του Mohamed Hamidi. Με τους Gilles Lellouche, Malik Bentalha, Sabrina Ouazani, Camille Lou, Anne-Elisabeth Blateau, Loïc Legendre, Hugo Becker, Harmandeep Palminder.
Ως εδώ, όλα καλά!
του zerVo (@moviesltd)
Μιλάμε ίσως για την πιο φημισμένη ατάκα, που ακούστηκε στο φιλμ, που στην ουσία οριοθέτησε κινηματογραφικά, την έννοια των περιθωριοποιημένων προαστίων της μεγαλούπολης, κοντά μάλιστα, δυόμισι δεκαετίες πριν. Η φράση Jusqu'ici Tout Va Bien, έπαιζε ψιθυριστά στις στιγμές ακραίας έντασης του αξεπέραστου L' Haine, επιδιώκοντας να τονίσει το γεγονός, πως μπορεί όλα να ήσαν άψογα, μέχρι τα τώρα, από δω και στο εξής όμως τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Μια έκφραση ορόσημο, ανατριχιαστική στην ακρόαση της, που δεν είμαι βέβαιος πως θα την έκαιγα ποτέ, ως τον βασικό τίτλο μιας φραντσέζας (εννοείται) κομεντί, με κοινωνικές προεκτάσεις προβληματισμού, που φυσικά περιστρέφει την θεματική της, γύρω από το μείζων θέμα των αντίθετων μέτρων και σταθμών της διαβίωσης, σε μια σύγχρονη μητρόπολη.
Ο έλεγχος του σώματος δίωξης οικονομικού εγκλήματος, στα γραφεία της επιτυχημένης διαφημιστικής μπράντας Happy Few, θα είναι αμείλικτος και θα φέρει στην επιφάνεια λογιστικές ατασθαλίες, που μπορούν ακόμη και να την απειλήσουν με λουκέτο. Προκειμένου να αποφύγει το κλείσιμο της εταιρίας που με τόσο κόπο και αγωνίες έστησε, ο χαρισματικός επικοινωνιακά ιδιοκτήτης της, Φρεντ Μπαρτέλ, θα πάρει μια απόφαση ρισκαδόρα, αλλά και μοναδικά σωτήρια: Να μεταφέρει την έδρα της επιχείρησης από τα ιλουστρασιόν Ηλύσια Πεδία, στην πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης, στην Κουρνέβ, στήνοντας τα γραφεία της εκ του μηδενός, ακριβώς στο επίκεντρο της δράσης του κοινού εγκλήματος!
Πολιτισμικό σοκ θα είναι το αποτέλεσμα για όλους τους κολαριστούς υπαλλήλους, ακόμη και για τον επίμονο πως θα τα καταφέρει μπος, η μετακίνηση από τα Κολωνάκια στην θεόφτωχη συνοικία, που οι πάντες λειτουργούν παραβατικά, από τα δεκάχρονα παιδιά, μέχρι τους ηλικιωμένους συμμορίτες. Και σαν να μην έφταναν όλα τα ζόρια στον προβληματισμένο Φρεντ, στην δύσκολη προσπάθεια του να βάλει μια τάξη, κάτω από το καινούργιο στεγαστικό καθεστώς, ο έφορος, θα προσθέσει επιπλέον απαιτήσεις στον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας, κάνοντας το έργο του, από ακόμη πιο δύσκολο, έως και αδύνατο...
Οι μισές και περισσότερες πλέον Φραντσέζικες κινηματογραφικές παραγωγές, στο επίκεντρο της θεματικής τους, κάνουν αναφορά στην τεράστια ταξική διαφορά που διακρίνει τους κατοίκους της Πόλης του Φωτός. Που ως έννοια μπορεί να φαντάζει ως μία, η αλήθεια όμως είναι κατά πολύ διαφορετικότερη, καθώς πίσω από την λάμψη του Τουρ Ειφέλ, της Σαμπς Ελιζέ και της Πλας Βαντόμ, κρύβεται η ανέχεια, η απόγνωση, η συνεχής κοινωνική ώση των κατά βάση μεταναστευτικής προέλευσης πολιτών, στην παρανομία. Στοιχείο που έχει σαν αποτέλεσμα την εδώ και περίπου ένα έτος, πολιορκία της κατά τεκμήριο, ομορφότερης πρωτεύουσας της Ένωσης, από τους δυσαρεστημένους κατοίκους της, που αγανακτισμένοι από τις αδικίες ενός νομιμοφανούς συντάγματος, αντιδρούν βίαια, επιζητώντας να ισχύσει ξανά το τρίπτυχο, που όρισε τις βάσεις της πρωτοπόρας Γαλλικής Δημοκρατίας. Δύσκολα τα πράγματα για την προστατευτική μόνο προς τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς Ευρωπάρα...
Σε ακολουθία από μια ταινία που έκανα αίσθηση, τουλάχιστον με την πρωτοτυπία που επιχείρησε να προσεγγίσει τις διαφορές Ανατολής και Δύσης - Μια Αγελάδα στο Παρίσι (La Vache) - ο Γάλλος με προέλευσης από το Αλγέρι, σκηνοθέτης, Mohamed Hamidi, στήνει ακόμη ένα κοντράστ εικόνων, αυτή την φορά, επιδιώκοντας να αναδείξει το τεράστιο κενό που χωρίζει την αστική αριστοκρατία, από την βρώμικη πλέμπα. Εννοείται πως το έχουν πράξει άλλοι, πολύ καλύτερα από τον αξιόλογο δημιουργό, όπως και πολύ πρωτύτερα του, με συνέπεια στο μεγαλύτερο κομμάτι των σκοτεινιασμένης υφής εικόνων του, να επαναλαμβάνει στοιχεία που έχουμε ματαδεί. Τις ανήλικες γκανγκς που αφαιρούν ρόδες από τα πολυτελή αμάξια, για ένα δεκάευρω, τα πανέτοιμα για τσαμπουκά βαποράκια, που κατέληξαν να πουλούν φούντα, ένεκα της κατακλυσμιαίας ανεργίας, τους παγκόσμιας τάξης πραγμάτων τσιγγάνους, που ακολουθούν κάποιους δικούς τους, εντελώς διαφορετικούς από τους κοινής λογικής, κανόνες λειτουργίας.
Η προσπάθεια του Hamidi, να αναδείξει το υπαρκτό, όσο και φλέγον, ζήτημα, μέσα από ένα χιουμοριστικό πρίσμα, άλλοτε πιάνει, άλλοτε όμως όχι, κυρίως γιατί οι επιλογές του μοιάζουν προβλέψιμες και επαναλαμβανόμενες. Συνεπώς η αστεία έκφανση φθίνει, όσο πλησιάζουμε στο φινάλε που η κατάσταση σοβαρεύει, οδηγείται πιότερο προς το δράμα, ωσότου η τίγκα στην υπεραισιόδοξη αλληλεγγύη των διαφορετικών τάξεων έξοδος, βάλει τα πράγματα και πάλι στην θέση τους, συνοδεία της αιώνια αγαπησιάρικης χροιάς του Let The Music Play. Ως εδώ, όλα κακά. Από δω και πέρα, όλα ανθηρά. Μπα!
Οι υποιστορίες δένουν, όχι άψογα, αλλά ας πούμε ταιριαστά, σαν μικρά μικρά κομματάκια πάνω στον βασικό αφηγηματικό άξονα. Ο ανομολόγητος έρως του φουκαρά αλγερίνου για την ξανθομαλλούσα Ελοντί (καλός ο Malik Bentalha, σε ρολάκι τύπου συμπαθητικού Jamel Debbouze, που σημειωτέον στηρίζει την παραγωγή), ο πρωταρχικός φόβος της υπαρχηγού Λειλά, στο να ξαναγυρίσει μετά από καιρό στα παλιά της λημέρια (θηλυκό βαρέων βαρών, η μελαψή τίγρης Sabrina Ouazani), η μάχη που πρέπει να δώσει μπας και κρατήσει και την φαμίλια του ζωντανή, ο Φρεντ (ο κορυφαίος σύγχρονος τρικολόρ αστέρας, που συνδυάζει σε τόσο υψηλό επίπεδο την απόδοση του, από την κωμωδία στο δράμα, Gilles Lelouche).
Η αλήθεια είναι πως στο μυαλό μου η ταινία επανέφερε μια Ιταλιάνικη κομεντί, πρόσφατη, όπου ένας δεδηλωμένος μπουρζουάς, υποχρεούταν να ταξιδεύει κάθε μέρα στην αντίπερα τρισάθλια όχθη του Τίβερη, για να παρακολουθεί το αμόρε της ανήλικης θυγατέρας του - Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ! (Come un gatto in Tangenziale). Τα δεδομένα που συνδέουν τις δύο όμοιας θεματικής κομεντί είναι αρκετά, με κυριότερο την υπερβολή και την ακρότητα, στην προσπάθεια τους να βγάλουν το γέλιο, μέσα από συνθήκες μάλλον τραγικές, έως και θεοσκότεινες. Το γλαφυρό πλησίασμα ετούτων των δύσκολων καταστάσεων, δεν είναι αρνητικό, ίσα ίσα, που χρειάζεται κάποιες φορές να διασκεδάζεται ο πόνος. Η έλλειψη σαφούς πρότασης, είναι που δεν διακρίνει το Jusqu'ici Tout Va Bien, από τον σωρό, να το κάνει να νιώσει ξεχωριστό, σημαιοφόρο.
Ps - Να υποσημειώσω, πως ο εγχώριος τίτλος, είναι άκαιρος, άκυρος, έως και ηλίθιος!
Πολιτισμικό σοκ θα είναι το αποτέλεσμα για όλους τους κολαριστούς υπαλλήλους, ακόμη και για τον επίμονο πως θα τα καταφέρει μπος, η μετακίνηση από τα Κολωνάκια στην θεόφτωχη συνοικία, που οι πάντες λειτουργούν παραβατικά, από τα δεκάχρονα παιδιά, μέχρι τους ηλικιωμένους συμμορίτες. Και σαν να μην έφταναν όλα τα ζόρια στον προβληματισμένο Φρεντ, στην δύσκολη προσπάθεια του να βάλει μια τάξη, κάτω από το καινούργιο στεγαστικό καθεστώς, ο έφορος, θα προσθέσει επιπλέον απαιτήσεις στον τρόπο λειτουργίας της εταιρίας, κάνοντας το έργο του, από ακόμη πιο δύσκολο, έως και αδύνατο...
Οι μισές και περισσότερες πλέον Φραντσέζικες κινηματογραφικές παραγωγές, στο επίκεντρο της θεματικής τους, κάνουν αναφορά στην τεράστια ταξική διαφορά που διακρίνει τους κατοίκους της Πόλης του Φωτός. Που ως έννοια μπορεί να φαντάζει ως μία, η αλήθεια όμως είναι κατά πολύ διαφορετικότερη, καθώς πίσω από την λάμψη του Τουρ Ειφέλ, της Σαμπς Ελιζέ και της Πλας Βαντόμ, κρύβεται η ανέχεια, η απόγνωση, η συνεχής κοινωνική ώση των κατά βάση μεταναστευτικής προέλευσης πολιτών, στην παρανομία. Στοιχείο που έχει σαν αποτέλεσμα την εδώ και περίπου ένα έτος, πολιορκία της κατά τεκμήριο, ομορφότερης πρωτεύουσας της Ένωσης, από τους δυσαρεστημένους κατοίκους της, που αγανακτισμένοι από τις αδικίες ενός νομιμοφανούς συντάγματος, αντιδρούν βίαια, επιζητώντας να ισχύσει ξανά το τρίπτυχο, που όρισε τις βάσεις της πρωτοπόρας Γαλλικής Δημοκρατίας. Δύσκολα τα πράγματα για την προστατευτική μόνο προς τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς Ευρωπάρα...
Σε ακολουθία από μια ταινία που έκανα αίσθηση, τουλάχιστον με την πρωτοτυπία που επιχείρησε να προσεγγίσει τις διαφορές Ανατολής και Δύσης - Μια Αγελάδα στο Παρίσι (La Vache) - ο Γάλλος με προέλευσης από το Αλγέρι, σκηνοθέτης, Mohamed Hamidi, στήνει ακόμη ένα κοντράστ εικόνων, αυτή την φορά, επιδιώκοντας να αναδείξει το τεράστιο κενό που χωρίζει την αστική αριστοκρατία, από την βρώμικη πλέμπα. Εννοείται πως το έχουν πράξει άλλοι, πολύ καλύτερα από τον αξιόλογο δημιουργό, όπως και πολύ πρωτύτερα του, με συνέπεια στο μεγαλύτερο κομμάτι των σκοτεινιασμένης υφής εικόνων του, να επαναλαμβάνει στοιχεία που έχουμε ματαδεί. Τις ανήλικες γκανγκς που αφαιρούν ρόδες από τα πολυτελή αμάξια, για ένα δεκάευρω, τα πανέτοιμα για τσαμπουκά βαποράκια, που κατέληξαν να πουλούν φούντα, ένεκα της κατακλυσμιαίας ανεργίας, τους παγκόσμιας τάξης πραγμάτων τσιγγάνους, που ακολουθούν κάποιους δικούς τους, εντελώς διαφορετικούς από τους κοινής λογικής, κανόνες λειτουργίας.
Η προσπάθεια του Hamidi, να αναδείξει το υπαρκτό, όσο και φλέγον, ζήτημα, μέσα από ένα χιουμοριστικό πρίσμα, άλλοτε πιάνει, άλλοτε όμως όχι, κυρίως γιατί οι επιλογές του μοιάζουν προβλέψιμες και επαναλαμβανόμενες. Συνεπώς η αστεία έκφανση φθίνει, όσο πλησιάζουμε στο φινάλε που η κατάσταση σοβαρεύει, οδηγείται πιότερο προς το δράμα, ωσότου η τίγκα στην υπεραισιόδοξη αλληλεγγύη των διαφορετικών τάξεων έξοδος, βάλει τα πράγματα και πάλι στην θέση τους, συνοδεία της αιώνια αγαπησιάρικης χροιάς του Let The Music Play. Ως εδώ, όλα κακά. Από δω και πέρα, όλα ανθηρά. Μπα!
Οι υποιστορίες δένουν, όχι άψογα, αλλά ας πούμε ταιριαστά, σαν μικρά μικρά κομματάκια πάνω στον βασικό αφηγηματικό άξονα. Ο ανομολόγητος έρως του φουκαρά αλγερίνου για την ξανθομαλλούσα Ελοντί (καλός ο Malik Bentalha, σε ρολάκι τύπου συμπαθητικού Jamel Debbouze, που σημειωτέον στηρίζει την παραγωγή), ο πρωταρχικός φόβος της υπαρχηγού Λειλά, στο να ξαναγυρίσει μετά από καιρό στα παλιά της λημέρια (θηλυκό βαρέων βαρών, η μελαψή τίγρης Sabrina Ouazani), η μάχη που πρέπει να δώσει μπας και κρατήσει και την φαμίλια του ζωντανή, ο Φρεντ (ο κορυφαίος σύγχρονος τρικολόρ αστέρας, που συνδυάζει σε τόσο υψηλό επίπεδο την απόδοση του, από την κωμωδία στο δράμα, Gilles Lelouche).
Η αλήθεια είναι πως στο μυαλό μου η ταινία επανέφερε μια Ιταλιάνικη κομεντί, πρόσφατη, όπου ένας δεδηλωμένος μπουρζουάς, υποχρεούταν να ταξιδεύει κάθε μέρα στην αντίπερα τρισάθλια όχθη του Τίβερη, για να παρακολουθεί το αμόρε της ανήλικης θυγατέρας του - Δεν Θα Συμπεθεριάσουμε Ποτέ! (Come un gatto in Tangenziale). Τα δεδομένα που συνδέουν τις δύο όμοιας θεματικής κομεντί είναι αρκετά, με κυριότερο την υπερβολή και την ακρότητα, στην προσπάθεια τους να βγάλουν το γέλιο, μέσα από συνθήκες μάλλον τραγικές, έως και θεοσκότεινες. Το γλαφυρό πλησίασμα ετούτων των δύσκολων καταστάσεων, δεν είναι αρνητικό, ίσα ίσα, που χρειάζεται κάποιες φορές να διασκεδάζεται ο πόνος. Η έλλειψη σαφούς πρότασης, είναι που δεν διακρίνει το Jusqu'ici Tout Va Bien, από τον σωρό, να το κάνει να νιώσει ξεχωριστό, σημαιοφόρο.
Ps - Να υποσημειώσω, πως ο εγχώριος τίτλος, είναι άκαιρος, άκυρος, έως και ηλίθιος!
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Αυγούστου 2019 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική