Αμάντα (Amanda) Poster ΠόστερΑμάντα

του Mikhaël Hers. Με τους Vincent Lacoste, Isaure Multrier, Stacy Martin, Ophélia Kolb, Marianne Basler, Jonathan Cohen, Greta Scacchi.


«Θα ανεχόμαστε ο ένας τον άλλο;»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Έχε τον νου σου στο παιδί

Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Mikhaël Hers, μετά από τρεις μεσαίου μήκους. Οι τρεις μεσαίου μήκους έκαναν όλες πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών: οι δύο πρώτες του στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» και η τρίτη στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Αυτή είναι η πρώτη του ταινία που βλέπουμε εμπορικά στη χώρα μας.

Αμάντα (Amanda) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Αμάντα (Amanda) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο τμήμα «Orizzonti», όπου τιμήθηκε με το βραβείο Magic Lantern. Ήταν υποψήφια για δύο βραβεία Cesar (τα γαλλικά Όσκαρ): καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Vincent Lacoste και καλύτερης μουσικής. Η ταινία έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες: Another Take» ενώ την Τρίτη 9 Απριλίου προβλήθηκε και στο πλαίσιο του 20ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Αθήνα.

Η υπόθεση: Ο Νταβίντ είναι ένας 20άρης Παριζιάνος, που κάνει διάφορες παράξενες δουλειές και απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα γνωρίσει τη Λένα, μια δασκάλα πιάνου, και θα την ερωτευθεί. Η ζωή του όμως θα αλλάξει δραματικά όταν η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονείται κατά τη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Ο Νταβίντ καλείται να γίνει ο κηδεμόνας της 7χρονης ανιψιάς του, της Αμάντα, κόρης της αδικοχαμένης αδελφής του, που μεγάλωνε την κόρη της μόνη της. Και καλείται επίσης να διαχειριστεί την προσπάθεια της μητέρας του να τα ξαναβρούν, 20 χρόνια αφού τους εγκατέλειψε, αφήνοντας μόνον τον πατέρα του να μεγαλώσει εκείνον και την αδελφή του...

Η άποψή μας: Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες, τις γλυκιές και αγαπημένες, που ασχολούνται με πολύ σοβαρά θέματα, γνωρίζουν το μικρό βεληνεκές τους αλλά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ταπεινά, χωρίς φανφάρες, αρθρώνοντας κατανοητό λόγο, που αν μη τι άλλο, αφορά τον θεατή. Και τον συγκινεί. Κι όλα αυτά χωρίς να... κλέβει. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια αμυδρή, εκλεκτική σχέση με τους «Κλέφτες καταστημάτων», σε ότι έχει να κάνει με τη δημιουργία μιας πραγματικής οικογένειας, πέρα από τον τυπικό ορισμό της... Η ταινία κινείται σε τρεις διαφορετικούς άξονες, και κατορθώνει να τους βαδίσει με αξιοπρέπεια, χωρίς να μπερδευτεί ή να εξοκείλει. Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλότονη, όμορφη αισθηματική ιστορία. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, που θέλει να καταπιαστεί με το θέμα της τρομοκρατίας, κι ευτυχώς, δεν (κατα)πλακώνεται από αυτό.

Κυρίως, όμως, αυτή είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Ενηλικίωσης μέσω της ανάληψης ευθυνών. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά και στη σύνοψη που έχει δώσει το φεστιβάλ για την ταινία, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που συνοψίζεται με τη φράση «ο δεσμός ανάμεσα σ’ ένα παιδί που μεγαλώνει απότομα και σ’ έναν ενήλικα που δεν έχει ξεπεράσει την παιδική ηλικία». Η μικρούλα Αμάντα σε μία στιγμή χάνει κυριολεκτικά τον κόσμο της. Είναι τόσο μεγάλο το χτύπημα που δέχεται, που θα μπορούσε να την καταστρέψει. Εννοείται πως θα κουβαλάει το τραύμα σε όλη της ζωή. Κι εννοείται πως χάνει με μιας όλη την παιδική της αθωότητα. Είναι μικρή, όμως. Χρειάζεται βοήθεια για να σταθεί στα πόδια της. Είναι ο θείος της η καλύτερη επιλογή αρωγής; Είναι ο Νταβίντ ώριμος ώστε να αναλάβει αυτήν την τεράστια ευθύνη; Ένας τύπος, που πέρα όλων των άλλων, έχει να αντιμετωπίσει και τα δικά του άλυτα ζητήματα με τη μητέρα του, μιας που ουσιαστικά από τη μεριά του δεν βίωσε τη μητρική αγάπη, έτσι όπως θα πρέπει να τη βιώνουν τα παιδιά παντού στον κόσμο;

Αυτό που κάνει πολύ έξυπνα η ταινία είναι ο χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας. Δεν δαιμονοποιεί τον μουσουλμανισμό: οι ήρωές της είναι άθεοι, και η αντίδρασή τους είναι αυτή λογικών και ψύχραιμων ανθρώπων. Δεν καταπιάνεται με την πολιτική πλευρά των τρομοκρατικών επιθέσεων, αλλά με τον αντίκτυπό τους. Αυτές είναι μικρές λεπτομέρειες, που έχουν όμως ιδιαίτερη σημασία. Η ταινία είναι συγκινητική χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Το καστ της είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Ο συνήθως αντιπαθής Vincent Lacoste είναι πολύ καλός στο ρόλο του Νταβίντ, η Stacy Martin (της φήμης του «Nymphomaniac») τα πάει εξαιρετικά ως η φιλενάδα του Νταβίντ – και είναι ένας ρόλος ζουμερός, όχι προσχηματικός και για να γεμίσει τα όποια κενά – ακόμα και η εξαφανισμένη τα τελευταία χρόνια Greta Scacchi έχει τον μικρό αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της μητέρας του Νταβίντ. Αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την οικογένειά της και η σκηνοθετική και σεναριακή αντιμετώπιση, αλλά και η ερμηνεία της Scacchi, δεν επιτρέπουν στον θεατή να την χαρακτηρίσει στερεοτυπικά ως «κακή» ή «άκαρδη» μάνα. Και η πιτσιρίκα που υποδύεται την Αμάντα είναι γλυκύτατη, με έναν νατουραλισμό σπάνιο για την ηλικία της. Να επισημάνουμε πως και η μουσική που έγραψε ο γεννημένος στη Νέα Υόρκη Anton Sanko είναι όμορφη και απολύτως ταιριαστή στην αισθητική του φιλμ.

Γενικώς, η ταινία διαχειρίζεται τα θέματά της διακριτικά και σε καμία περίπτωση μισαλλόδοξα ή διδακτικά. Πιο πολύ επικεντρώνεται στο πως μπορεί κάποιος να συνέλθει μετά από κάτι εξαιρετικά σκληρό που του συμβαίνει. Είτε όταν είναι ενήλικας είτε όταν είναι παιδί. Λίγο χαλαρή μπορείς να τη χαρακτηρίσεις σε ότι αφορά επιμέρους δραματουργικά στοιχεία. Σε κάποιες στιγμές σου δίνει το δικαίωμα να θεωρήσεις ότι αναλώνεται σε πράγματα που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και παραλείπει άλλα σημαντικά (όπως πχ τι γίνεται με τον εραστή της δολοφονημένης αδελφής) αλλά έξυπνα ο σκηνοθέτης ακολουθεί το ρυθμό της ζωής. Στη ζωή συμβαίνουν τυχαία πράγματα, που δεν έχουν σημασία, αλλά μπαίνουν στην καθημερινότητα. Έτσι αντιμετωπίζει την ταινία του ο σκηνοθέτης: σαν μια άναρχη φέτα ζωής. Τίποτα συγκλονιστικό ή σπουδαίο, σίγουρα όμως άξιο παρακολούθησης.

Αμάντα (Amanda) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Απριλίου 2019 από την Danaos Films!