Χελς Κίτσεν: Οι Βασίλισσες του Εγκλήματος
της Andrea Berloff. Με τους Melissa McCarthy, Tiffany Haddish, Elisabeth Moss, Domhnall Gleeson, James Badge Dale, Brian d'Arcy James, Margo Martindale, Common, Bill Camp.
The Goodfelladies
του zerVo (@moviesltd)
Με την στάμπα της Vertigo στη μαρκίζα, της πιο σκοτεινής παραφυάδας της DC Comics, υπαίτιας για την ύπαρξη ζωγραφιστών ηρώων όπως ο Preacher, o iZombie, o Sandman, κυκλοφόρησε στα τέλη του 2015, το οκτώ τευχών graphic novel, The Kitchen, φέροντας την υπογραφή στο κείμενο του Ollie Masters και στο σκίτσο της Ming Doyle. Στόχος των δημιουργών ήταν να παρουσιάσουν μέσα σε ένα νοσηρό περιβάλλον μεγαλούπολης, την δράση τριών υπερηρωίδων, που ντύνονται τον υποκοσμικό μανδύα ώστε να λειτουργήσουν σαν κάτι ενδιάμεσο σε The Goodfellas και The Mob Wives. Το φιλόδοξο αυτό πλάνο, καπαρώθηκε τάχιστα από την New Line, με σκοπό να διαβεί το ταξίδι από το πολύχρωμο περιοδικό στο εκράν, μέσα από μια διαδικασία, σχετικά ακριβή για τα δεδομένα του είδους. Το ατύχημα είναι, που κάποιες απροσεξίες, δεν ώθησαν το πόνημα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάσει στο επίπεδο των προσδοκιών που αρχικά μας είχε υποσχεθεί.
Με τους συζύγους τους μπαγλαρωμένους από το FBI, μετά από μια απόπειρα ληστείας που πήγε ολοκληρωτικά στραβά, αλλά και το συνδικάτο του Ιρλανδέζικου εγκλήματος της γειτονιάς του Χελς Κίτσεν να μην δίνει δεκάρα για την τύχη τους, τρεις φαινομενικά ανήμπορες και μπροστά στο φάσμα της απόγνωσης γυναίκες, θα ρισκάρουν, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Αποφασισμένες να μην απολέσουν ούτε ίχνος παραπάνω, της τραυματισμένης τους αξιοπρέπειας, η ζορισμένη οικονομικά, ευγενική μητέρα δύο παιδιών, Κάθι Μπρέναν, η γεμάτη τραύματα καταπίεσης Κλερ Γουόλς και η με τάσεις ηγετικές Ρούμπι Ο΄Κάρολ, σταδιακά και εν αγνοία των κύρηδων τους, θα αναλάβουν, επ αμοιβή, την προστασία των καταστημάτων της περιοχής, κλέβοντας την δουλειά από τον αρχιγκάνγκστερ Λιτλ Τζάκι.
Κίνηση απρόβλεπτη και απροσδόκητη, από τις τρεις μέχρι πρότινος νοικοκυρές, που δεδομένα θα δυσαρεστήσει το παράνομο κύκλωμα των Ιρλανδών της Νέας Υόρκης, που με τον καλό τρόπο θα θελήσει να τις βγάλει από την μέση. Μέθοδος που δεν θα αποφέρει καρπούς, με συνέπεια να μπουν μονομιάς στο στόχαστρο των ομοεθνών τους. Το θηλυκό ένστικτο και η μπαγαποντιά τους όμως, θα βρουν τις λύσεις, που θα τους εδραιώσουν στην κορυφή της ιεραρχίας του υποκόσμου, καθιστώντας τις άξιες σεβασμού και διαπραγμάτευσης, ακόμη κι από την κραταιά Ιταλιάνικη Κόζα Νόστρα!
Είσοδος στην χρονοκάψουλα και βουρ ταξίδι επιστροφής στο 1978 λοιπόν, με προορισμό το Μεγάλο Μήλο, που διάγει τις πιο σκοτεινές και αιματοβαμμένες ημέρες του αιώνα, καθώς οι ρήξεις μεταξύ των συμμοριών, έχουν σαν αποτέλεσμα το καθημερινό φαινόμενο των εν ψυχρώ εκτελέσεων, προς ξεκαθάρισμα λογαριασμών, στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες, που ορίζουν τα πεδία μαχών. Επίκεντρο της λυσσαλέας κόντρας των μαφιόζων, θα αποτελέσει το τετράγωνο που ορίζεται από την οδό 34 ίσαμε την 59 και από την παραλία μέχρι την 8η Λεωφόρο, το μουντό, υποφωτισμένο, φτωχικό και με κατά βάση εργατικό, βρετανικής καταγωγής πληθυσμό, Χελς Κίτσεν, στην καρδιά του Μανχάταν. Που την εκτός νόμου διοίκηση του, θα τσιμπήσει χάρη στο τσαγανό που θα επιδείξει, το τρίγωνο από τις μαντάμες, στήνοντας συμμαχίες, εκεί που κανείς, υποτιμώντας τις, δεν περίμενε.
Ωραία ιστορία ε? Και ταιριαστή στις περίεργες - φασιστικών μεθόδων, κατά περιπτώσεις μερικών λανθανόντων ακιουζέισον, τύπου Kevin Spacey - ημέρες που διανύουμε, που τα #MeToo της παρενόχλησης / κακοποίησης, σκάνε με πολυβολικό ρυθμό. Στα χέρια ενός ικανού μάλιστα ντιρέκτορα, ενδεχόμενα να μην έφτανε σε πανύψηλα λέβελ The Departed πχ, σίγουρα όμως θα έκανε γερό γκελ στην διψασμένη για καλές γκαγκστερικές διηγήσεις, σινεφίλ κοινότητα. Δεν χρειάζεται να το ψάξουμε και πολύ για να αντιληφθούμε το ολέθριο σφάλμα της παραγωγής, ώστε να κατανοήσουμε τι πήγε στραβά σε ένα πρότζεκτ, με τέτοιο ποτένσιαλ. Που θα έπαιρνε σιμά του τόσο τους φανατικούς των φιλμικών crime stories, όσο και τους οπαδούς του παλπ, χάρη στο οποίο οφείλει την ύπαρξη του έτσι κι αλλιώς το The Kitchen.
Αποτελεί κανόνα, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, ένας αξιόλογος σεναρίστας, να μην αναδειχθεί σε εφάμιλλης αξίας σκηνοθέτη. Θεώρημα που δεν καταφέρνει να σπάσει, στην περίπτωση μας, ούτε η φημισμένη γραφιάς για σκριπτ μεγέθους Straight Outta Compton, που την οδήγησαν μέχρι την οσκαρική πεντάδα υποψηφιοτήτων στα πρωτότυπα, Andrea Berloff. Κάτι που φαντάζομαι κατανόησε στην πορεία και η ίδια, αφού άλλο γράφω και άλλο ζωγραφίζω στο εκράν, καθώς έδειξε παντελώς άτολμη να απεικονίσει πράγματα και καταστάσεις, που υπάρχουν ατόφια στο κόμικ. Αποτέλεσμα τούτου, είναι, ο νεωτερισμός της τοποθέτησης του όμορφου φύλου, στην πολ ποζίσιον της παρανομίας, να πηγαίνει περίπατο ως αδιάφορος και ανειλικρινής, απλά και μόνο με τον τρόπο που στήθηκε στην εισαγωγική πράξη του φιλμ. Που μοιάζει σαν οργανωμένη στο πόδι, από ομάδα άπειρων κινηματογραφιστών, τελειόφοιτων της σχολής.
Και να πεις πως τα υλικά δεν είναι πρώτης τάξης? Το πρωταγωνιστικό τρίο, αποτελούμενο από σταρ εγνωσμένης αξίας, αλλά και το ολοζώντανο σκηνικό, που απαράλλαχτο ακόμη και στις μέρες μας από τα σέβεντις, ορίζει τον φυσικό καμβά που πάνω του θα ξετυλιχτεί το στόρι, ορίζουν πυλώνες γερούς για στηθεί ένα έργο αν μη τι άλλο αξιοπρεπές. Η λογικότατη σύγκριση με το πολύ πρόσφατο Widows, παίζει παντού από την απαρχή των τίτλων έναρξης και αυτό δεν είναι και πολύ καλό, αφού στα σημεία οι Βασίλισσες χάνουν σταθερά, από την ταινία που αποδείχθηκε η υποδεέστερη του διαφημισμένου McQueen. Οι προσθετικές ενέσεις ενδιαφέροντος στην πορεία, όπως η άφιξη στην υπόθεση του σοσιοπαθή εκτελεστή (ο Gleeson είναι περιπτωσάρα από μόνος του) ή το νοιάξιμο των Ιταλιάνων, δίνουν μια κάποια φόρα στην πλοκή να τσουλήσει, μα και πάλι όλα μοιάζουν να χαλούν, από την στιγμή που τα στεφάνια των κυράδων, θα εξέλθουν της φυλακής, για να ανατρέψουν την ισχύουσα κατάσταση, ως τα μάτσο τάχαμου σερνικά. Κινηματογραφικά την αλλάζουν την ρότα, προς το σαφώς χειρότερο...
Κρίμας για τις έξοχες παρουσίες του υποκριτικού τριγώνου, που κάνει τα πάντα για να πείσει για τον ρεαλισμό των αγριωπών προθέσεων των ηρωίδων του, προδίδεται όμως από την τυποποίηση των 2/3 του σε ρόλους κατά βάση κωμικούς. Η χοντρούλα Mel McCarthy με το Φαραφοσετικό μαλλί (μεταξύ μας, εντυπωσιακότερη κουπ, δεν πρέπει να έχει εφευρεθεί στα χρονικά του Χρυσού Ψαλιδιού), θέλει λίγο ψωμάκι παραπάνω από την εμφάνιση της στο καλό Can You Ever Forgive Me, για να περάσει ως σοβαρή ερμηνευτής, ομοίως και η Haddish, που κανείς δεν πιάνει το πότε μεταλλάσσεται από χαμηλοβλεπούσα κυρία, στο απόλυτο blaxploitation μπαντ ας! Από την μεριά της η εκφραστική Moss, κρατά για πάρτη της τον πιο πολύπλοκο και άξιο μελέτης χαρακτήρα, αλλά μυστηριωδώς κι εκείνον με τα περισσότερα (άκαιρα) αστεία στην σύνθεση του. Εννοείται πως αν κρατάμε κάτι πάντως, αυτή είναι η πολύτιμη κασέτα ενός πανάκριβου σάουντρακ, που στην μια πλευρά της συνυπάρχουν ροκ θρύλοι του πενταγράμμου, σαν τους Stones, τους Foghat, τους Skynyrd και φυσικά τους Fleetwood Mac, που παίζουν στα end credits την πιο λατρεμένη τους μελωδία και στην άλλη μύθοι της καθαρόαιμης αμερικάνικης σόουλ, από την μοναδική Etta James, μέχρι τον Roy Ayers, τους Fifth Dimension και τις Velvelettes.
Κίνηση απρόβλεπτη και απροσδόκητη, από τις τρεις μέχρι πρότινος νοικοκυρές, που δεδομένα θα δυσαρεστήσει το παράνομο κύκλωμα των Ιρλανδών της Νέας Υόρκης, που με τον καλό τρόπο θα θελήσει να τις βγάλει από την μέση. Μέθοδος που δεν θα αποφέρει καρπούς, με συνέπεια να μπουν μονομιάς στο στόχαστρο των ομοεθνών τους. Το θηλυκό ένστικτο και η μπαγαποντιά τους όμως, θα βρουν τις λύσεις, που θα τους εδραιώσουν στην κορυφή της ιεραρχίας του υποκόσμου, καθιστώντας τις άξιες σεβασμού και διαπραγμάτευσης, ακόμη κι από την κραταιά Ιταλιάνικη Κόζα Νόστρα!
Είσοδος στην χρονοκάψουλα και βουρ ταξίδι επιστροφής στο 1978 λοιπόν, με προορισμό το Μεγάλο Μήλο, που διάγει τις πιο σκοτεινές και αιματοβαμμένες ημέρες του αιώνα, καθώς οι ρήξεις μεταξύ των συμμοριών, έχουν σαν αποτέλεσμα το καθημερινό φαινόμενο των εν ψυχρώ εκτελέσεων, προς ξεκαθάρισμα λογαριασμών, στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες, που ορίζουν τα πεδία μαχών. Επίκεντρο της λυσσαλέας κόντρας των μαφιόζων, θα αποτελέσει το τετράγωνο που ορίζεται από την οδό 34 ίσαμε την 59 και από την παραλία μέχρι την 8η Λεωφόρο, το μουντό, υποφωτισμένο, φτωχικό και με κατά βάση εργατικό, βρετανικής καταγωγής πληθυσμό, Χελς Κίτσεν, στην καρδιά του Μανχάταν. Που την εκτός νόμου διοίκηση του, θα τσιμπήσει χάρη στο τσαγανό που θα επιδείξει, το τρίγωνο από τις μαντάμες, στήνοντας συμμαχίες, εκεί που κανείς, υποτιμώντας τις, δεν περίμενε.
Ωραία ιστορία ε? Και ταιριαστή στις περίεργες - φασιστικών μεθόδων, κατά περιπτώσεις μερικών λανθανόντων ακιουζέισον, τύπου Kevin Spacey - ημέρες που διανύουμε, που τα #MeToo της παρενόχλησης / κακοποίησης, σκάνε με πολυβολικό ρυθμό. Στα χέρια ενός ικανού μάλιστα ντιρέκτορα, ενδεχόμενα να μην έφτανε σε πανύψηλα λέβελ The Departed πχ, σίγουρα όμως θα έκανε γερό γκελ στην διψασμένη για καλές γκαγκστερικές διηγήσεις, σινεφίλ κοινότητα. Δεν χρειάζεται να το ψάξουμε και πολύ για να αντιληφθούμε το ολέθριο σφάλμα της παραγωγής, ώστε να κατανοήσουμε τι πήγε στραβά σε ένα πρότζεκτ, με τέτοιο ποτένσιαλ. Που θα έπαιρνε σιμά του τόσο τους φανατικούς των φιλμικών crime stories, όσο και τους οπαδούς του παλπ, χάρη στο οποίο οφείλει την ύπαρξη του έτσι κι αλλιώς το The Kitchen.
Αποτελεί κανόνα, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, ένας αξιόλογος σεναρίστας, να μην αναδειχθεί σε εφάμιλλης αξίας σκηνοθέτη. Θεώρημα που δεν καταφέρνει να σπάσει, στην περίπτωση μας, ούτε η φημισμένη γραφιάς για σκριπτ μεγέθους Straight Outta Compton, που την οδήγησαν μέχρι την οσκαρική πεντάδα υποψηφιοτήτων στα πρωτότυπα, Andrea Berloff. Κάτι που φαντάζομαι κατανόησε στην πορεία και η ίδια, αφού άλλο γράφω και άλλο ζωγραφίζω στο εκράν, καθώς έδειξε παντελώς άτολμη να απεικονίσει πράγματα και καταστάσεις, που υπάρχουν ατόφια στο κόμικ. Αποτέλεσμα τούτου, είναι, ο νεωτερισμός της τοποθέτησης του όμορφου φύλου, στην πολ ποζίσιον της παρανομίας, να πηγαίνει περίπατο ως αδιάφορος και ανειλικρινής, απλά και μόνο με τον τρόπο που στήθηκε στην εισαγωγική πράξη του φιλμ. Που μοιάζει σαν οργανωμένη στο πόδι, από ομάδα άπειρων κινηματογραφιστών, τελειόφοιτων της σχολής.
Και να πεις πως τα υλικά δεν είναι πρώτης τάξης? Το πρωταγωνιστικό τρίο, αποτελούμενο από σταρ εγνωσμένης αξίας, αλλά και το ολοζώντανο σκηνικό, που απαράλλαχτο ακόμη και στις μέρες μας από τα σέβεντις, ορίζει τον φυσικό καμβά που πάνω του θα ξετυλιχτεί το στόρι, ορίζουν πυλώνες γερούς για στηθεί ένα έργο αν μη τι άλλο αξιοπρεπές. Η λογικότατη σύγκριση με το πολύ πρόσφατο Widows, παίζει παντού από την απαρχή των τίτλων έναρξης και αυτό δεν είναι και πολύ καλό, αφού στα σημεία οι Βασίλισσες χάνουν σταθερά, από την ταινία που αποδείχθηκε η υποδεέστερη του διαφημισμένου McQueen. Οι προσθετικές ενέσεις ενδιαφέροντος στην πορεία, όπως η άφιξη στην υπόθεση του σοσιοπαθή εκτελεστή (ο Gleeson είναι περιπτωσάρα από μόνος του) ή το νοιάξιμο των Ιταλιάνων, δίνουν μια κάποια φόρα στην πλοκή να τσουλήσει, μα και πάλι όλα μοιάζουν να χαλούν, από την στιγμή που τα στεφάνια των κυράδων, θα εξέλθουν της φυλακής, για να ανατρέψουν την ισχύουσα κατάσταση, ως τα μάτσο τάχαμου σερνικά. Κινηματογραφικά την αλλάζουν την ρότα, προς το σαφώς χειρότερο...
Κρίμας για τις έξοχες παρουσίες του υποκριτικού τριγώνου, που κάνει τα πάντα για να πείσει για τον ρεαλισμό των αγριωπών προθέσεων των ηρωίδων του, προδίδεται όμως από την τυποποίηση των 2/3 του σε ρόλους κατά βάση κωμικούς. Η χοντρούλα Mel McCarthy με το Φαραφοσετικό μαλλί (μεταξύ μας, εντυπωσιακότερη κουπ, δεν πρέπει να έχει εφευρεθεί στα χρονικά του Χρυσού Ψαλιδιού), θέλει λίγο ψωμάκι παραπάνω από την εμφάνιση της στο καλό Can You Ever Forgive Me, για να περάσει ως σοβαρή ερμηνευτής, ομοίως και η Haddish, που κανείς δεν πιάνει το πότε μεταλλάσσεται από χαμηλοβλεπούσα κυρία, στο απόλυτο blaxploitation μπαντ ας! Από την μεριά της η εκφραστική Moss, κρατά για πάρτη της τον πιο πολύπλοκο και άξιο μελέτης χαρακτήρα, αλλά μυστηριωδώς κι εκείνον με τα περισσότερα (άκαιρα) αστεία στην σύνθεση του. Εννοείται πως αν κρατάμε κάτι πάντως, αυτή είναι η πολύτιμη κασέτα ενός πανάκριβου σάουντρακ, που στην μια πλευρά της συνυπάρχουν ροκ θρύλοι του πενταγράμμου, σαν τους Stones, τους Foghat, τους Skynyrd και φυσικά τους Fleetwood Mac, που παίζουν στα end credits την πιο λατρεμένη τους μελωδία και στην άλλη μύθοι της καθαρόαιμης αμερικάνικης σόουλ, από την μοναδική Etta James, μέχρι τον Roy Ayers, τους Fifth Dimension και τις Velvelettes.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Αυγούστου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική