του Ari Aster. Με τους Toni Collette, Gabriel Byrne, Alex Wolff, Ann Dowd, Milly Shapiro
Ο υπαρξιακός τρόμος είναι κληρονομικός
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ένα μακρινό ξαδελφάκι του «Μωρού της Ρόζμαρι» μόλις γεννήθηκε!
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1987 Ari Aster, απόφοιτος του American Film Institute. Έχει πίσω του να επιδείξει και έξι μικρού μήκους ταινίες. Σε όλες του τις ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, πέρα από τη σκηνοθεσία υπογράφει και το σενάριο. Η ιδέα πίσω από το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας προέκυψε από μια σειρά άσχημων έως και τραγικών γεγονότων που βίωσε η οικογένεια του σκηνοθέτη για τρία συνεχόμενα χρόνια!
Την παγκόσμια πρεμιέρα της Η Διαδοχή (Hereditary) την έδωσε τον περασμένο Ιανουάριο στο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου προβλήθηκε στο τμήμα με τις μεταμεσονύχτιες προβολές. Η ταινία βγήκε εμπορικά στις ΗΠΑ στις 8 Ιουνίου και οι εισπράξεις της έως τις 13 Ιουνίου ξεπέρασαν τα 18,5 εκατομμύρια δολάρια. Είναι η πιο εμπορική ταινία από αυτές που προβλήθηκαν στο Σάντανς το 2018 κι έχουν διανομή στις αίθουσες ως τώρα.
Η υπόθεση: Η Άννι Γκράχαμ είναι μια καλλιτέχνιδα. Φτιάχνει υπέροχα σπίτια – μινιατούρες. Ετοιμάζει την απαιτητική νέα της έκθεση. Και... πεθαίνει η μητέρα της, με την οποία δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, από φυσικά αίτια. Η Άννι είναι παντρεμένη με τον Στιβ κι έχουν δύο παιδιά: τον 18χρονο Πίτερ και τη 13χρονη Τσάρλι. Η Τσάρλι είναι ιδιαίτερο παιδί: το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο, τόσο ώστε να δείχνει αρκούντως τρομακτική. Πνευματικά, επίσης έχει προβλήματα. Και είναι αλλεργική στους ξηρούς καρπούς. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που δείχνει πως πραγματικά λυπήθηκε για το θάνατο της γιαγιάς της.
Η κατάσταση στο σπίτι είναι τεταμένη. Και γίνεται ακόμα περισσότερο τεταμένη μετά από ένα ακόμα τραγικό γεγονός! Κάποιος φαίνεται να έχει καταραστεί την οικογένεια! Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η διαδοχική αλληλουχία τραγικών συμβάντων. Η Άννι προσπαθεί να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει τη θλίψη της. Πηγαίνει σε ένα γκρουπ βοήθειας πενθούντων. Εκεί γνωρίζει μια γυναίκα, που τη βοηθάει πραγματικά. Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως δείχνουν; Μήπως κρύβεται κάτι σκοτεινότερο πίσω από όλα αυτά;
Η άποψή μας: Προσωπικά, οι ταινίες τρόμου δεν μου αρέσουν. Δεν τρελαίνομαι γι' αυτές βρε παιδί μου. Δεν βρίσκω καμία ικανοποίηση, αισθητική, οπτική, εσωτερική, στο να παρακολουθώ ξεκοιλιάσματα, αποκεφαλισμούς, μαχαιρώματα, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Συνήθως, οι ταινίες τρόμου είναι και απίστευτα προβλέψιμες. Λες και βγαίνουν όλες από το ίδιο καλούπι. Ένας τύπος, με ή χωρίς αιτία, αρχίζει να σκοτώνει αθώους. Αν η ταινία είναι αισιόδοξη, ο «καλός» της παρέας τον σκοτώνει. Αν η ταινία είναι πεσιμιστική, όλοι σκοτώνονται και ο κακός θριαμβεύει. Αν η ταινία είναι... εμπορική, το φινάλε μένει ανοιχτό για να γυριστούν ένα, δύο, τρία, πολλά σίκουελ! Οι ταινίες τρόμου είναι εκείνες με τα περισσότερα σίκουελ! Δεν ξέρω κι εγώ πόσα «Παρασκευή και 13» έχουν γυριστεί. 7 ή 8 είναι τα «Ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες» - υπάρχει μάλιστα ταινία στην οποία ο Jason τα βάζει με τον Freddy!!! Για τα «Saw»; Απίστευτος αριθμός! Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, έχουν προκύψει μερικές ταινίες, πολύ, πολύ ιδιαίτερες. Ταινίες τρόμου μεν, αλλά καλλιτεχνικές. Arthouse horror, τις χαρακτηρίζουν εις την Εσπερίαν! Χαρακτηριστικά παραδείγματα: το σπουδαίο Σε ακολουθεί (It Follows), το υποβλητικό Η Μάγισσα (The Witch), το συναρπαστικό Οι Σελίδες του Τρόμου (The Babadook) και το λιγότερο πετυχημένο «Έρχεται τη νύχτα». Σε αυτό το μικρό μπουκέτο ταινιών έρχεται να προστεθεί και τούτο το φιλμ. Που δεν είναι χωρίς προβλήματα. Αλλά, φίλε μου, έχει κάτι κοχόνες, κάτι κάκαλα τεράστια! Εδώ μιλάμε ότι ο τύπος, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τα βάζει στα ίσια με το «Μωρό της Ρόζμαρι»! Εντάξει, χάνει, αλλά κάποια πράγματα τα κάνει τουλάχιστον ισάξια με την ταινιάρα του Polanski.
Παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, ο Aster δείχνει φοβερή αυτοπεποίθηση. Έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του. Μιλάμε για μάθημα σκηνοθεσίας. Όχι κάμερα σε εκτροχιασμό. Όχι αδυσώπητο μοντάζ. Ενάντια στις επιταγές της εποχής για το τι είναι μοντέρνο, τι είναι πετυχημένο, τι είναι εμπορικό, ο Aster επιλέγει την προσωπική ματιά, την μόνιμη εκκρεμότητα, τους βραδυφλεγείς και ουχί αργούς ρυθμούς, τη βύθιση, την κατάβαση καλύτερα, αργά αλλά σταθερά, μιας ολόκληρης οικογένειας στην κόλαση! Το τρομερό (diplhs) είναι πως στην κατάβαση αυτή χρησιμοποιεί όρους ταινίας τρόμου, μεταφυσικού τρόμου, το είδος εκείνο που έχει να κάνει με διαβόλους και τριβόλους, σαν την «Προφητεία» ένα πράγμα, την πρώτη ταινία εκείνης της σειράς (να μην τα ξαναλέμε για τις συνέχειες, ε;).
Ποτέ, όμως, ακόμα και σε εκείνες τις στιγμές που επιτρέπει στον εαυτό του υπερβολές ή στήνει σκηνές που υπό άλλες συνθήκες, κάτω από άλλο context, σε ταινία άλλου, λιγότερο ταλαντούχου σκηνοθέτη, θα προκαλούσαν τον δυνατό γέλωτα, δεν χάνει την πυξίδα του. Αυτήν που τον καθοδηγεί. Δεν χάνει το όραμά του. Δεν χάνει το στόχο του: να φτιάξει μια ταινία απίστευτου υπαρξιακού angst! Είναι σαν να βλέπεις το «Συνηθισμένοι άνθρωποι» ως ταινία τρόμου! Όλα είναι παρόντα: η απώλεια και η διαχείρισή της, η θλίψη, το πως συνδιαλλασσόμαστε σε απανωτά χτυπήματα (έστω, της μοίρας), το πως η οικογένεια, αυτή η κοιτίδα του πολιτισμού, μπορεί να είναι το εκκολαπτήριο του απόλυτου κακού, που μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά, το προπατορικό αμάρτημα, που μεταφέρεται μέσω αίματος.
Ανοίγεται σε πολλά μέτωπα ο σκηνοθέτης – ίδιον του νεαρού της ηλικίας του. Για κάθε φορά, όμως, που αστοχεί, πετυχαίνει το στόχο του στο εκατονταπλάσιο. Όλη η ταινία είναι πένθιμη, σαν να βλέπουμε το τελετουργικό της κηδείας της αγίας οικογένειας. Και καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας ο θεατής βρίσκεται σε μια κατάσταση wtf! Ο σκηνοθέτης δεν τον καλεί να αμφισβητήσει αυτά που βλέπει: αυτά είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης. Τον οδηγεί όμως να αμφιβάλλει. Τι βλέπουμε στην ταινία; Τη βουτιά μιας υστερικής, με οικογενειακό ιστορικό ψυχασθένειας, στην τρέλα; Την αποδόμηση του θεσμού της οικογένειας; Ή το άψογα εκτελεσμένο σχέδιο μιας ομάδας... σατανιστών; Τα πάντα είναι υψηλής ποιότητας. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι φανταστική. Οι χώροι είναι απίστευτοι, τρομερά φωτογραφημένοι και όλη η ιδέα (που ξεκινάει από το πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας) ότι η οικογένεια που βλέπουμε, ζει σε ένα κουκλόσπιτο, το οποίο παρακολουθούμε μέσα από ένα τεράστιο μικροσκόπιο, σε εξιτάρει. Είσαι έξω και κοιτάς προς τα μέσα αλλά – προσοχή – αυτό που βλέπεις ίσως να είναι και η δική σου κόλαση φίλε μου.
Η Toni Collette βρίσκει το ρόλο της καριέρας της. Είναι η κεντρική ηρωίδα, εκείνη που βιώνει τα πάνδεινα, εκείνη που έχει να αντιμετωπίσει τα κακά γονίδια, το κακό ριζικό της, τις απανωτές απώλειες. Εκείνη που στην πιο αποκαλυπτική και... τρομακτική σκηνή της ταινίας (που, χα, δεν είναι αυτή που φαντάζεστε: είναι η σκηνή του δείπνου, έτσι απλά) ξεπερνάει τις συμβάσεις και λέει πως δεν ήθελε ποτέ να γεννήσει τον γιο της!!! Και μετά βάζει τα χέρια της στο στόμα, σαν σε προσπάθεια να πάρει πίσω αυτά τα τρομερά λόγια. Θεάρα. Και ο Alex Wolff, που υποδύεται τον γιο, είναι πολύ καλός στο ρόλο του: είναι παθητικός δέκτης αρνητικής ενέργειας προορισμένος όμως για μεγαλεία! Η σκηνή της ανάφλεξης είναι τρομερή, όλες οι σκηνές αποκεφαλισμού (από το περιστέρι μέχρι τη σύγκρουση στον στύλο μέχρι τον αυτο-αποκεφαλισμό με συρματόπλεγμα) θα σας στοιχειώσουν, τι να λέμε, ο άνθρωπος έχει κάνει σπουδαία δουλειά.
Ίσως στο φινάλε να ξινίσετε. Ίσως το όλον σας πέσει λίγο βαρύ. Το σίγουρο είναι ένα: αυτή είναι μια ταινία που πρέπει να δεις. Διάολε, είναι ταινία – εμπειρία.
Η υπόθεση: Η Άννι Γκράχαμ είναι μια καλλιτέχνιδα. Φτιάχνει υπέροχα σπίτια – μινιατούρες. Ετοιμάζει την απαιτητική νέα της έκθεση. Και... πεθαίνει η μητέρα της, με την οποία δεν τα πήγαινε και πολύ καλά, από φυσικά αίτια. Η Άννι είναι παντρεμένη με τον Στιβ κι έχουν δύο παιδιά: τον 18χρονο Πίτερ και τη 13χρονη Τσάρλι. Η Τσάρλι είναι ιδιαίτερο παιδί: το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο, τόσο ώστε να δείχνει αρκούντως τρομακτική. Πνευματικά, επίσης έχει προβλήματα. Και είναι αλλεργική στους ξηρούς καρπούς. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που δείχνει πως πραγματικά λυπήθηκε για το θάνατο της γιαγιάς της.
Η κατάσταση στο σπίτι είναι τεταμένη. Και γίνεται ακόμα περισσότερο τεταμένη μετά από ένα ακόμα τραγικό γεγονός! Κάποιος φαίνεται να έχει καταραστεί την οικογένεια! Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η διαδοχική αλληλουχία τραγικών συμβάντων. Η Άννι προσπαθεί να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει τη θλίψη της. Πηγαίνει σε ένα γκρουπ βοήθειας πενθούντων. Εκεί γνωρίζει μια γυναίκα, που τη βοηθάει πραγματικά. Μήπως όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως δείχνουν; Μήπως κρύβεται κάτι σκοτεινότερο πίσω από όλα αυτά;
Η άποψή μας: Προσωπικά, οι ταινίες τρόμου δεν μου αρέσουν. Δεν τρελαίνομαι γι' αυτές βρε παιδί μου. Δεν βρίσκω καμία ικανοποίηση, αισθητική, οπτική, εσωτερική, στο να παρακολουθώ ξεκοιλιάσματα, αποκεφαλισμούς, μαχαιρώματα, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Συνήθως, οι ταινίες τρόμου είναι και απίστευτα προβλέψιμες. Λες και βγαίνουν όλες από το ίδιο καλούπι. Ένας τύπος, με ή χωρίς αιτία, αρχίζει να σκοτώνει αθώους. Αν η ταινία είναι αισιόδοξη, ο «καλός» της παρέας τον σκοτώνει. Αν η ταινία είναι πεσιμιστική, όλοι σκοτώνονται και ο κακός θριαμβεύει. Αν η ταινία είναι... εμπορική, το φινάλε μένει ανοιχτό για να γυριστούν ένα, δύο, τρία, πολλά σίκουελ! Οι ταινίες τρόμου είναι εκείνες με τα περισσότερα σίκουελ! Δεν ξέρω κι εγώ πόσα «Παρασκευή και 13» έχουν γυριστεί. 7 ή 8 είναι τα «Ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες» - υπάρχει μάλιστα ταινία στην οποία ο Jason τα βάζει με τον Freddy!!! Για τα «Saw»; Απίστευτος αριθμός! Το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;
Τα τελευταία χρόνια, πάντως, έχουν προκύψει μερικές ταινίες, πολύ, πολύ ιδιαίτερες. Ταινίες τρόμου μεν, αλλά καλλιτεχνικές. Arthouse horror, τις χαρακτηρίζουν εις την Εσπερίαν! Χαρακτηριστικά παραδείγματα: το σπουδαίο Σε ακολουθεί (It Follows), το υποβλητικό Η Μάγισσα (The Witch), το συναρπαστικό Οι Σελίδες του Τρόμου (The Babadook) και το λιγότερο πετυχημένο «Έρχεται τη νύχτα». Σε αυτό το μικρό μπουκέτο ταινιών έρχεται να προστεθεί και τούτο το φιλμ. Που δεν είναι χωρίς προβλήματα. Αλλά, φίλε μου, έχει κάτι κοχόνες, κάτι κάκαλα τεράστια! Εδώ μιλάμε ότι ο τύπος, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τα βάζει στα ίσια με το «Μωρό της Ρόζμαρι»! Εντάξει, χάνει, αλλά κάποια πράγματα τα κάνει τουλάχιστον ισάξια με την ταινιάρα του Polanski.
Παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, ο Aster δείχνει φοβερή αυτοπεποίθηση. Έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του. Μιλάμε για μάθημα σκηνοθεσίας. Όχι κάμερα σε εκτροχιασμό. Όχι αδυσώπητο μοντάζ. Ενάντια στις επιταγές της εποχής για το τι είναι μοντέρνο, τι είναι πετυχημένο, τι είναι εμπορικό, ο Aster επιλέγει την προσωπική ματιά, την μόνιμη εκκρεμότητα, τους βραδυφλεγείς και ουχί αργούς ρυθμούς, τη βύθιση, την κατάβαση καλύτερα, αργά αλλά σταθερά, μιας ολόκληρης οικογένειας στην κόλαση! Το τρομερό (diplhs) είναι πως στην κατάβαση αυτή χρησιμοποιεί όρους ταινίας τρόμου, μεταφυσικού τρόμου, το είδος εκείνο που έχει να κάνει με διαβόλους και τριβόλους, σαν την «Προφητεία» ένα πράγμα, την πρώτη ταινία εκείνης της σειράς (να μην τα ξαναλέμε για τις συνέχειες, ε;).
Ποτέ, όμως, ακόμα και σε εκείνες τις στιγμές που επιτρέπει στον εαυτό του υπερβολές ή στήνει σκηνές που υπό άλλες συνθήκες, κάτω από άλλο context, σε ταινία άλλου, λιγότερο ταλαντούχου σκηνοθέτη, θα προκαλούσαν τον δυνατό γέλωτα, δεν χάνει την πυξίδα του. Αυτήν που τον καθοδηγεί. Δεν χάνει το όραμά του. Δεν χάνει το στόχο του: να φτιάξει μια ταινία απίστευτου υπαρξιακού angst! Είναι σαν να βλέπεις το «Συνηθισμένοι άνθρωποι» ως ταινία τρόμου! Όλα είναι παρόντα: η απώλεια και η διαχείρισή της, η θλίψη, το πως συνδιαλλασσόμαστε σε απανωτά χτυπήματα (έστω, της μοίρας), το πως η οικογένεια, αυτή η κοιτίδα του πολιτισμού, μπορεί να είναι το εκκολαπτήριο του απόλυτου κακού, που μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά, το προπατορικό αμάρτημα, που μεταφέρεται μέσω αίματος.
Ανοίγεται σε πολλά μέτωπα ο σκηνοθέτης – ίδιον του νεαρού της ηλικίας του. Για κάθε φορά, όμως, που αστοχεί, πετυχαίνει το στόχο του στο εκατονταπλάσιο. Όλη η ταινία είναι πένθιμη, σαν να βλέπουμε το τελετουργικό της κηδείας της αγίας οικογένειας. Και καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας ο θεατής βρίσκεται σε μια κατάσταση wtf! Ο σκηνοθέτης δεν τον καλεί να αμφισβητήσει αυτά που βλέπει: αυτά είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης. Τον οδηγεί όμως να αμφιβάλλει. Τι βλέπουμε στην ταινία; Τη βουτιά μιας υστερικής, με οικογενειακό ιστορικό ψυχασθένειας, στην τρέλα; Την αποδόμηση του θεσμού της οικογένειας; Ή το άψογα εκτελεσμένο σχέδιο μιας ομάδας... σατανιστών; Τα πάντα είναι υψηλής ποιότητας. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι φανταστική. Οι χώροι είναι απίστευτοι, τρομερά φωτογραφημένοι και όλη η ιδέα (που ξεκινάει από το πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας) ότι η οικογένεια που βλέπουμε, ζει σε ένα κουκλόσπιτο, το οποίο παρακολουθούμε μέσα από ένα τεράστιο μικροσκόπιο, σε εξιτάρει. Είσαι έξω και κοιτάς προς τα μέσα αλλά – προσοχή – αυτό που βλέπεις ίσως να είναι και η δική σου κόλαση φίλε μου.
Η Toni Collette βρίσκει το ρόλο της καριέρας της. Είναι η κεντρική ηρωίδα, εκείνη που βιώνει τα πάνδεινα, εκείνη που έχει να αντιμετωπίσει τα κακά γονίδια, το κακό ριζικό της, τις απανωτές απώλειες. Εκείνη που στην πιο αποκαλυπτική και... τρομακτική σκηνή της ταινίας (που, χα, δεν είναι αυτή που φαντάζεστε: είναι η σκηνή του δείπνου, έτσι απλά) ξεπερνάει τις συμβάσεις και λέει πως δεν ήθελε ποτέ να γεννήσει τον γιο της!!! Και μετά βάζει τα χέρια της στο στόμα, σαν σε προσπάθεια να πάρει πίσω αυτά τα τρομερά λόγια. Θεάρα. Και ο Alex Wolff, που υποδύεται τον γιο, είναι πολύ καλός στο ρόλο του: είναι παθητικός δέκτης αρνητικής ενέργειας προορισμένος όμως για μεγαλεία! Η σκηνή της ανάφλεξης είναι τρομερή, όλες οι σκηνές αποκεφαλισμού (από το περιστέρι μέχρι τη σύγκρουση στον στύλο μέχρι τον αυτο-αποκεφαλισμό με συρματόπλεγμα) θα σας στοιχειώσουν, τι να λέμε, ο άνθρωπος έχει κάνει σπουδαία δουλειά.
Ίσως στο φινάλε να ξινίσετε. Ίσως το όλον σας πέσει λίγο βαρύ. Το σίγουρο είναι ένα: αυτή είναι μια ταινία που πρέπει να δεις. Διάολε, είναι ταινία – εμπειρία.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Ιουνίου 2018 από την Spentzos Films!