του Gilles Lellouche. Με τους Mathieu Amalric, Guillaume Canet, Benoît Poelvoorde, Jean-Hugues Anglade, Virginie Efira, Leïla Bekhti, Marina Foïs, Philippe Katerine .
Άντρες με τα όλα τους και τα μπανιαρικά τους!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Σαν να λέμε, σκάσε και κολύμπα!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γνωστός ηθοποιός Gilles Lellouche. Η πρώτη του ήταν το Narco (2004), στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, αλλά πρωταγωνιστούσαν ο κολλητός του Guillaume Canet και ο Benoît Poelvoorde, που παίζουν και σε τούτη την ταινία. Το Narco το σκηνοθέτησε μαζί με τον Tristan Aurouet. Ο Lellouche στη φιλμογραφία του ως σκηνοθέτης έχει ακόμα να παρουσιάσει δύο μικρού μήκους (και οι δύο σε συνσκηνοθεσία με τον Tristan Aurouet) κι άλλες δύο σπονδυλωτές ταινίες, στις οποίες έχει σκηνοθετήσει μία από τις ιστορίες τους.
Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία Κολύμπα ή Αλλιώς Βυθίσου (Le Grand Bain / Sink Or Swim) την έκανε στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού. Πριν να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας, τα βασικά μέλη του καστ έκαναν προπόνηση συγχρονισμένης κολύμβησης για επτά περίπου μήνες! Στη Γαλλία η ταινία έκοψε πάνω από 4,5 εκατομμύρια εισιτήρια! Ήταν υποψήφια για 10 Cesar (τα γαλλικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά μόνον ένα: εκείνο β' ανδρικού ρόλου, για τον Philippe Katerine. Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο πλαίσιο του περασμένο 20ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου τιμήθηκε με το βραβείο κοινού.
Η υπόθεση: Ο Μπερτράν είναι ένας μεσήλικας που πάσχει από εξουθενωτική κατάθλιψη. Η ψυχολογική του κατάσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι άνεργος εδώ και δύο χρόνια. Οπότε, τα λεφτά στο σπίτι τα φέρνει η σύζυγός του, η Κλερ, η οποία τον υποστηρίζει όσο μπορεί, αλλά έχει φτάσει κι αυτή στα όριά της. Την κατάσταση δεν βοηθάει η αδελφή της Κλερ, η Κλεμεντίν και ο σύζυγός της, ο Τιμπό, που έχουν μια αφ' υψηλού κριτική στάση απέναντι στο αγαπημένο μα ευρισκόμενο σε δυσκολία, ζευγάρι. Συγκυριακά και από μια διάθεση «δεν γαμιέται», ο Μπερτράν αποφασίζει να γραφτεί στην ανδρική ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης της περιοχής, την οποία προπονεί η Ντελφίν, παλιό αστέρι, που έχει κι αυτή να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες.
Μεταξύ των μελών της ομάδας είναι: Ο Λοράν δεν έχει οικονομικό πρόβλημα. Έχει όμως θέμα διαχείρισης νεύρων, κυρίως εξαιτίας της μητέρας του, που πάσχει από ψυχική νόσο, αλλά και εξαιτίας της δύσκολης σχέσης του με τη γυναίκα του – κι έχει κι έναν ανήλικο γιο που κεκεδίζει. Ο Μαρκούς έχει ανοίξει μια επιχείρηση με πισίνες, η οποία πάει κατά διαόλου. Ο Σιμόν έχει μείνει κολλημένος στο παρελθόν του ως ροκ σταρ γάμα διαλογής, κάτι που έχει αντίκτυπο στη σχέση του με την κόρη του. Και ο Τιερί, που είναι και ο υπεύθυνος του κολυμβητηρίου, είναι ένας αγαθιάρης, που δεν τα πάει καθόλου καλά με το άλλο φύλο – κι ας θέλει τόσο πολύ να γνωρίσει τις αμαρτίες της σάρκας. Αυτοί και μερικοί άλλοι παράξενοι τύποι συγκροτούν την παράξενη ομάδα. Και μέσα από συγκρούσεις αλλά κυρίως μέσα από το ομαδικό πνεύμα θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τους δαίμονές τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Δεν του το 'χα του Gilles Lellouche ότι θα μπορούσε να σκηνοθετήσει μια ταινία τόσο γλυκιά, τόσο πικρή και τόσο αστεία μαζί. Αν και το έχει... ξανακάνει τελικά! Το Narco ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, πραγματικά, που ισορροπούσε ανάμεσα στην κωμωδία, το δράμα και το... αλλόκοτο. Εδώ ο Lellouche φτιάχνει ένα μικρό κομψοτέχνημα. Εμπνευσμένος από μιαν αληθινή ιστορία (η οποία καταγράφεται και στην ταινία «Swimming with Men», επίσης του 2018) ούτε λίγο ούτε πολύ, κατορθώνει να φέρει εις πέρας το εγχείρημά του με απόλυτη επιτυχία. Κάτι που, πιστέψτε με, δεν είναι λίγο. Και δημιουργεί ένα αληθινό crowdpleaser με όλη τη σημασία της λέξης, στη λογική του «Άνδρες με τα όλα τους» - μια ταινία που λειτουργεί ως φωτεινό παράδειγμα σε σημείο... παρεξηγήσεως. Μόνο που εκτός από την ανεργία, που κυριαρχούσε στην υπέροχη βρετανική ταινία του Peter Cattaneo από τα 1997, εδώ έχει προστεθεί η υπαρξιακή κρίση, η κατάθλιψη, η μη αποδοχή.
Επτά ζορισμένοι άνδρες μετά τα σαράντα τους, που τρώνε σφαλιάρες από παντού και δεν έχουν από που να πιαστούν. Αυτά είναι αδιέξοδα – και δεν κάνω πλάκα. Ούτε η ταινία «κάνει πλάκα». Δεν γελοιοποιεί τους ήρωές του ο Lellouche – ίσα ίσα. Τους παρατηρεί με τρομερή συμπάθεια και αγάπη, όντας κι αυτός ένας σαραντάρης και βάλε, χωρίς ποτέ να τους νταντεύει. Χωρίς να τους κανακεύει. Χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις. Η απάντηση στα προβλήματά σου, λέει ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος, μπορεί να σου έρθει από εκεί που δεν το περιμένεις! Ναι, η απάντηση στην κρίση είναι η συγχρονισμένη κολύμβηση! Ένα κατεξοχήν γυναικείο άθλημα! Γεμάτο χάρη και ομορφιά! Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε! Η συγχρονισμένη κολύμβηση για αυτούς τους άνδρες γίνεται το μέσον όχι ο σκοπός. Βρίσκονται μαζί και χαλαρώνουν. Βρίσκονται μαζί και εμφορούνται από ένα αίσθημα κοινού στόχου, ομαδικότητας, σύμπνοιας και «ένας για όλους και όλοι για έναν». Μέσα στο νερό δεν έχει σημασία αν είναι χοντροί, άσχημοι, παρθένοι, ζοχαδιασμένοι, γκέι, καταθλιπτικοί ή χρεοκοπημένοι. Μέσα στο νερό θαρρείς κι επιστρέφουν στη μήτρα της μητέρας τους. Και όλα φαίνονται πια πιθανά. Και εφικτά. Και ωραία.
Εντάξει, όλη η φάση με τον τελικό διαγωνισμό, έχει την αμερικανιά της. Είναι σαν να βλέπουμε τον τελικό γύρο από τα «Rocky» ή από τα «Karate Kid». Ναι, είναι εντελώς... ψεύτικο αυτό, αυτός ο ανταγωνισμός, όμως, το γεγονός ότι η παλιοπαρέα με τα συγκεκριμένα ρεμάλια όχι μόνο θα καταφέρει να μην... βυθιστεί στην πισίνα όπου συναγωνίζεται μεγαθήρια (!!!), όχι μόνον θα επιπλεύσει, αλλά θα είναι και άκρως ανταγωνιστική – με τρόπο που ενώνει τη θυμηδία με τον θαυμασμό, εντέλει σε αγγίζει ως θεατή. Και κάποιους τους αγγίζει περισσότερο από κάποιους άλλους. Θέλω να πω: είσαι άνδρας σαραντάρης plus και τραβάς λούκι; Αποκλείεται να μην σου αρέσει η ταινία. Γιατί ταυτίζεσαι – ίσως με περισσότερους από έναν από τους αντιήρωες ήρωές της. Βοηθάνε πολύ και οι ερμηνείες σε αυτό. Μιλάμε για πολύ δυνατό καστ.
Τον Mathieu Amalric δεν τον έχω και πολύ σε εκτίμηση ως ηθοποιό – και ως σκηνοθέτη φτάνω σε όρια σχεδόν μίσους – αλλά εδώ είναι χάρμα ιδέσθαι! Είναι εξαιρετικός πραγματικά. Τον Jean-Hugues Anglade, που το πρωί μοιράζει φαγητό σε μαθητές στο σχολείο και το βράδυ το παίζει David Bowie, ουσιαστικά σε αξιομνημόνευτο ρόλο έχω να τον δω από τη «Βασίλισσα Μαργκό»! Κι εδώ είναι πάρα πολύ καλός! Η βελγική σκατόφατσα, ο Benoît Poelvoorde, της φήμης του «Άνθρωπος δαγκώνει σκύλο» είναι σταθερά καλός. Ο Philippe Katerine είναι πραγματική αποκάλυψη. Μέχρι και ο στα κάτω του τελευταία Guillaume Canet, που έχει και τον πιο άχαρο και αχώνευτο ρόλο, είναι πάρα πολύ καλός.
Σούπερ ταινία και παρά τις... διαρροές, πιστεύω πως θα γίνει μία από τις μεγάλες επιτυχίες της φετινής σεζόν. Τουλάχιστον, σε έναν δίκαιο κόσμο, αυτό είναι το σωστό. Κι επειδή, με ξέρετε, κολλάω πολύ και με τα σάουντρακ, εντάξει, από το «Everybody wants to rule the world» μέχρι το «Let's get physical» και το «Easy lover» ήταν απολαυστικότατο, με κορυφαία στιγμή, βεβαίως, εκείνη στην οποία ακούστηκε το βασικό θέμα από το «Chariots of fire» του Vangelis! Και με το σάουντρακ να το υπογράφει – τεράστια έκπληξη – ο Jon Brion, που υπέγραψε τα σάουντρακ των πρώτων ταινιών του Paul Thomas Anderson, μεταξύ των άλλων. Σούπερ!
Το σενάριο είναι καλογραμμένο, οι διάλογοι πραγματικά κεντούν, και οι όποιες αφέλειες, ατολμίες και κινήσεις εκ του ασφαλούς δεν μπορούν παρά να «βολευτούν» κάτω από την πινακίδα «μικρό το κακό». Κι όταν ο φιλοσοφικός πρόλογος συναντήσει το επίσης φιλοσοφικό φινάλε, με τον τρόπο που αρχίζουν και τελειώνουν τα ποιήματα του Καβάφη, ένα είναι σίγουρο φίλε (άντε, και φίλη): έχεις δει μιαν πάρα, πάρα, πάρα πολύ διασκεδαστική και ψυχαγωγική ταινία. Όχι τέλεια. Αλλά τουλάχιστον ειλικρινή. Και αστεία. Αντέστε.
Η υπόθεση: Ο Μπερτράν είναι ένας μεσήλικας που πάσχει από εξουθενωτική κατάθλιψη. Η ψυχολογική του κατάσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι άνεργος εδώ και δύο χρόνια. Οπότε, τα λεφτά στο σπίτι τα φέρνει η σύζυγός του, η Κλερ, η οποία τον υποστηρίζει όσο μπορεί, αλλά έχει φτάσει κι αυτή στα όριά της. Την κατάσταση δεν βοηθάει η αδελφή της Κλερ, η Κλεμεντίν και ο σύζυγός της, ο Τιμπό, που έχουν μια αφ' υψηλού κριτική στάση απέναντι στο αγαπημένο μα ευρισκόμενο σε δυσκολία, ζευγάρι. Συγκυριακά και από μια διάθεση «δεν γαμιέται», ο Μπερτράν αποφασίζει να γραφτεί στην ανδρική ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης της περιοχής, την οποία προπονεί η Ντελφίν, παλιό αστέρι, που έχει κι αυτή να αντιμετωπίσει τους δικούς της δαίμονες.
Μεταξύ των μελών της ομάδας είναι: Ο Λοράν δεν έχει οικονομικό πρόβλημα. Έχει όμως θέμα διαχείρισης νεύρων, κυρίως εξαιτίας της μητέρας του, που πάσχει από ψυχική νόσο, αλλά και εξαιτίας της δύσκολης σχέσης του με τη γυναίκα του – κι έχει κι έναν ανήλικο γιο που κεκεδίζει. Ο Μαρκούς έχει ανοίξει μια επιχείρηση με πισίνες, η οποία πάει κατά διαόλου. Ο Σιμόν έχει μείνει κολλημένος στο παρελθόν του ως ροκ σταρ γάμα διαλογής, κάτι που έχει αντίκτυπο στη σχέση του με την κόρη του. Και ο Τιερί, που είναι και ο υπεύθυνος του κολυμβητηρίου, είναι ένας αγαθιάρης, που δεν τα πάει καθόλου καλά με το άλλο φύλο – κι ας θέλει τόσο πολύ να γνωρίσει τις αμαρτίες της σάρκας. Αυτοί και μερικοί άλλοι παράξενοι τύποι συγκροτούν την παράξενη ομάδα. Και μέσα από συγκρούσεις αλλά κυρίως μέσα από το ομαδικό πνεύμα θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τους δαίμονές τους. Θα τα καταφέρουν;
Η άποψή μας: Δεν του το 'χα του Gilles Lellouche ότι θα μπορούσε να σκηνοθετήσει μια ταινία τόσο γλυκιά, τόσο πικρή και τόσο αστεία μαζί. Αν και το έχει... ξανακάνει τελικά! Το Narco ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, πραγματικά, που ισορροπούσε ανάμεσα στην κωμωδία, το δράμα και το... αλλόκοτο. Εδώ ο Lellouche φτιάχνει ένα μικρό κομψοτέχνημα. Εμπνευσμένος από μιαν αληθινή ιστορία (η οποία καταγράφεται και στην ταινία «Swimming with Men», επίσης του 2018) ούτε λίγο ούτε πολύ, κατορθώνει να φέρει εις πέρας το εγχείρημά του με απόλυτη επιτυχία. Κάτι που, πιστέψτε με, δεν είναι λίγο. Και δημιουργεί ένα αληθινό crowdpleaser με όλη τη σημασία της λέξης, στη λογική του «Άνδρες με τα όλα τους» - μια ταινία που λειτουργεί ως φωτεινό παράδειγμα σε σημείο... παρεξηγήσεως. Μόνο που εκτός από την ανεργία, που κυριαρχούσε στην υπέροχη βρετανική ταινία του Peter Cattaneo από τα 1997, εδώ έχει προστεθεί η υπαρξιακή κρίση, η κατάθλιψη, η μη αποδοχή.
Επτά ζορισμένοι άνδρες μετά τα σαράντα τους, που τρώνε σφαλιάρες από παντού και δεν έχουν από που να πιαστούν. Αυτά είναι αδιέξοδα – και δεν κάνω πλάκα. Ούτε η ταινία «κάνει πλάκα». Δεν γελοιοποιεί τους ήρωές του ο Lellouche – ίσα ίσα. Τους παρατηρεί με τρομερή συμπάθεια και αγάπη, όντας κι αυτός ένας σαραντάρης και βάλε, χωρίς ποτέ να τους νταντεύει. Χωρίς να τους κανακεύει. Χωρίς να ωραιοποιεί καταστάσεις. Η απάντηση στα προβλήματά σου, λέει ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος, μπορεί να σου έρθει από εκεί που δεν το περιμένεις! Ναι, η απάντηση στην κρίση είναι η συγχρονισμένη κολύμβηση! Ένα κατεξοχήν γυναικείο άθλημα! Γεμάτο χάρη και ομορφιά! Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε! Η συγχρονισμένη κολύμβηση για αυτούς τους άνδρες γίνεται το μέσον όχι ο σκοπός. Βρίσκονται μαζί και χαλαρώνουν. Βρίσκονται μαζί και εμφορούνται από ένα αίσθημα κοινού στόχου, ομαδικότητας, σύμπνοιας και «ένας για όλους και όλοι για έναν». Μέσα στο νερό δεν έχει σημασία αν είναι χοντροί, άσχημοι, παρθένοι, ζοχαδιασμένοι, γκέι, καταθλιπτικοί ή χρεοκοπημένοι. Μέσα στο νερό θαρρείς κι επιστρέφουν στη μήτρα της μητέρας τους. Και όλα φαίνονται πια πιθανά. Και εφικτά. Και ωραία.
Εντάξει, όλη η φάση με τον τελικό διαγωνισμό, έχει την αμερικανιά της. Είναι σαν να βλέπουμε τον τελικό γύρο από τα «Rocky» ή από τα «Karate Kid». Ναι, είναι εντελώς... ψεύτικο αυτό, αυτός ο ανταγωνισμός, όμως, το γεγονός ότι η παλιοπαρέα με τα συγκεκριμένα ρεμάλια όχι μόνο θα καταφέρει να μην... βυθιστεί στην πισίνα όπου συναγωνίζεται μεγαθήρια (!!!), όχι μόνον θα επιπλεύσει, αλλά θα είναι και άκρως ανταγωνιστική – με τρόπο που ενώνει τη θυμηδία με τον θαυμασμό, εντέλει σε αγγίζει ως θεατή. Και κάποιους τους αγγίζει περισσότερο από κάποιους άλλους. Θέλω να πω: είσαι άνδρας σαραντάρης plus και τραβάς λούκι; Αποκλείεται να μην σου αρέσει η ταινία. Γιατί ταυτίζεσαι – ίσως με περισσότερους από έναν από τους αντιήρωες ήρωές της. Βοηθάνε πολύ και οι ερμηνείες σε αυτό. Μιλάμε για πολύ δυνατό καστ.
Τον Mathieu Amalric δεν τον έχω και πολύ σε εκτίμηση ως ηθοποιό – και ως σκηνοθέτη φτάνω σε όρια σχεδόν μίσους – αλλά εδώ είναι χάρμα ιδέσθαι! Είναι εξαιρετικός πραγματικά. Τον Jean-Hugues Anglade, που το πρωί μοιράζει φαγητό σε μαθητές στο σχολείο και το βράδυ το παίζει David Bowie, ουσιαστικά σε αξιομνημόνευτο ρόλο έχω να τον δω από τη «Βασίλισσα Μαργκό»! Κι εδώ είναι πάρα πολύ καλός! Η βελγική σκατόφατσα, ο Benoît Poelvoorde, της φήμης του «Άνθρωπος δαγκώνει σκύλο» είναι σταθερά καλός. Ο Philippe Katerine είναι πραγματική αποκάλυψη. Μέχρι και ο στα κάτω του τελευταία Guillaume Canet, που έχει και τον πιο άχαρο και αχώνευτο ρόλο, είναι πάρα πολύ καλός.
Σούπερ ταινία και παρά τις... διαρροές, πιστεύω πως θα γίνει μία από τις μεγάλες επιτυχίες της φετινής σεζόν. Τουλάχιστον, σε έναν δίκαιο κόσμο, αυτό είναι το σωστό. Κι επειδή, με ξέρετε, κολλάω πολύ και με τα σάουντρακ, εντάξει, από το «Everybody wants to rule the world» μέχρι το «Let's get physical» και το «Easy lover» ήταν απολαυστικότατο, με κορυφαία στιγμή, βεβαίως, εκείνη στην οποία ακούστηκε το βασικό θέμα από το «Chariots of fire» του Vangelis! Και με το σάουντρακ να το υπογράφει – τεράστια έκπληξη – ο Jon Brion, που υπέγραψε τα σάουντρακ των πρώτων ταινιών του Paul Thomas Anderson, μεταξύ των άλλων. Σούπερ!
Το σενάριο είναι καλογραμμένο, οι διάλογοι πραγματικά κεντούν, και οι όποιες αφέλειες, ατολμίες και κινήσεις εκ του ασφαλούς δεν μπορούν παρά να «βολευτούν» κάτω από την πινακίδα «μικρό το κακό». Κι όταν ο φιλοσοφικός πρόλογος συναντήσει το επίσης φιλοσοφικό φινάλε, με τον τρόπο που αρχίζουν και τελειώνουν τα ποιήματα του Καβάφη, ένα είναι σίγουρο φίλε (άντε, και φίλη): έχεις δει μιαν πάρα, πάρα, πάρα πολύ διασκεδαστική και ψυχαγωγική ταινία. Όχι τέλεια. Αλλά τουλάχιστον ειλικρινή. Και αστεία. Αντέστε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 13 Ιουνίου 2019 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική