του Édouard Deluc. Με τους Vincent Cassel, Ian McCamy, Pernille Bergendorff, Tuheï Adams, Malik Zidi, Marc Barbé, Samuel Jouy
Άγιος Γκογκέν!
του zerVo (@moviesltd)
Η αξία του καλλιτεχνικού του έργου, ανεκτίμητη και αδιαμφισβήτητη. Ο Πολ Γκογκέν άλλωστε στους εικαστικούς κύκλους θεωρείται όχι μόνον ένας από τους κορυφαίους του μετα-ιμπρεσιονισμού αλλά και μια πραγματική ιδιοφυΐα που ενέπνευσε κατοπινά μια ολόκληρη γενιά ζωγράφων, ανάμεσα τους και τον κορυφαίο Πάμπλο Πικάσο. Η πολυτάραχη προσωπική του ζωή είναι εκείνη που έχει στις ημέρες μας προβληματίσει τους μελετητές του βίου του, καθώς ενδείξεις της διαδρομής του, εντός κι εκτός της γαλλικής επικράτειας, κάνουν λόγο για έναν εκ πεποιθήσεως μέθυσο, γυναικά, κάκιστο οικογενειάρχη και ακόμη χειρότερα για έναν βάναυσο και βίαιο τύπο, που φερόταν με αβάσταχτη σκληρότητα στις συμβίες του. Οι πιο κακές γλώσσες αναφέρουν δε, πως κάποιες εξ αυτών, στην ερωτική τους γνωριμία με τον καλλιτέχνη, δεν ξεπερνούσαν την ηλικία των 13 ετών...
Με την οικονομική κατάσταση στο Παρίσι των τελών του 19ου αιώνα να περνά περιόδους ακραίας ύφεσης και με τις αρτίστικες ανησυχίες του να έχουν ανέβει επίπεδο κατά τρόπο που να μην τον κρατούν άλλο στην Πόλη του Φωτός, ο ικανότατος αλλά όχι ακόμη αναγνωρισμένος στο μέγεθος που του πρέπει, ζωγράφος, Πολ Γκογκέν, θα πάρει το ρίσκο να διαφύγει στο εξωτερικό, αναζητώντας καινούργιες καλλιτεχνικές διεξόδους, στην μακρινή Πολυνησία. Απογοητευμένος από την στάση της αδιάφορης για το έργο του, Δανέζας συζύγου του, θα πάρει την απόφαση να φύγει μακριά της, αλλά και από τα πέντε ανήλικα παιδιά του, επιχειρώντας στα 35 του χρόνια ένα καινούργιο ξεκίνημα στην ανεξερεύνητη γαλλική αποικία της Ταϊτής.
Απομονωμένος από τον πολιτισμό, δίχως έσοδα και φιλάσθενος ο Γκογκέν θα κόψει μονομιάς τους δεσμούς με την πατρίδα του, ερχόμενος σε άμεση επαφή με τους πάμφτωχους ντόπιους ιθαγενείς, που οι φραντσέζικες κατοχικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται στυγερά, ως φτηνά χέρια εργασίας επί του τοπικού παραγωγικού πλούτου. Αποτέλεσμα της επικοινωνίας του με τους Πολυνήσιους θα είναι να δεχτεί την πρόταση τους για να πάρει ως γυναίκα του, μια από τις πιο όμορφες κοπέλες της φυλής τους, την συνεσταλμένη Τεχούρα. Μια νεαρή εξωτική καλλονή, που αυτόματα θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον εξασθενημένο μεσήλικα, δίνοντας του την ώθηση που ζητούσε για να σχεδιάσει στον καμβά κάποια από τα πιο διάσημα αριστουργήματα του.
Ουσιαστικά λοιπόν αυτό εδώ το βιογραφικό δράμα δεν ορίζει ακριβής βιογραφία του εικαστικού, αλλά επιχειρεί να προβάλλει ένα μέρος από το δεύτερο στάδιο του προσωπικού και καλλιτεχνικού του βίου, που έλαβε χώρα στις παράκτιες ατόλες της Ωκεανίας, εκεί όπου έχουν ρίξει από καιρό τις δαγκάνες τους οι πανίσχυροι συμπατριώτες του, κλέβοντας ότι πολύτιμο θα μπορούσαν να τους προσφέρουν οι παρθένοι ακόμη επίγειοι παράδεισοι. Με την καρδιά του να μην βαστά, την πνευμονία να τον έχει τσακίσει και τα πόδια του λυγισμένα από την υγρασία να μην τον βαστούν, ο Γκογκέν θα κληθεί όχι μόνο να σκιτσάρει καινούργια πονήματα στην λινάτσα, αλλά και να δείξει έστω σε προχωρημένη ηλικία πως είναι ικανός να κρατήσει δίπλα του μια τόσο όμορφη και κατά πολύ νεότερη του σύζυγο. Την ίδια ώρα που οι μνηστήρες, γερότεροι και ομορφότεροι καραδοκούν...
Θα περίμενε κανείς πως η παρουσίαση αυτού του κομματιού της ζωής του Γκογκέν θα είχε έτσι λίγο πιο πιπεράτη υφή, ασχολούμενη, έστω και επιδερμικά με τα ζητήματα που έχουν τεθεί, γύρω από το ανάρμοστο του χαρακτήρα του. Αντιθέτως κάτι τέτοιο στην παρουσίαση του Edouard Deluc δεν συμβαίνει ποτέ. Αρχής γενομένης από την στάση της κυράς του, να φύγει μαζί με τα τέκνα της για το (εχθρικό για τον ζωγράφο) πατρικό της στην Σκανδιναβία, που κατά κάποιο τρόπο τον απενοχοποιεί για την απόφαση του να διαφύγει (για σεξουαλικό τουρισμό όπως τον κατηγορούν) στην Γαλλική Πολυνησία, γίνεται αντιληπτό πως η άδεια που δόθηκε από τους απογόνους του στην παραγωγή, έθεσε ως βέτο να μην πέσουν στο τραπέζι ζητήματα περί της ηθικής του. Πουθενά λοιπόν δεν γίνεται λόγος περί παιδοφιλίας, περί σχέσεων του με όλες τις πόρνες του νησιού, περί των αφροδισίων νόσων που κόλλησε όλους όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του, κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί 150 χρόνια κατοπινά της δράσης του, αμαυρώνοντας όπως είναι φυσικό το μέγεθος της προσωπικότητας του.
Ως εκ τούτου στον σχεδόν Gauguin, γινόμαστε μάρτυρες μιας αγιοποίησης του καλλιτέχνη, ειδικά στις στιγμές που τον βλέπουμε να κουβαλά σακιά ως ο πιο περιφρονημένος αχθοφόρος, ώστε να καταφέρει να ζήσει το κορίτσι που τον περιμένει (κλειδωμένο) πίσω στην ξύλινη παράγκα. Ελάχιστες είναι οι αναφορές επίσης στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, που θα ήταν πραγματικά μια πολύ ενδιαφέρουσα ως πτυχή αν την ανέλυε ο σκηνοθέτης Edouard Deluc. Εκεί που το φιλμ ξεχωρίζει πάντως είναι στην έξοχη κινηματογράφηση των πανέμορφων τοπίων του Ειρηνικού, που στέκουν ως πολύχρωμα φυσικά φόντα της ματιάς και ύστερα της ζωγραφιάς του Γκογκέν. Τον οποίο αποδίδει υποκριτικά με την γνωστή του αέρινη άνεση ο Vincent Cassel, ανεβάζοντας με την παρουσία του και μόνο ένα λέβελ πάνω μια παραγωγή, που υπό άλλες συνθήκες θα φάνταζε το λιγότερο αναιμική.
Απομονωμένος από τον πολιτισμό, δίχως έσοδα και φιλάσθενος ο Γκογκέν θα κόψει μονομιάς τους δεσμούς με την πατρίδα του, ερχόμενος σε άμεση επαφή με τους πάμφτωχους ντόπιους ιθαγενείς, που οι φραντσέζικες κατοχικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται στυγερά, ως φτηνά χέρια εργασίας επί του τοπικού παραγωγικού πλούτου. Αποτέλεσμα της επικοινωνίας του με τους Πολυνήσιους θα είναι να δεχτεί την πρόταση τους για να πάρει ως γυναίκα του, μια από τις πιο όμορφες κοπέλες της φυλής τους, την συνεσταλμένη Τεχούρα. Μια νεαρή εξωτική καλλονή, που αυτόματα θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον εξασθενημένο μεσήλικα, δίνοντας του την ώθηση που ζητούσε για να σχεδιάσει στον καμβά κάποια από τα πιο διάσημα αριστουργήματα του.
Ουσιαστικά λοιπόν αυτό εδώ το βιογραφικό δράμα δεν ορίζει ακριβής βιογραφία του εικαστικού, αλλά επιχειρεί να προβάλλει ένα μέρος από το δεύτερο στάδιο του προσωπικού και καλλιτεχνικού του βίου, που έλαβε χώρα στις παράκτιες ατόλες της Ωκεανίας, εκεί όπου έχουν ρίξει από καιρό τις δαγκάνες τους οι πανίσχυροι συμπατριώτες του, κλέβοντας ότι πολύτιμο θα μπορούσαν να τους προσφέρουν οι παρθένοι ακόμη επίγειοι παράδεισοι. Με την καρδιά του να μην βαστά, την πνευμονία να τον έχει τσακίσει και τα πόδια του λυγισμένα από την υγρασία να μην τον βαστούν, ο Γκογκέν θα κληθεί όχι μόνο να σκιτσάρει καινούργια πονήματα στην λινάτσα, αλλά και να δείξει έστω σε προχωρημένη ηλικία πως είναι ικανός να κρατήσει δίπλα του μια τόσο όμορφη και κατά πολύ νεότερη του σύζυγο. Την ίδια ώρα που οι μνηστήρες, γερότεροι και ομορφότεροι καραδοκούν...
Θα περίμενε κανείς πως η παρουσίαση αυτού του κομματιού της ζωής του Γκογκέν θα είχε έτσι λίγο πιο πιπεράτη υφή, ασχολούμενη, έστω και επιδερμικά με τα ζητήματα που έχουν τεθεί, γύρω από το ανάρμοστο του χαρακτήρα του. Αντιθέτως κάτι τέτοιο στην παρουσίαση του Edouard Deluc δεν συμβαίνει ποτέ. Αρχής γενομένης από την στάση της κυράς του, να φύγει μαζί με τα τέκνα της για το (εχθρικό για τον ζωγράφο) πατρικό της στην Σκανδιναβία, που κατά κάποιο τρόπο τον απενοχοποιεί για την απόφαση του να διαφύγει (για σεξουαλικό τουρισμό όπως τον κατηγορούν) στην Γαλλική Πολυνησία, γίνεται αντιληπτό πως η άδεια που δόθηκε από τους απογόνους του στην παραγωγή, έθεσε ως βέτο να μην πέσουν στο τραπέζι ζητήματα περί της ηθικής του. Πουθενά λοιπόν δεν γίνεται λόγος περί παιδοφιλίας, περί σχέσεων του με όλες τις πόρνες του νησιού, περί των αφροδισίων νόσων που κόλλησε όλους όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του, κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί 150 χρόνια κατοπινά της δράσης του, αμαυρώνοντας όπως είναι φυσικό το μέγεθος της προσωπικότητας του.
Ως εκ τούτου στον σχεδόν Gauguin, γινόμαστε μάρτυρες μιας αγιοποίησης του καλλιτέχνη, ειδικά στις στιγμές που τον βλέπουμε να κουβαλά σακιά ως ο πιο περιφρονημένος αχθοφόρος, ώστε να καταφέρει να ζήσει το κορίτσι που τον περιμένει (κλειδωμένο) πίσω στην ξύλινη παράγκα. Ελάχιστες είναι οι αναφορές επίσης στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, που θα ήταν πραγματικά μια πολύ ενδιαφέρουσα ως πτυχή αν την ανέλυε ο σκηνοθέτης Edouard Deluc. Εκεί που το φιλμ ξεχωρίζει πάντως είναι στην έξοχη κινηματογράφηση των πανέμορφων τοπίων του Ειρηνικού, που στέκουν ως πολύχρωμα φυσικά φόντα της ματιάς και ύστερα της ζωγραφιάς του Γκογκέν. Τον οποίο αποδίδει υποκριτικά με την γνωστή του αέρινη άνεση ο Vincent Cassel, ανεβάζοντας με την παρουσία του και μόνο ένα λέβελ πάνω μια παραγωγή, που υπό άλλες συνθήκες θα φάνταζε το λιγότερο αναιμική.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαΐου 2018 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική