του Riccardo Milani. Με τους Paola Cortellesi, Antonio Albanese, Sonia Bergamasco, Luca Angeletti, Antonio D'Ausilio, Alice Maselli, Simone de Bianchi, Claudio Amendola, Franca Leosini
Δύο Ξένοι
του zerVo (@moviesltd)
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ μου εκείνο το απόγευμα, που γυρίζοντας στο σπίτι από την δουλειά, το 16χρονο κορίτσι μου στην είσοδο της πολυκατοικίας, με σύστησε με το συνομήλικο αγόρι της, εφηβικό της φλερτ από το σχολείο. Εννοείται πως στον δια χειραψίας χαιρετισμό, το χαμόγελο μου υποδήλωνε κάτι από τιμωρό Jason Statham, άσε που η δύναμη μεγέθους Dwayne Johnson που έβαλα στο θερμότατο σφίξιμο της παλάμης, πρέπει να το κάτσιασε για καμιά βδομάδα το κακόμοιρο. Η πλάκα είναι που δεν την μετάνιωσα στιγμή την...εγκάρδια χαιρετούρα, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ακόμη πιο δεινή, αν μου ανέφερε πως ο λεγάμενος μένει σε κανένα Περιστέρι. Μα για στάσου κι εμάς το σπίτι μας στο Περιστέρι δεν βρίσκεται..?
Από τους πλέον πολυάσχολους και γεμάτους καινοτόμες ιδέες εκπροσώπους της Ιταλικής αντιπροσωπείας στην Κομισιόν, είναι ο εκλεκτικός Τζοβάνι, ένας σοβαρός τεχνοκράτης, που έχει εκπονήσει και προωθήσει σχέδιο ανάπλασης και ανάπτυξης των φτωχικών συνοικιών που περιβάλλουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ωστόσο ο ίδιος, κάτοικος του πανάκριβου κέντρου της Ρώμης, δεν έχει ιδία άποψη για τις συνθήκες που επικρατούν στα εξαθλιωμένα προάστια, γνώμη που θα αποκτήσει εντελώς αναπάντεχα, έχοντας βαλθεί να παρακολουθήσει την 13χρονη θυγατέρα του, Ανιέσε, η οποία προς τεράστια έκπληξη του, μόλις του συνέστησε το αγόρι της, τον Αλέσιο, που εκ πρώτης όψης δεν δείχνει να ανήκει σε κοινωνική τάξη εφάμιλλη της δικής του.
Και πραγματικά έτσι ακριβώς συμβαίνει, μιας και η παρακολούθηση θα τον οδηγήσει στην μίζερη και εξαθλιωμένη γειτονιά του Μπαστότζι, εκεί που στα θεόρατα μπλοκ των δεκάδων διαμερισμάτων στοιβάζονται εκατοντάδες πολίτες, άποροι, άφραγκοι, που δεν τους περισσεύει ούτε μισό ευρώ για πολυτέλειες. Το πολιτισμικό σοκ που θα υποστεί ο μεσήλικας πολιτικάντης, θα εκτραχυνθεί ακόμη πιότερο, καθώς θα συναντήσει την αθυρόστομη και επιβλητική Μόνικα, την μαμά του μπόιφρεντ της κόρης, με την οποία καθώς φαίνεται δεν τους συνδέει ούτε ένα κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο. Ούτε ένα? Όχι ακριβώς, αφού από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση, αμφότεροι θα συμφωνήσουν, πως θα πρέπει να κάνουν ότι περνά από το χέρι τους, προκειμένου τα παιδιά τους να χωρίσουν τσανάκια, το συντομότερο δυνατόν!!!
Εκείνος κοτσονάτος, γλυκομίλητος, ευθυτενής, με άριστη γνώση του σαβουάρ βιβρ, ευαίσθητος, ευγενικός, καλοβαλμένος, πάντα ντυμένος στην πένα, έχει αναλάβει μετά το διαζύγιο του από την φαντασμένη πρώην, που τον άφησε για να ασχοληθεί με την αρωματοποιία και τις λεβάντες της στην Γαλλία, το μεγάλωμα της μικρής του κόρης. Εκείνη άνεργη και καταχρεωμένη, με μοναδική προϋπηρεσία το ταμείο του σούπερ μάρκετ, φωνακλού, επιθετική, με την κακιά λέξη μόνιμα στο στόμα, τιγκαρισμένη στα τατουάζ, ντυμένη με πάμφθηνα τσίτια, δίχως τρόπους και καλές συμπεριφορές, από τον καιρό που ο δικός της ξαναμπήκε στην στενή, παλεύει με νύχια και με δόντια να αναθρέψει σωστά τον κανακάρη της, κάτω από συνθήκες αβάστακτες, έχοντας αναλάβει να φροντίζει και τις δύο δίδυμες κλεπτομανείς εξαδέλφες της, που συζούν μαζί στην ίδια φτωχική γκαρσονιέρα. Δυο κόσμοι αντίθετοι, που συμβιώνουν σε ένα κοντινό περιβάλλον, χωρισμένο με σοσιολογικά συρματοπλέγματα, έχοντας όμως, γονικά, τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Υπάρχει άραγε περιθώριο, κάπου, κάπως, να συναντηθούν, να μιλήσουν και την ίδια γλώσσα, αν και κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψης φαντάζει αδύνατο?
Αν και σχετικά υπερβολική, έως και χοντροκομμένη, στον τρόπο που αναδεικνύει ένα από τα πλέον σημαντικά κοινωνικά ζητήματα των σύγχρονων μητροπόλεων, η κομεντί που υπογράφει ο Riccardo Milani, με κέφι, με ζωντάνια και με μπρίο, πετυχαίνει να προβάλλει το κοντράστ. Αποσπώντας από κάθε πλευρά, εκείνη του αριστοκρατικού συντηρητισμού των πατρικίων κι αυτή της έχει ο θεός επιβίωσης των πληβείων, τις πιο ακραίες εκδοχές, φέρνοντας τις σιμά ελέω παιδικού έρωτος, ενώνοντας τις από μια πατρική / μητρική ματαιόδοξη και ανώφελη επιδίωξη, μα στην πραγματικότητα συνδέοντας τις με το βασικότερο στοιχείο που θα έπρεπε να βασιλεύει σε κάθε κόσμο, μικρό ή μεγαλύτερο: Την ανθρωπιά.
Το χιούμορ του Come Un Gatto in Tangenziale (ιταλιάνικος φραστικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται για να δειχθεί πως η σχέση των δύο ανηλίκων δεν πρόκειται να μακροημερεύσει) είναι μεν πηγαίο, στήνοντας μια λαϊκή κωμωδία τουλάχιστον αξιοπρεπή, στην υπερπροσπάθεια του να κάνει τις καταστάσεις ακόμη πιο έντονες και τις διακρίσεις πιο πομπώδεις, σε πολλά σημεία βγαίνει εκτός τροχιάς και οδηγείται στην φανφαρόνικη επανάληψη. Το βέβαιο πάντως είναι, αν κρίνουμε από τα κοντά δύο εκατομμύρια εισιτήρια που το φιλμ έκοψε στην γείτονα, πως πιάνει σε μεγάλο βαθμό τον σφυγμό, δεν διστάζει να πει πράγματα έξω από τα δόντια και εκεί που χρειάζεται, πλησιάζοντας στο φινάλε, προτάσσει και την ουτοπική του ιδέα, προκειμένου τα πάντα να λήξουν τραγουδιστά, συγκινητικά και εν ειρήνη, στο πλάι μιας από τις πιο φημισμένες φοντάνες της Αιώνιας Πόλης.
Τον αλέγκρο παλμό του έργου, ορίζει η εντυπωσιακή θωριά της πρωταγωνίστριας Paola Cortellesi, της πολυτάλαντης 45χρονης Ρωμάνας, που με πανέτοιμο το μπινελίκι στην γλώσσα, ορίζει την συμπεθέρα που κανείς δεν θα ήθελε να εμφανιστεί στο διάβα του. Πόσο μάλλον ο κλασσάτος και σεβάσμιος από σύσσωμο τον περίγυρο του Κολωνακιώτης, που με την γνώριμη απορία στο βλέμμα αποδίδει ο πολύ καλός Antonio Albanese, στην δεύτερη συνύπαρξη μαζί της, κατόπιν του επίσης πετυχημένου Mamma o papà?. Η σινεφίλ αναφοράς σεκάνς δε, η καλύτερη σεναριακά όλου του έργου, δείχνει πως το πιασάρικο ντουέτο έχει πολλά περιθώρια ποιοτικής και διασκεδαστικής εξέλιξης, με το ενδεχόμενο να μας προσφέρει στο μέλλον κάτι ακόμη πιο προσεγμένο, να παραμένει ορθάνοιχτο.
Και πραγματικά έτσι ακριβώς συμβαίνει, μιας και η παρακολούθηση θα τον οδηγήσει στην μίζερη και εξαθλιωμένη γειτονιά του Μπαστότζι, εκεί που στα θεόρατα μπλοκ των δεκάδων διαμερισμάτων στοιβάζονται εκατοντάδες πολίτες, άποροι, άφραγκοι, που δεν τους περισσεύει ούτε μισό ευρώ για πολυτέλειες. Το πολιτισμικό σοκ που θα υποστεί ο μεσήλικας πολιτικάντης, θα εκτραχυνθεί ακόμη πιότερο, καθώς θα συναντήσει την αθυρόστομη και επιβλητική Μόνικα, την μαμά του μπόιφρεντ της κόρης, με την οποία καθώς φαίνεται δεν τους συνδέει ούτε ένα κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο. Ούτε ένα? Όχι ακριβώς, αφού από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση, αμφότεροι θα συμφωνήσουν, πως θα πρέπει να κάνουν ότι περνά από το χέρι τους, προκειμένου τα παιδιά τους να χωρίσουν τσανάκια, το συντομότερο δυνατόν!!!
Εκείνος κοτσονάτος, γλυκομίλητος, ευθυτενής, με άριστη γνώση του σαβουάρ βιβρ, ευαίσθητος, ευγενικός, καλοβαλμένος, πάντα ντυμένος στην πένα, έχει αναλάβει μετά το διαζύγιο του από την φαντασμένη πρώην, που τον άφησε για να ασχοληθεί με την αρωματοποιία και τις λεβάντες της στην Γαλλία, το μεγάλωμα της μικρής του κόρης. Εκείνη άνεργη και καταχρεωμένη, με μοναδική προϋπηρεσία το ταμείο του σούπερ μάρκετ, φωνακλού, επιθετική, με την κακιά λέξη μόνιμα στο στόμα, τιγκαρισμένη στα τατουάζ, ντυμένη με πάμφθηνα τσίτια, δίχως τρόπους και καλές συμπεριφορές, από τον καιρό που ο δικός της ξαναμπήκε στην στενή, παλεύει με νύχια και με δόντια να αναθρέψει σωστά τον κανακάρη της, κάτω από συνθήκες αβάστακτες, έχοντας αναλάβει να φροντίζει και τις δύο δίδυμες κλεπτομανείς εξαδέλφες της, που συζούν μαζί στην ίδια φτωχική γκαρσονιέρα. Δυο κόσμοι αντίθετοι, που συμβιώνουν σε ένα κοντινό περιβάλλον, χωρισμένο με σοσιολογικά συρματοπλέγματα, έχοντας όμως, γονικά, τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Υπάρχει άραγε περιθώριο, κάπου, κάπως, να συναντηθούν, να μιλήσουν και την ίδια γλώσσα, αν και κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψης φαντάζει αδύνατο?
Αν και σχετικά υπερβολική, έως και χοντροκομμένη, στον τρόπο που αναδεικνύει ένα από τα πλέον σημαντικά κοινωνικά ζητήματα των σύγχρονων μητροπόλεων, η κομεντί που υπογράφει ο Riccardo Milani, με κέφι, με ζωντάνια και με μπρίο, πετυχαίνει να προβάλλει το κοντράστ. Αποσπώντας από κάθε πλευρά, εκείνη του αριστοκρατικού συντηρητισμού των πατρικίων κι αυτή της έχει ο θεός επιβίωσης των πληβείων, τις πιο ακραίες εκδοχές, φέρνοντας τις σιμά ελέω παιδικού έρωτος, ενώνοντας τις από μια πατρική / μητρική ματαιόδοξη και ανώφελη επιδίωξη, μα στην πραγματικότητα συνδέοντας τις με το βασικότερο στοιχείο που θα έπρεπε να βασιλεύει σε κάθε κόσμο, μικρό ή μεγαλύτερο: Την ανθρωπιά.
Το χιούμορ του Come Un Gatto in Tangenziale (ιταλιάνικος φραστικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται για να δειχθεί πως η σχέση των δύο ανηλίκων δεν πρόκειται να μακροημερεύσει) είναι μεν πηγαίο, στήνοντας μια λαϊκή κωμωδία τουλάχιστον αξιοπρεπή, στην υπερπροσπάθεια του να κάνει τις καταστάσεις ακόμη πιο έντονες και τις διακρίσεις πιο πομπώδεις, σε πολλά σημεία βγαίνει εκτός τροχιάς και οδηγείται στην φανφαρόνικη επανάληψη. Το βέβαιο πάντως είναι, αν κρίνουμε από τα κοντά δύο εκατομμύρια εισιτήρια που το φιλμ έκοψε στην γείτονα, πως πιάνει σε μεγάλο βαθμό τον σφυγμό, δεν διστάζει να πει πράγματα έξω από τα δόντια και εκεί που χρειάζεται, πλησιάζοντας στο φινάλε, προτάσσει και την ουτοπική του ιδέα, προκειμένου τα πάντα να λήξουν τραγουδιστά, συγκινητικά και εν ειρήνη, στο πλάι μιας από τις πιο φημισμένες φοντάνες της Αιώνιας Πόλης.
Τον αλέγκρο παλμό του έργου, ορίζει η εντυπωσιακή θωριά της πρωταγωνίστριας Paola Cortellesi, της πολυτάλαντης 45χρονης Ρωμάνας, που με πανέτοιμο το μπινελίκι στην γλώσσα, ορίζει την συμπεθέρα που κανείς δεν θα ήθελε να εμφανιστεί στο διάβα του. Πόσο μάλλον ο κλασσάτος και σεβάσμιος από σύσσωμο τον περίγυρο του Κολωνακιώτης, που με την γνώριμη απορία στο βλέμμα αποδίδει ο πολύ καλός Antonio Albanese, στην δεύτερη συνύπαρξη μαζί της, κατόπιν του επίσης πετυχημένου Mamma o papà?. Η σινεφίλ αναφοράς σεκάνς δε, η καλύτερη σεναριακά όλου του έργου, δείχνει πως το πιασάρικο ντουέτο έχει πολλά περιθώρια ποιοτικής και διασκεδαστικής εξέλιξης, με το ενδεχόμενο να μας προσφέρει στο μέλλον κάτι ακόμη πιο προσεγμένο, να παραμένει ορθάνοιχτο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Αυγούστου 2018 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική