I Love You». Η κουλτούρα και η ιστορία της πατρίδας του Carlos υπήρξαν σημαντικές επιρροές κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Έχει ιδρύσει τη δική του εταιρία χορού, «Acosta Danza» στην Αβάνα, κι έχει δημιουργήσει το «Carlos Acosta International Dance Foundation» για να δώσει σε νέους χορευτές και χορογράφους τις δυνατότητες από τις οποίες επωφελήθηκε ο ίδιος παρέχοντας μια εκπαιδευτική πλατφόρμα. Το «Acosta Danza Academy» άνοιξε το Σεπτέμβριο του 2017».
Η υπόθεση: Το Yuli είναι το παρατσούκλι που δόθηκε στον Carlos Acosta από τον πατέρα του, Πέντρο. Ήταν το όνομα ενός γενναίου Ινδιάνου. Η μόνη μόρφωση που έλαβε ο μικρός Yuli ήταν στους δρόμους μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς στην Αβάνα. Αλλά ο Πέντρο ήξερε ότι ο γιος του έχει φυσικό ταλέντο στο χορό και ουσιαστικά τον ανάγκασε να πάει στην Εθνική Σχολή Χορού της Κούβας. Ο Yuli το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει ποδόσφαιρο. Καθόλου δεν του άρεσε η ιδέα να γίνει χορευτής. Παρά τις αντιδράσεις του, όμως, ο Carlos Acosta εντέλει μαγεύτηκε από τον κόσμο του χορού και δημιούργησε τον δικό του μύθο ως ένας από τους καλύτερους χορευτές της γενιάς του κι ως ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που ενσάρκωσε τον Ρομέο στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου, στο οποίο συνέχισε την καριέρα του για 17 ολόκληρα χρόνια. Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία του.
Η άποψή μας: Ενδιαφέρον πείραμα είναι τούτη η ταινία. Είναι και βιογραφική ταινία και ντοκιμαντέρ και η ροή της σε κάποια σημεία «διακόπτεται» από μεγάλα κομμάτια αυτούσιων σκηνών από χορογραφίες. Ο ίδιος ο Acosta εμφανίζεται στην ταινία υποδυόμενος τον εαυτό του στο τώρα, ενώ υπάρχουν ένας υπέροχος πιτσιρίκος, ο Edlison Manuel Olbera Núñez, που τον υποδύεται στην παιδική του ηλικία κι ένας συμπαθέστατος νεαρός χορευτής, ο Keyvin Martínez, που τον υποδύεται στα νιάτα του. Η κεντρική ιδέα της ταινίας είναι ότι ο Acosta ετοιμάζει παράσταση χορού με θέμα τη ζωή του και ανάμεσα στις πρόβες κοιτάζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ και θυμάται τη διαδρομή του. Και ιδίως την ιδιαίτερα φορτισμένη σχέση με τον πατέρα του. Εννοείται ότι για ταινία μιλάμε, οπότε το σενάριο παίρνει κάποιες απαραίτητες ελευθερίες (πχ ο Yuli στην πραγματικότητα είχε 10 αδέλφια κι όχι μόνο 3, όπως φαίνεται στην ταινία).
Σημασία έχει πως ο Laverty για άλλη μια φορά παραδίδει ένα πολύ ωραίο σενάριο στη σύντροφό του. Υπάρχει η απαραίτητη κοινωνική ματιά, τονίζεται ιδιαίτερα η άθλια κατάσταση στην Κούβα κατά τη διάρκεια της Αποικιοκρατίας, ο τόνος κατά βάση είναι feelgood και η ταινία προσπαθεί – και εν πολλοίς τα καταφέρνει – να μην περιορίζει το εν δυνάμει κοινό της μόνον σε ανθρώπους που αγαπούν τον χορό ή που γνωρίζουν τον Acosta. Με το φινάλε της, σε κάνει να νιώθεις χαρούμενος που τον γνώρισες έστω κι έτσι... Κατά μία έννοια έχουμε ομοιότητες με την ταινία από την Αγγλία, που είχε κάνει πάταγο το 2000 (έχουν περάσει ήδη 19 χρόνια ρε φίλε!): το περίφημο «Billy Elliot». Αλλά και αρκετές διαφορές. Εκείνη η ταινία μιλούσε για έναν φανταστικό ήρωα. Ο μικρός Μπίλι ήθελε να γίνει χορευτής – ο Yuli δεν ήθελε. Ο πατέρας του Μπίλι δεν ήθελε ο γιος του να γίνει χορευτής παρά το ταλέντο που διέθετε – ο πατέρας του Yuli ήθελε ο γιος του να γίνει χορευτής εξαιτίας του ταλέντου που διέθετε. Ο Yuli ήθελε την ελευθερία του, ήθελε να είναι παιδί, να μην διαφέρει, να μην ξεχωρίζει, να μην του μπει η ρετσινιά της «αδελφής».
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μάχη που είχε να δώσει: από τη μία ενάντια στις προκαταλήψεις και από την άλλη ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Έναν εαυτό που του έβαζε εμπόδια και παραλίγο να του στερήσει μιαν ζηλευτή καριέρα και την ευκαιρία να ανθίσει στις καλύτερες συνθήκες που θα μπορούσε. Ναι, μπορεί να είναι σπάνιο, αλλά αληθινό: κάποιοι άνθρωποι κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους να τα καταφέρουν σε κάποιον χώρο που αγαπάνε, χωρίς να έχουν ταλέντο. Και υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που κάνουν ότι μπορούν για να θάψουν το ταλέντο τους, να το αφήσουν να πάει ανεκμετάλλευτο, χαράμι, να χαθεί τσάμπα. Είναι συγκινητική η επιμονή του πατέρα, που κάτι μας λέει για τη σύγχρονη παιδαγωγική αντίληψη η οποία υποστηρίζει πως πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά μας να κάνουν αυτό που θέλουν, χωρίς ποτέ να τα πιέζουμε. Χμ...
Η σκηνοθεσία είναι στρωτή, οι ρόλοι βγαίνουν καλογραμμένοι, εντάξει, ο Acosta δεν είναι ηθοποιός κι αυτό φαίνεται. Γενικώς, δεν μπορούμε να πούμε πως αυτή είναι μια ταινία χωρίς προβλήματα. Αλλού επικεντρώνεται υπερβολικά πολύ (πχ στην παιδική ηλικία του Yuli) άλλα πράγματα τα ξεπετάει στα γρήγορα (πχ την αυτοκτονία της αδελφής, μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας), γενικά, κουβαλάει προβλήματα που έχουν οι κινηματογραφικές βιογραφίες. Κι ενώ οι σκηνές των χορογραφιών είναι μαγικές και θα τις λατρέψουν οι επαΐοντες, που πίνουν νερό στο όνομα του Acosta, δεν βοηθάνε τον εσωτερικό ρυθμό της ταινίας. Καλό είναι το γεγονός ότι δεν μιλάμε για κλασική κινηματογραφική βιογραφία. Και σίγουρα σούπερ είναι το γεγονός ότι η ταινία είναι προσβάσιμη σε όλους, υποσχόμενη πως θα περάσουν καλά. Και αυτή είναι μια υπόσχεση την οποία τηρεί.
Η υπόθεση: Το Yuli είναι το παρατσούκλι που δόθηκε στον Carlos Acosta από τον πατέρα του, Πέντρο. Ήταν το όνομα ενός γενναίου Ινδιάνου. Η μόνη μόρφωση που έλαβε ο μικρός Yuli ήταν στους δρόμους μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς στην Αβάνα. Αλλά ο Πέντρο ήξερε ότι ο γιος του έχει φυσικό ταλέντο στο χορό και ουσιαστικά τον ανάγκασε να πάει στην Εθνική Σχολή Χορού της Κούβας. Ο Yuli το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει ποδόσφαιρο. Καθόλου δεν του άρεσε η ιδέα να γίνει χορευτής. Παρά τις αντιδράσεις του, όμως, ο Carlos Acosta εντέλει μαγεύτηκε από τον κόσμο του χορού και δημιούργησε τον δικό του μύθο ως ένας από τους καλύτερους χορευτές της γενιάς του κι ως ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που ενσάρκωσε τον Ρομέο στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου, στο οποίο συνέχισε την καριέρα του για 17 ολόκληρα χρόνια. Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία του.
Η άποψή μας: Ενδιαφέρον πείραμα είναι τούτη η ταινία. Είναι και βιογραφική ταινία και ντοκιμαντέρ και η ροή της σε κάποια σημεία «διακόπτεται» από μεγάλα κομμάτια αυτούσιων σκηνών από χορογραφίες. Ο ίδιος ο Acosta εμφανίζεται στην ταινία υποδυόμενος τον εαυτό του στο τώρα, ενώ υπάρχουν ένας υπέροχος πιτσιρίκος, ο Edlison Manuel Olbera Núñez, που τον υποδύεται στην παιδική του ηλικία κι ένας συμπαθέστατος νεαρός χορευτής, ο Keyvin Martínez, που τον υποδύεται στα νιάτα του. Η κεντρική ιδέα της ταινίας είναι ότι ο Acosta ετοιμάζει παράσταση χορού με θέμα τη ζωή του και ανάμεσα στις πρόβες κοιτάζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ και θυμάται τη διαδρομή του. Και ιδίως την ιδιαίτερα φορτισμένη σχέση με τον πατέρα του. Εννοείται ότι για ταινία μιλάμε, οπότε το σενάριο παίρνει κάποιες απαραίτητες ελευθερίες (πχ ο Yuli στην πραγματικότητα είχε 10 αδέλφια κι όχι μόνο 3, όπως φαίνεται στην ταινία).
Σημασία έχει πως ο Laverty για άλλη μια φορά παραδίδει ένα πολύ ωραίο σενάριο στη σύντροφό του. Υπάρχει η απαραίτητη κοινωνική ματιά, τονίζεται ιδιαίτερα η άθλια κατάσταση στην Κούβα κατά τη διάρκεια της Αποικιοκρατίας, ο τόνος κατά βάση είναι feelgood και η ταινία προσπαθεί – και εν πολλοίς τα καταφέρνει – να μην περιορίζει το εν δυνάμει κοινό της μόνον σε ανθρώπους που αγαπούν τον χορό ή που γνωρίζουν τον Acosta. Με το φινάλε της, σε κάνει να νιώθεις χαρούμενος που τον γνώρισες έστω κι έτσι... Κατά μία έννοια έχουμε ομοιότητες με την ταινία από την Αγγλία, που είχε κάνει πάταγο το 2000 (έχουν περάσει ήδη 19 χρόνια ρε φίλε!): το περίφημο «Billy Elliot». Αλλά και αρκετές διαφορές. Εκείνη η ταινία μιλούσε για έναν φανταστικό ήρωα. Ο μικρός Μπίλι ήθελε να γίνει χορευτής – ο Yuli δεν ήθελε. Ο πατέρας του Μπίλι δεν ήθελε ο γιος του να γίνει χορευτής παρά το ταλέντο που διέθετε – ο πατέρας του Yuli ήθελε ο γιος του να γίνει χορευτής εξαιτίας του ταλέντου που διέθετε. Ο Yuli ήθελε την ελευθερία του, ήθελε να είναι παιδί, να μην διαφέρει, να μην ξεχωρίζει, να μην του μπει η ρετσινιά της «αδελφής».
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη μάχη που είχε να δώσει: από τη μία ενάντια στις προκαταλήψεις και από την άλλη ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Έναν εαυτό που του έβαζε εμπόδια και παραλίγο να του στερήσει μιαν ζηλευτή καριέρα και την ευκαιρία να ανθίσει στις καλύτερες συνθήκες που θα μπορούσε. Ναι, μπορεί να είναι σπάνιο, αλλά αληθινό: κάποιοι άνθρωποι κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους να τα καταφέρουν σε κάποιον χώρο που αγαπάνε, χωρίς να έχουν ταλέντο. Και υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που κάνουν ότι μπορούν για να θάψουν το ταλέντο τους, να το αφήσουν να πάει ανεκμετάλλευτο, χαράμι, να χαθεί τσάμπα. Είναι συγκινητική η επιμονή του πατέρα, που κάτι μας λέει για τη σύγχρονη παιδαγωγική αντίληψη η οποία υποστηρίζει πως πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά μας να κάνουν αυτό που θέλουν, χωρίς ποτέ να τα πιέζουμε. Χμ...
Η σκηνοθεσία είναι στρωτή, οι ρόλοι βγαίνουν καλογραμμένοι, εντάξει, ο Acosta δεν είναι ηθοποιός κι αυτό φαίνεται. Γενικώς, δεν μπορούμε να πούμε πως αυτή είναι μια ταινία χωρίς προβλήματα. Αλλού επικεντρώνεται υπερβολικά πολύ (πχ στην παιδική ηλικία του Yuli) άλλα πράγματα τα ξεπετάει στα γρήγορα (πχ την αυτοκτονία της αδελφής, μια από τις πιο όμορφες σκηνές της ταινίας), γενικά, κουβαλάει προβλήματα που έχουν οι κινηματογραφικές βιογραφίες. Κι ενώ οι σκηνές των χορογραφιών είναι μαγικές και θα τις λατρέψουν οι επαΐοντες, που πίνουν νερό στο όνομα του Acosta, δεν βοηθάνε τον εσωτερικό ρυθμό της ταινίας. Καλό είναι το γεγονός ότι δεν μιλάμε για κλασική κινηματογραφική βιογραφία. Και σίγουρα σούπερ είναι το γεγονός ότι η ταινία είναι προσβάσιμη σε όλους, υποσχόμενη πως θα περάσουν καλά. Και αυτή είναι μια υπόσχεση την οποία τηρεί.
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Αυγούστου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική