του Sebastián Lelio. Με τους Julianne Moore, John Turturro, Michael Cera, Caren Pistorius, Brad Garrett, Jeanne Tripplehorn, Rita Wilson, Chris Mulkey, Sean Astin, Holland Taylor.
If everybody wants you, why isn't anybody callin'?
του zerVo (@moviesltd)
Με την ίδια ακριβώς απορία, είχα βγει από την αίθουσα, θυμάμαι, όταν είχα παρακολουθήσει το ριμέικ των Funny Games. Ίδιος σκηνοθέτης, καρέ καρέ το κοπιάρισμα, με την μόνη διαφορά πως δέκα χρόνια κατόπιν του ορίτζιναλ, οι πρωταγωνιστές δεν ομιλούσαν την γερμανική, αλλά την αγγλική. Και βεβαίως ήσαν και πιο γνώριμοι στο σινεφίλ κοινό ως αστέρες. Γιατί? Ποιος ακριβώς ο λόγος του ριπίτ? Ποιο ακριβώς είναι εκείνο το κίνητρο ενός δημιουργού, που θα τον ωθήσει να πάρει ένα πόνημα του και να το μεταποιήσει, απλά και μόνο σε μια άλλη γλώσσα? Το εμπορικό? Ε, όχι δα, σιγά την ταινία που θα κόψει τα πολλά εισιτήρια. Η πρώτη Gloria, μια εξαετία πριν, υπήρξε η ταινία που διέδωσε το όνομα του Τσιλένου ντιρέκτορα, πολύ πέρα από τα όρια της λατινοαμερικάνικης κοντινέντας του, καθώς σε όποια φέστα κι αν προβλήθηκε κυριολεκτικά έσκισε. Ακόμη θυμάμαι το κοινό στην πρώτη προβολή σε εκείνες τις Νύχτες Πρεμιέρας, να σιγοντάρει την ηρωίδα, χορεύοντας τον περίφημο σκοπό του Umberto Tozzi. Μέχρι κι αυτό άλλαξε εδώ, για να ακουστεί η (επίσης υπέροχη) english version της Laura Branigan. Για ποιον σημαντικό λόγο? Ξαναρωτώ...
Διαζευγμένη εδώ και καιρό, έχοντας τα παιδιά της πια σε ηλικία της παντρειάς, η σιμά εξηντάχρονη Γκλόρια Μπελ, έχοντας μια αξιοπρεπή εργασία που της προσφέρει όλα όσα της χρειάζονται για να διαβιώσει, έχει αποφασίσει να ακολουθήσει μια μοναχική ζωή, ανεξάρτητη και όχι επιβαρυντική για τα πρόσωπα που λατρεύει. Παρότι γόνος εύπορης φαμίλιας, ποτέ δεν θα ζητήσει κάτι από την απομακρυσμένη μητέρα της, ούτε φυσικά από τον προβληματισμένο χαζομπαμπά, γιο ή την εγκυμονούσα θυγατέρα της, που ετοιμάζεται να μετακομίσει στην Σουηδία. Το μόνο που της μοιάζει υπεραρκετό, είναι να βρίσκει αραιά και που την ευκαιρία να ξεσκάει, στις ντίσκο της πόλης της, λατρεύοντας να χορεύει της επιτυχίες των νιάτων της στην πίστα.
Εκεί που μια βραδιά, μοναχική όπως πάντα, θα γνωρίσει τον επίσης ατυχήσαντα Άρνολντ, έναν συνομήλικο της πρώην στρατιωτικό, που έχει χωρίσει από την σύζυγό του προ μηνών. Μια συνάντηση που γοργά θα εξελιχθεί σε έναν ερωτικό δεσμό, που αρχικά θα πείσει την ζορισμένη Γκλόρια, πως οι ημέρες της μοναξιάς της φτάνουν στο τέλος. Η παράξενη συμπεριφορά του μνηστήρα της, σε κάθε τηλεφώνημα που δέχεται από τις διαρκώς γκρινιάρες κόρες του, θα προβληματίσει όμως την μεσήλικη γυναίκα, δίνοντας της την εντύπωση πως πίσω από την ευγενική του στάση, κρύβει κάποιο μυστικό που δεν επιθυμεί να της αποκαλύψει.
Το ιδανικό, πανηγυρικό ίσως, προθάλαμο προς τα γηρατειά, βιώνει λες η Γκλόρια. Δεν έχει έγνοιες για τα καμάρια της, παρότι οι μικροανησυχίες πάντοτε υπάρχουν, για το που θα ξενιτευτεί η μια ή πως θα αλλάξει τις πάνες στο εγγόνι της ο άλλος, δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν, οι υποχρεώσεις της είναι καλυμμένες στο έπακρο και όποτε κάνει κέφι, φοράει το στρασάτο της ολόσωμο και βουρ για το κλαμπ. Δεν είναι έτσι, μιας και αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, η λαμπερή. Γιατί παίζει και η έτερη, η σκουριασμένη, αυτή που έχει γαριάσει από τον φόβο του τι μπορεί να της ξημερώνει. Οι ελάχιστες φίλες, μπορεί να μην την έχουν εγκαταλείψει, προέχει όμως η οικογένεια τους, συνεπώς τις παγωμένες νύχτες, τα μόνα της λόγια τα ανταλλάσσει με τον γάτο που κουλουριάζεται αδέξια στο πλάι της. Αν καταφέρει να ηρεμήσει ποτέ, καθώς ο τρόμος την κυριεύει σε κάθε εκδήλωση φρενίτιδας του γείτονα που μόνιμα την απειλεί. Όσο για την εργασία της, όλο και κάμποσα ακούγονται τελευταία για απολύσεις κι αν η μπάλα δεν πάρει την ίδια, ειδικά σε αυτή την ηλικία, σίγουρα το καμπανάκι χτυπάει για κάποια από τις αγαπημένες της συναδέλφους.
Συνεπώς η άφιξη στην καθημερινότητα της του Άρνολντ, μοιάζει με λύτρωση στην ανάγκη της για προστασία, για απανέμι, για να δείξει πως η μπογιά της περνά ακόμη, κάνοντας το κομμάτι της κι αυτή επί του πρώην προκομένου, που από καιρό έχει ξαναφτιάξει την ζωή του. Ευτυχία? Ίσως. Το πιο πιθανό για την καλοστεκούμενη Γκλόρυ, που γνωρίζει απόξω κι ανακατωτά όλα τα χιτς των Air Supply, είναι πως όσο indie αισθάνεται, άλλο τόσο αγκιστρωμένη είναι στην πραγματικότητα, στις ορέξεις όσων την τριγυρίζουν. Το ξέρει, μα... Είναι κι αυτή η μυωπία, που χειροτερεύει και δεν την αφήνει να δει την κατάσταση πιο καθαρά.
Δίχως άλλο, οι συγκρίσεις με το πρωτότυπο του Δον Lelio, είναι αναπόφευκτες. Και γενικά, παρότι η επανάληψη του Χιλιανού είναι αξιοπρεπής, προβάλλοντας το δράμα μιας γυναίκας που δεν διαφέρει και πολύ από τον μέσο όρο της κάθε αντίστοιχης της, η εδώ προσπάθεια του δεν είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν βγάζει περισσότερη ψυχή, από εκείνη την πρώτη φορά που με είχε κυριολεκτικά συναρπάσει. Δεν είναι πιο ανθρώπινη, πιο ζεστή, πιο αληθινή, πιο ρεαλιστική, παντού η ισπανόφωνη, σε οποιαδήποτε κόντρα υπερτερεί. Κι ας αφηγείται επακριβώς τα ίδια πράγματα, με την ίδια θλιβερή κουρτίνα να καλύπτει τον φακό, ωσότου φτάσουμε στον καθηλωτικά αισιόδοξο επίλογο.
Η επιλογή της ακόμα καυτής, στα 59 της παρακαλώ, Julianne Moore, μοιάζει ως η ιδανική για να αποδώσει την μπερδεμένη στα συναισθήματα της γυναίκα. Άλλωστε η πολυβραβευμένη σταρ, τον ίδιο ρόλο, τον έχει αποδώσει όχι και λίγες φορές, με τεράστια συνέπεια στην απόδοση της. Έστω κι έτσι, την συνταρακτική Paulina García δεν γίνεται να την φτάσει, πολύ απλά γιατί εκείνη υπήρξε η βασική Gloria, έγινε ένα μαζί της, δεν γίνεται τόσο εύκολα να αλλάξει η εικόνα του κοινού - που την ξέρει - με την μορφή κάποιας άλλης, όσο σπουδαία ηθοποιός κι αν είναι. Ο Turturro δίπλα της, ως το σιτεμένο αμόρε, φαντάζει λίγος, άλλωστε ποτέ του δεν κατάφερε να βγάλει από πάνω του, την στάμπα του διεκπαιρεωτικού καρατερίστα, την στιγμή που όλοι οι περιφερειακοί ρόλοι, είναι κατανεμημένοι, έστω και για τα λίγα λεπτά τους, σε ένα γνώριμο και μελετημένο καστ. Όπως έξοχα μελετημένη είναι και η κασέτα του σάουντρακ, που περιέχει γιγάντιες επιτυχίες των 70s, περιόδου των νιάτων της ηρωίδας, που τα είδε να χάνονται σχεδόν καταστροφικά και παλεύει με κάθε δύναμη να τα αναβιώσει. Ενώ η σωστή κίνηση θα ήταν να φροντίσει για ένα ποιοτικότερο, για εκείνη και μόνο, από δω και πέρα. Και αυτό ακριβώς θα κάνει!
Εκεί που μια βραδιά, μοναχική όπως πάντα, θα γνωρίσει τον επίσης ατυχήσαντα Άρνολντ, έναν συνομήλικο της πρώην στρατιωτικό, που έχει χωρίσει από την σύζυγό του προ μηνών. Μια συνάντηση που γοργά θα εξελιχθεί σε έναν ερωτικό δεσμό, που αρχικά θα πείσει την ζορισμένη Γκλόρια, πως οι ημέρες της μοναξιάς της φτάνουν στο τέλος. Η παράξενη συμπεριφορά του μνηστήρα της, σε κάθε τηλεφώνημα που δέχεται από τις διαρκώς γκρινιάρες κόρες του, θα προβληματίσει όμως την μεσήλικη γυναίκα, δίνοντας της την εντύπωση πως πίσω από την ευγενική του στάση, κρύβει κάποιο μυστικό που δεν επιθυμεί να της αποκαλύψει.
Το ιδανικό, πανηγυρικό ίσως, προθάλαμο προς τα γηρατειά, βιώνει λες η Γκλόρια. Δεν έχει έγνοιες για τα καμάρια της, παρότι οι μικροανησυχίες πάντοτε υπάρχουν, για το που θα ξενιτευτεί η μια ή πως θα αλλάξει τις πάνες στο εγγόνι της ο άλλος, δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν, οι υποχρεώσεις της είναι καλυμμένες στο έπακρο και όποτε κάνει κέφι, φοράει το στρασάτο της ολόσωμο και βουρ για το κλαμπ. Δεν είναι έτσι, μιας και αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος, η λαμπερή. Γιατί παίζει και η έτερη, η σκουριασμένη, αυτή που έχει γαριάσει από τον φόβο του τι μπορεί να της ξημερώνει. Οι ελάχιστες φίλες, μπορεί να μην την έχουν εγκαταλείψει, προέχει όμως η οικογένεια τους, συνεπώς τις παγωμένες νύχτες, τα μόνα της λόγια τα ανταλλάσσει με τον γάτο που κουλουριάζεται αδέξια στο πλάι της. Αν καταφέρει να ηρεμήσει ποτέ, καθώς ο τρόμος την κυριεύει σε κάθε εκδήλωση φρενίτιδας του γείτονα που μόνιμα την απειλεί. Όσο για την εργασία της, όλο και κάμποσα ακούγονται τελευταία για απολύσεις κι αν η μπάλα δεν πάρει την ίδια, ειδικά σε αυτή την ηλικία, σίγουρα το καμπανάκι χτυπάει για κάποια από τις αγαπημένες της συναδέλφους.
Συνεπώς η άφιξη στην καθημερινότητα της του Άρνολντ, μοιάζει με λύτρωση στην ανάγκη της για προστασία, για απανέμι, για να δείξει πως η μπογιά της περνά ακόμη, κάνοντας το κομμάτι της κι αυτή επί του πρώην προκομένου, που από καιρό έχει ξαναφτιάξει την ζωή του. Ευτυχία? Ίσως. Το πιο πιθανό για την καλοστεκούμενη Γκλόρυ, που γνωρίζει απόξω κι ανακατωτά όλα τα χιτς των Air Supply, είναι πως όσο indie αισθάνεται, άλλο τόσο αγκιστρωμένη είναι στην πραγματικότητα, στις ορέξεις όσων την τριγυρίζουν. Το ξέρει, μα... Είναι κι αυτή η μυωπία, που χειροτερεύει και δεν την αφήνει να δει την κατάσταση πιο καθαρά.
Δίχως άλλο, οι συγκρίσεις με το πρωτότυπο του Δον Lelio, είναι αναπόφευκτες. Και γενικά, παρότι η επανάληψη του Χιλιανού είναι αξιοπρεπής, προβάλλοντας το δράμα μιας γυναίκας που δεν διαφέρει και πολύ από τον μέσο όρο της κάθε αντίστοιχης της, η εδώ προσπάθεια του δεν είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν βγάζει περισσότερη ψυχή, από εκείνη την πρώτη φορά που με είχε κυριολεκτικά συναρπάσει. Δεν είναι πιο ανθρώπινη, πιο ζεστή, πιο αληθινή, πιο ρεαλιστική, παντού η ισπανόφωνη, σε οποιαδήποτε κόντρα υπερτερεί. Κι ας αφηγείται επακριβώς τα ίδια πράγματα, με την ίδια θλιβερή κουρτίνα να καλύπτει τον φακό, ωσότου φτάσουμε στον καθηλωτικά αισιόδοξο επίλογο.
Η επιλογή της ακόμα καυτής, στα 59 της παρακαλώ, Julianne Moore, μοιάζει ως η ιδανική για να αποδώσει την μπερδεμένη στα συναισθήματα της γυναίκα. Άλλωστε η πολυβραβευμένη σταρ, τον ίδιο ρόλο, τον έχει αποδώσει όχι και λίγες φορές, με τεράστια συνέπεια στην απόδοση της. Έστω κι έτσι, την συνταρακτική Paulina García δεν γίνεται να την φτάσει, πολύ απλά γιατί εκείνη υπήρξε η βασική Gloria, έγινε ένα μαζί της, δεν γίνεται τόσο εύκολα να αλλάξει η εικόνα του κοινού - που την ξέρει - με την μορφή κάποιας άλλης, όσο σπουδαία ηθοποιός κι αν είναι. Ο Turturro δίπλα της, ως το σιτεμένο αμόρε, φαντάζει λίγος, άλλωστε ποτέ του δεν κατάφερε να βγάλει από πάνω του, την στάμπα του διεκπαιρεωτικού καρατερίστα, την στιγμή που όλοι οι περιφερειακοί ρόλοι, είναι κατανεμημένοι, έστω και για τα λίγα λεπτά τους, σε ένα γνώριμο και μελετημένο καστ. Όπως έξοχα μελετημένη είναι και η κασέτα του σάουντρακ, που περιέχει γιγάντιες επιτυχίες των 70s, περιόδου των νιάτων της ηρωίδας, που τα είδε να χάνονται σχεδόν καταστροφικά και παλεύει με κάθε δύναμη να τα αναβιώσει. Ενώ η σωστή κίνηση θα ήταν να φροντίσει για ένα ποιοτικότερο, για εκείνη και μόνο, από δω και πέρα. Και αυτό ακριβώς θα κάνει!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Ιουλίου 2019 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική