του Greg Berlanti. Με τους Nick Robinson, Josh Duhamel, Jennifer Garner, Tony Hale, Katherine Langford, Alexandra Shipp, Logan Miller, Keiynan Lonsdale, Joey Pollari, Miles Heizer, Talitha Bateman
Αποκάλυψη Τώρα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Έρωτας δι' αλληλογραφίας... αλλιώς!
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Greg Berlanti. Έχουν προηγηθεί: «Το κλαμπ των ερωτοχτυπημένων» (The Broken Hearts Club: A Romantic Comedy, 2000) και «Η ζωή όπως την ξέρουμε» (Life as We Know It, 2010). Είναι παντρεμένος με τον Robbie Rogers, κι έχουν κι ένα παιδί. Η επόμενη ταινία που θα σκηνοθετήσει ο Berlanti είναι το «Booster Gold», βασισμένη σε υπερήρωα της DC Comics!
Το σενάριο της ταινίας Με αγάπη, Σάιμον (Love, Simon) βασίζεται στο βιβλίο της Becky Albertalli «Simon vs. the Homo Sapiens Agenda». Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο Mardi Gras Film Festival, στις 27 Φεβρουαρίου, φέτος. Το κόστος παραγωγής έφτασε τα 17 εκατομμύρια δολάρια και οι παγκόσμιες εισπράξεις, ως τώρα, ξεπέρασαν τα 58 εκατομμύρια δολάρια.
Η υπόθεση: Ο Σάιμον Σπιρ είναι ένας έφηβος όπως όλοι οι άλλοι. Οι γονείς του δεν του δημιουργούν προβλήματα, αγαπάει τη μικρή του αδελφή, που θέλει να γίνει σεφ, κι έχει κολλητούς φίλους, με τους οποίους περνάει υπέροχα. Είναι η τελευταία του χρονιά στο λύκειο και δείχνει ευτυχισμένος. Δεν είναι όμως. Κάτι τον βασανίζει: είναι γκέι και δεν βρίσκει τη δύναμη να αποκαλυφθεί. Όταν σε ένα δημοφιλές μπλογκ του σχολείου του διαβάζει ένα κείμενο από έναν συμμαθητή του, που αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, και αποκαλύπτεται μη... αποκαλύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα, αλλά υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Blue», ο Σάιμον νιώθει ότι βρήκε την αδελφή ψυχή του.
Αρχίζει να ανταλλάσσει μέιλ με τον «Blue» υπογράφοντας ως «Jacques». Και... τον ερωτεύεται. Και εννοείται ότι προσπαθεί να τον ανακαλύψει. Θα καταφέρει να βρει ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Blue»; Πώς θα χειριστεί τον εκβιασμό ενός συμμαθητή του; Και θα βρει τη δύναμη να πει την αλήθεια στον κόσμο σχετικά με τη σεξουαλική του ταυτότητα;
Η άποψή μας: Έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα για να πάψει να αποτελεί ταμπού η ομοφυλοφιλία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Κάποια από τα βήματα αυτά ήταν άτσαλα... άλματα. Εδώ, στην περίπτωση τούτης της ταινίας, συμβαίνουν δύο πολύ ενδιαφέροντα τινά. Το πρώτο είναι πως για... πρώτη φορά ένα μεγάλο στούντιο των ΗΠΑ χρηματοδοτεί και διανέμει παγκοσμίως μια ταινία με ήρωα έναν έφηβο ομοφυλόφιλο, ο οποίος περιγράφεται θετικά. Το δεύτερο είναι πως διαχειρίζεται το ευαίσθητο (ακόμα) θέμα ως... ακόμα μία ρομαντική κομεντί. Κι όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη. Which is a bad thing.
Στη ζυγαριά των πραγμάτων, το μήνυμα είναι θετικό. Η ταινία ως ταινία, όμως, ας μην κρυβόμαστε, δεν λέει και πολλά. Στην περίπτωση που ο Σάιμον ερωτευόταν ΤΗΝ Blue, τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα και αποκρυσταλλωμένα. Αν κρατούσε την ίδια λογική, θα ήταν λοιπόν μια «κανονική» ρομαντική κομεντί, που θα διέφερε από τις άλλες εξαιτίας του... θριλερικού ζητήματος που θέτει σχετικά με το ποια κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Blue. Αυτό κάνει και η ταινία εντέλει στην κυριολεξία. Προσπερνάει με μεγάλη ευκολία το ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας και επικεντρώνεται στο ζήτημα της... ταυτότητας του Blue!
Δεν νιώθουμε το βάρος που κουβαλάει ο Σάιμον. Δεν νιώθουμε την πάλη του, την αγωνία του, την καταπίεσή του. Είπαμε: δίκοπο μαχαίρι. Η ταινία δεν θέλει να δούμε τον Σάιμον ως διαφορετικό. Θέλει να τον αναγνώσουμε ως έναν ακόμα έφηβο, που έχει απλώς προβλήματα αισθηματικής φύσης. Ναι, αλλά από την άλλη, ok: η ομοφυλοφιλία του Σάιμον τον κάνει να πέφτει θύμα εκβιασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον βάζει στο επίκεντρο χλευασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον κάνει να συμπεριφέρεται παράξενα. Δύσκολη ισορροπία, ok. Αλλά, ρε παιδί μου, ο πατέρας, τον οποίο υποδύεται ο Duhamel: είναι γκάου. Κάνει αστειάκια ομοφοβικά. Δεν νιώθει, κι όλο «παρενοχλεί» τον γιο του για πιθανές κατακτήσεις με το άλλο φύλο. Κι όταν (εντάξει, δεν είναι σπόιλερ) ο Σάιμον αποκαλύπτει τον ερωτικό του προσανατολισμό, η κουβέντα που κάνουν δεν είναι και τίποτε σπουδαίο, ούτε η συγκίνηση είναι πιστευτή.
Καμία σχέση δηλαδή με την κουβέντα που έχουν ο νεαρός έφηβος και ο πατέρας του στο «Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου». Πώς να το κάνουμε. Χιλιόμετρα μακριά η προσέγγιση της μίας ταινίας σε σχέση με την άλλη. Αμ ο ρόλος της μητέρας; Διακοσμητικός, και ίσα – ίσα για να δικαιολογηθεί η παρουσία του μεγαλύτερου ονόματος του καστ εκεί, της Jennifer Garner (που, σημειωτέον, υποδύεται την ψυχολόγο, αλλά... χαμπάρι δεν πήρε). Που σε μια ταινία μιάμιση ώρας έχει μια σκηνή δύο, τριών λεπτών, όπου δείχνει την υποστήριξή της στον γιο της. Και τα φιλαράκια; Πιο πολύ τσατίζονται για τα άλλα ψέματα που τους είπε ο Σάιμον παρά για το ότι τους έκρυβε την αλήθεια, την τόσο βασική για τον εαυτό του. Για να μην μιλήσω για τον ρόλο – καρικατούρα του τύπου που εκβιάζει τον Σάιμον επειδή είναι ερωτευμένος με μια φίλη του. Κακογραμμένος και α-πίστευτος.
Και το βίντεο που φτιάχνει ο πατέρας του Σάιμον με τη βοήθεια του κανακάρη του δεν είναι σπουδαίο (ενώ η ταινία ήθελε να πιστέψουμε πως πρέπει να είναι γκράντε). Μπόλικες αστοχίες. Και ο Blue, συγνώμη κιόλας, αλλά δεν ερμηνεύεται κατά πως πρέπει από τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει. Προβληματικές γενικώς οι ερμηνείες (τι να πω για τον διευθυντή του σχολείου, ήμαρτον) εκτός από εκείνην του πρωταγωνιστή! Ο 23χρονος Nick Robinson πείθει με άνεση ως 17χρονος Σάιμον και είναι καλός στο ρόλο του. Τον βοηθάει και το παρουσιαστικό του: εύκολα οι έφηβοι μπορούν να ταυτιστούν μαζί του. Η σκηνή που τραγουδάει το «Add it up» των Violent Femmes σε πάρτι όπου υπάρχει και καραόκε είναι από τις καλύτερες της ταινίας. Γενικά, το σάουντρακ είναι προσεγμένο. Η σκηνή όμως του «I Wanna Dance with Somebody» δεν πείθει. Από την άλλη, γέλιο βγάζει όλη η φάση με το «κόλλημα» που είχε ο Σάιμον από τα μικράτα του με τον... Χάρι Πότερ.
Ευτυχώς, ο κεντρικός ήρωας δεν παρουσιάζεται ως το απόλυτο καλό, ο άψογος χαρακτήρας, το τέλειο αγόρι. Όχι, έχει τα φάουλ του με κυριότερο τον εγωισμό: προκειμένου να κρατήσει ασφαλές το μυστικό του δεν θα διστάσει να ανακατέψει άσχημα τις ζωές των φίλων του. Το σίγουρο πάντως είναι πως, αν μη τι άλλο, η ταινία αυτή είναι μια αρχή. Θα ακολουθήσουν κι άλλες ανάλογες ταινίες. Ε, κάποιες από αυτές, δεν μπορεί, θα είναι και καλύτερες.
Η υπόθεση: Ο Σάιμον Σπιρ είναι ένας έφηβος όπως όλοι οι άλλοι. Οι γονείς του δεν του δημιουργούν προβλήματα, αγαπάει τη μικρή του αδελφή, που θέλει να γίνει σεφ, κι έχει κολλητούς φίλους, με τους οποίους περνάει υπέροχα. Είναι η τελευταία του χρονιά στο λύκειο και δείχνει ευτυχισμένος. Δεν είναι όμως. Κάτι τον βασανίζει: είναι γκέι και δεν βρίσκει τη δύναμη να αποκαλυφθεί. Όταν σε ένα δημοφιλές μπλογκ του σχολείου του διαβάζει ένα κείμενο από έναν συμμαθητή του, που αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, και αποκαλύπτεται μη... αποκαλύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα, αλλά υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Blue», ο Σάιμον νιώθει ότι βρήκε την αδελφή ψυχή του.
Αρχίζει να ανταλλάσσει μέιλ με τον «Blue» υπογράφοντας ως «Jacques». Και... τον ερωτεύεται. Και εννοείται ότι προσπαθεί να τον ανακαλύψει. Θα καταφέρει να βρει ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Blue»; Πώς θα χειριστεί τον εκβιασμό ενός συμμαθητή του; Και θα βρει τη δύναμη να πει την αλήθεια στον κόσμο σχετικά με τη σεξουαλική του ταυτότητα;
Η άποψή μας: Έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα για να πάψει να αποτελεί ταμπού η ομοφυλοφιλία, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Κάποια από τα βήματα αυτά ήταν άτσαλα... άλματα. Εδώ, στην περίπτωση τούτης της ταινίας, συμβαίνουν δύο πολύ ενδιαφέροντα τινά. Το πρώτο είναι πως για... πρώτη φορά ένα μεγάλο στούντιο των ΗΠΑ χρηματοδοτεί και διανέμει παγκοσμίως μια ταινία με ήρωα έναν έφηβο ομοφυλόφιλο, ο οποίος περιγράφεται θετικά. Το δεύτερο είναι πως διαχειρίζεται το ευαίσθητο (ακόμα) θέμα ως... ακόμα μία ρομαντική κομεντί. Κι όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη. Which is a bad thing.
Στη ζυγαριά των πραγμάτων, το μήνυμα είναι θετικό. Η ταινία ως ταινία, όμως, ας μην κρυβόμαστε, δεν λέει και πολλά. Στην περίπτωση που ο Σάιμον ερωτευόταν ΤΗΝ Blue, τα πράγματα θα ήταν ξεκάθαρα και αποκρυσταλλωμένα. Αν κρατούσε την ίδια λογική, θα ήταν λοιπόν μια «κανονική» ρομαντική κομεντί, που θα διέφερε από τις άλλες εξαιτίας του... θριλερικού ζητήματος που θέτει σχετικά με το ποια κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Blue. Αυτό κάνει και η ταινία εντέλει στην κυριολεξία. Προσπερνάει με μεγάλη ευκολία το ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας και επικεντρώνεται στο ζήτημα της... ταυτότητας του Blue!
Δεν νιώθουμε το βάρος που κουβαλάει ο Σάιμον. Δεν νιώθουμε την πάλη του, την αγωνία του, την καταπίεσή του. Είπαμε: δίκοπο μαχαίρι. Η ταινία δεν θέλει να δούμε τον Σάιμον ως διαφορετικό. Θέλει να τον αναγνώσουμε ως έναν ακόμα έφηβο, που έχει απλώς προβλήματα αισθηματικής φύσης. Ναι, αλλά από την άλλη, ok: η ομοφυλοφιλία του Σάιμον τον κάνει να πέφτει θύμα εκβιασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον βάζει στο επίκεντρο χλευασμού. Η ομοφυλοφιλία του τον κάνει να συμπεριφέρεται παράξενα. Δύσκολη ισορροπία, ok. Αλλά, ρε παιδί μου, ο πατέρας, τον οποίο υποδύεται ο Duhamel: είναι γκάου. Κάνει αστειάκια ομοφοβικά. Δεν νιώθει, κι όλο «παρενοχλεί» τον γιο του για πιθανές κατακτήσεις με το άλλο φύλο. Κι όταν (εντάξει, δεν είναι σπόιλερ) ο Σάιμον αποκαλύπτει τον ερωτικό του προσανατολισμό, η κουβέντα που κάνουν δεν είναι και τίποτε σπουδαίο, ούτε η συγκίνηση είναι πιστευτή.
Καμία σχέση δηλαδή με την κουβέντα που έχουν ο νεαρός έφηβος και ο πατέρας του στο «Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου». Πώς να το κάνουμε. Χιλιόμετρα μακριά η προσέγγιση της μίας ταινίας σε σχέση με την άλλη. Αμ ο ρόλος της μητέρας; Διακοσμητικός, και ίσα – ίσα για να δικαιολογηθεί η παρουσία του μεγαλύτερου ονόματος του καστ εκεί, της Jennifer Garner (που, σημειωτέον, υποδύεται την ψυχολόγο, αλλά... χαμπάρι δεν πήρε). Που σε μια ταινία μιάμιση ώρας έχει μια σκηνή δύο, τριών λεπτών, όπου δείχνει την υποστήριξή της στον γιο της. Και τα φιλαράκια; Πιο πολύ τσατίζονται για τα άλλα ψέματα που τους είπε ο Σάιμον παρά για το ότι τους έκρυβε την αλήθεια, την τόσο βασική για τον εαυτό του. Για να μην μιλήσω για τον ρόλο – καρικατούρα του τύπου που εκβιάζει τον Σάιμον επειδή είναι ερωτευμένος με μια φίλη του. Κακογραμμένος και α-πίστευτος.
Και το βίντεο που φτιάχνει ο πατέρας του Σάιμον με τη βοήθεια του κανακάρη του δεν είναι σπουδαίο (ενώ η ταινία ήθελε να πιστέψουμε πως πρέπει να είναι γκράντε). Μπόλικες αστοχίες. Και ο Blue, συγνώμη κιόλας, αλλά δεν ερμηνεύεται κατά πως πρέπει από τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει. Προβληματικές γενικώς οι ερμηνείες (τι να πω για τον διευθυντή του σχολείου, ήμαρτον) εκτός από εκείνην του πρωταγωνιστή! Ο 23χρονος Nick Robinson πείθει με άνεση ως 17χρονος Σάιμον και είναι καλός στο ρόλο του. Τον βοηθάει και το παρουσιαστικό του: εύκολα οι έφηβοι μπορούν να ταυτιστούν μαζί του. Η σκηνή που τραγουδάει το «Add it up» των Violent Femmes σε πάρτι όπου υπάρχει και καραόκε είναι από τις καλύτερες της ταινίας. Γενικά, το σάουντρακ είναι προσεγμένο. Η σκηνή όμως του «I Wanna Dance with Somebody» δεν πείθει. Από την άλλη, γέλιο βγάζει όλη η φάση με το «κόλλημα» που είχε ο Σάιμον από τα μικράτα του με τον... Χάρι Πότερ.
Ευτυχώς, ο κεντρικός ήρωας δεν παρουσιάζεται ως το απόλυτο καλό, ο άψογος χαρακτήρας, το τέλειο αγόρι. Όχι, έχει τα φάουλ του με κυριότερο τον εγωισμό: προκειμένου να κρατήσει ασφαλές το μυστικό του δεν θα διστάσει να ανακατέψει άσχημα τις ζωές των φίλων του. Το σίγουρο πάντως είναι πως, αν μη τι άλλο, η ταινία αυτή είναι μια αρχή. Θα ακολουθήσουν κι άλλες ανάλογες ταινίες. Ε, κάποιες από αυτές, δεν μπορεί, θα είναι και καλύτερες.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Ιουνίου 2018 από την Odeon!